(Το κείμενο πρωτογράφτηκε το 2016 και ξαναδουλεύτηκε το 2018. Είναι αφιερωμένο στη Zackie Oh. Ευχαριστώ τον Θεμιστοκλή Πανταζάκο για την επιμέλεια και που μου θύμισε ότι το είχα γράψει)
Μεγάλωσα στην επαρχιακή Eλλάδα των 90s, έφηβος την περίοδο του πολέμου στο Ιράκ, του πρώτου τηλεοπτικού πολέμου. Μια μέρα στα δεκαπέντε μου είχα ξαπλώσει έτοιμος να κοιμηθώ με το MTV ανοιχτό, όταν διακόπηκε για πρώτη φορά το μουσικό πρόγραμμα για την ανακοίνωση του θανάτου του Kurt Cobain, μια στιγμή θρησκευτικής σημασίας για τους γύρω μου, ίσως και για μια ολόκληρη γενιά. Όσο περίεργο κι αν άρχισε να ακούγεται μετά από λίγα χρόνια, τότε ζούσαμε με το MTV για οξυγόνο, σαν σανίδα σωτηρίας μέσα στο στεγνό και συντηρητικό πολιτιστικό τοπίο της ελληνικής επαρχίας.
Κάθε παιδί των 90s είχε στο μυαλό του έναν μακρύ κατάλογο όπου διαχωρίζονταν με αρκετά ξεκάθαρους όρους η «καλή» από την «κακή» μουσική. Αυτή η συνθήκη που σήμερα ακούγεται – ελπίζει κανείς – αδιανόητα αφελής ήταν ακόμα πιο συνηθισμένη για την πηγή της μουσικής μας: τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μας, εκείνα που έγραφαν σε κασέτες τα τραγούδια που διάβαζαν με τη σειρά τους σε περιοδικά. Με μια παρόμοια αλυσίδα διαχωρισμού διαμορφωνόταν και η τελευταία ίσως φάση τακτοποίησης των νέων σε πολιτιστικές φατρίες, όπου δεν γινόταν να ανήκεις πραγματικά σε πάνω από μία.
Ως έναν βαθμό και ως προεφηβικές στρατηγικές που ενυπάρχουν διεθνώς σε όλες τις υποκουλτούρες κάποια από τα παραπάνω είναι κατανοητά (λ.χ. αν είσαι πάνκης θεωρείται παράξενο να ακούς μέταλ κι ας έχουν τα δύο αισθητικές επαφές). Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα της καλής και της κακής μουσικής είναι αφενός βαθιά ελληνική, αφετέρου χωρίς κανένα ιδιαίτερο νόημα πέρα από το εντελώς εσωτερικό της, τους διαχωρισμούς τους οποίους παρήγαγε. Η ιδέα της καλής και της κακής κουλτούρας ευρύτερα αποτελεί μια προσπάθεια του 90s ελληνικού μουσικό/τεχνό/σινεφιλου κοινού να κοιτάξει πίσω στις προηγούμενες δεκαετίες και να κατανοήσει έναν πολιτισμό που δεν ήταν κατά βάση δικός του. Έχει ενδιαφέρον το πώς ένας από τους όρους που άκουγε κανείς τότε ήταν το «δε μοιάζει/ακούγεται σαν ελληνικό» ως τεκμήριο ποιότητας. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα διασκέδαζε τους αντιεθνικιστές σήμερα και ναι, η αλήθεια είναι πως όσα προβλήματα και να βρει κανείς στη δεκαετία του ‘90 σίγουρα οι συζητήσεις δεν έφταναν ποτέ πολιτιστικά σε τόσο ανατριχιαστικά εθνικιστικά σημεία όπως στην μετα-2010 εποχή (με πιθανή εξαίρεση το Μακεδονικό).
Σίγουρα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντιφασιστική χροιά, έστω και δια της πλάγιας οδού, στο να πιστεύεις πως αν κάτι δεν είναι ελληνικό θα είναι καλύτερο, όμως στη βάση το ζήτημα του καλού και του κακού ήταν μια ξεκάθαρη προσπάθεια δημιουργίας εσωτερικών πολιτιστικών ιεραρχιών. Τα αστεράκια ποιότητας κινηματογραφικών ταινιών στο Αθηνόραμα είναι κάτι που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία – ο αχρείος κριτικός του Αθηνοράματος ποτέ δεν έβαζε πέντε αστέρια σε κάτι που να μη είναι τουλάχιστον σαράντα χρονών (Elitism 101 + Nostalgia = Μπλιαχ).
Έτσι δημιουργείται κάπου εκεί η κουλτούρα του «εναλλακτικού» τύπου, ενός ανθρώπου που στέκεται εκτός της/ενάντια στην ελληνικότητα, η οποία δεν τον ενδιαφέρει ή η αισθητική της οποίας ακόμα και τον προσβάλει. Μια στη βάση της αγορίστικη κουλτούρα μέσα στην οποία όποιος έμπαινε μάλλον δεν έβγαινε (εμένα με έσωσε η φυγή μου στην Αγγλία για σπουδές). Ο 90s εναλλακτικός τύπος έχει σίγουρα κάποια ριζοσπαστικά στοιχεία, η κριτική στην ελληνικότητα που ανέφερα παραπάνω δεν είναι αμελητέα (αν και δεν είναι πάντα και γενικότερη πολιτική κριτική), όπως και η σημασία που φαίνεται να δίνει στη δημιουργία και στην τέχνη, ως αντιπαράθεση στην καταπίεση της μαζικής τηλεόρασης και εντός μια γενικά φιλισταίας ελληνικής κοινωνίας είναι χρήσιμες. Όμως, ξανά, στη βάση του ο εναλλακτικός τύπος είναι ένας μοντερνιστής που πιστεύει στην υψηλή και στη χαμηλή κουλτούρα με όλες τις προβληματικές που αυτό κουβαλάει.
Ως εκ τούτου, μεγάλωσα κι εγώ όπως όλες οι συνομήλικες φιλενάδες μου με την παραίσθηση πως τα 80s ήταν μια περίοδος μικρής δημιουργικής σημασίας, κάτι επιφανειακό χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο. Η βασική κριτική στα 80s από τους εναλλακτικούς των 90s γίνεται με τη χρήση ενός όρου που συνεχίζει να χρησιμοποιεί προβληματικά η εξυπναδίστικη ελληνική κοινωνία της «ποιοτικής τέχνης»: το κιτς (το trash σαν όρος έρχεται λίγο αργότερα, το camp δεν το παρακολουθεί τότε –και τώρα– η ελληνική κοινωνία καθόλου). «Τα 80s δεν μας ενδιαφέρουν» δήλωναν τα 90s διότι παραήταν κιτς, εννοώντας την υποτιθέμενη επιφανειακότητά τους. Προσωπικά, μου πήρε πολλά χρόνια για να καταλάβω πως τα 80s τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας αποτελούν στην πραγματικότητα την τελευταία προέκταση του avant-garde πρότζεκτ των 60s. Αλλά και πέρα από αυτό, ας ρωτήσουμε: τι στα 80s ενοχλούσε τα βλοσυρά αγόρια των 90s;
Τα 90s, το απόλυτο success story ευρωπαϊκής ευημερίας, βρίσκουν τους δημιουργούς να παράγουν όχι αμιγώς πολιτικά έργα αλλά κείμενα με υπαρξιακό βάρος. Το κοινό από τη μεριά του έχει την αίσθηση ότι μπορεί να κρίνει την υπόλοιπη ιστορία από κάποιου είδους ψηλό βάθρο. Το υπαρξιακό βάθρο των 90s όμως εθελοτυφλούσε (στην καλύτερη) για το ποιος έχει την άνεση να είναι υπαρξιστής από ταξική και έμφυλης άποψη. Αυτή η στροφή σε έναν υποτιθέμενα αντικειμενικό ανθρωπιστικό υπαρξισμό και η απαγκίστρωση από το παλλόμενο πολιτικό βίωμα ως παραγωγό δύναμη της τέχνης έχει ως αποτέλεσμα να τυποποιηθεί και να απονευροποιηθεί εξαιρετικά η αισθητική και το να φτάσουμε τελικά στη μετριοκρατία που λέγεται U2, Πυξ Λαξ, ελληνικό σινεμά των 90s και τα λοιπά.
Οι performative ευκαιρίες που ανοίγονται στα 60s (χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων αποτελεί ο David Bowie) και φτάνουν στο ζενίθ τους με τη μόδα των 80s (androgynous cyborgs και τα λοιπά) κατατροπώνονται στα 90s, μια νέα σοβαρότητα επικρατεί, μια νέα dress/act-down συνθήκη (με μεγεθυντικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα της βαρύτερης πατριαρχίας από αυτήν της υπόλοιπης Δύσης) καταλήγει τελικά στην ακόμα μεγαλύτερη περιχαράκωση μιας εναλλακτικής αγορίστικης κανονικότητας. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, οι queers που δεν χωρούσαν ακριβώς σε καμία κατηγορία έμαθαν να ζουν ανάμεσα στις χαραμάδες, κάποιες φορές με δυο πόδια σε δυο μέρη ως λίγο προδότες, κάποιες φορές σε κανένα μέρος, αφήνοντας τις υβριδικές δυνατότητες και πτυχές του εαυτού μας να κοιμούνται μέχρι μια άλλη στιγμή.
Η άλλη αυτή στιγμή έρχεται στα 00s, όταν και εμφανίζεται η ιδέα του (ρετρο)κιτς ως ένοχη απόλαυση. Κάτι σαν ακαδημαϊκό τερτίπι στην αρχή, οι εραστές του κιτς θεωρούν πως μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν μέσα απ’ αυτό όπως και όποτε θέλουν, να το κοιτάνε από πάνω και να το «θαυμάζουν γι αυτό που είναι», φλερτάροντας δηλαδή με έναν τρόπο με το ποπ, το «κακό», μόνο όμως μέσα από μια ασφαλή δικλίδα του μοντερνιστικού πρότζεκτ της υψηλής τέχνης. Άτομα σαν αυτά μπορεί κανείς να θυμηθεί διάφορα: είναι αυτοί που οργάνωναν Τσακωνειάδες αλλά στο σπίτι προτιμούσαν τους Led Zeppelin και τον Τζιμ Τζάρμους. Κάποιοι από αυτούς απαντούνται σήμερα γύρω από την ελληνική stand-up comedy σκηνή. Φυσικά, η πρώτη αυτή ρετροκίτς φάση των early 00s ενέχει ταξικά και όχι μόνο ζητήματα, αλλά πρόκειται για μια σημαντική τομή, αφού νομιμοποιούνται εκ νέου στον εναλλακτικό χώρο, έστω και εκ του μακρόθεν, κάποιες αισθητικές που αποκλίνουν από τον βλοσυρό του κανόνα.
Αρκετά πιο ενδιαφέρουσα είναι η συνέχεια στα late 00s και 10s όταν με τις νέες συνθήκες και πλατφόρμες επικοινωνίας (YouTube) οι σκληρές ταυτότητες αρχίζουν να φθίνουν τελείως. Τα iPad αντικαθιστούν τα walkman/discman (η ίδια η τεχνολογία δίνει υβριδικό έδαφος) και μέσα τους μπορεί να βρει κανείς όλων των ειδών τις συνυπάρξεις. Η ποπ έχει ήδη πλησιάσει την «υψηλή κουλτούρα» (η Bjork είναι η πρώτη ποπ καλλιτέχνις στην ιστορία που θα παίξει στο Royal Opera House)· το βορειοευρωπαϊκό avant-garde έχει ήδη αγκαλιάσει την ποπ (ο Jerry Springer γίνεται όπερα)· οι μοντερνιστικοί διαχωρισμοί του Adorno φαίνεται να καταρρέουν χωρίς επιστροφή. Οι συμπράξεις αυτές αργούν στην Ελλάδα που είναι πιο συντηρητική. Θα πάρει καμιά δεκαριά χρόνια μετά την όπερα του Springer για να εμφανιστεί ο Σάκης Ρουβάς στην Επίδαυρο, αλλά το μικρόβιο των υβριδικών ταυτοτήτων μπαίνει σιγά-σιγά στα μυαλά των τεχνόφιλων. Έτσι αρχίζουν και πέφτουν οι πόλοι καλού-κακού και δε χρησιμοποιούνται τόσο ως αναφορά, ενώ άλλοι, όπως το δίπολο βαρετό-μη βαρετό (καταστασιακοί-συναντούν-ADD-generation) αρχίζουν να παίρνουν την θέση τους. Η κατανάλωση του ποπ/trash και της υψηλής τέχνης, βέβαια, δεν παύει να έχει ταξικό χαρακτήρα με κάποια υποκείμενα να έχουν σαφώς ευκολότερη πρόσβαση σε κάποια πράγματα, αλλά γενικά μιλώντας οι όροι έχουν αλλάξει.
Σ’ αυτό το σημείο θα αναφερθώ στο ελληνικό queer κίνημα και να εξερευνήσω μια παράλληλη, πολιτική κίνηση πηγαίνοντας λίγο πίσω χρονικά. Η ιστορία του ελληνικού queer είναι μικρή αν και η ιδέα ενός εναλλακτικού LGBT κινήματος αναφυόταν πού και πού, από εδώ και από εκεί, ένα κίνημα που, όταν υπήρξε, ήταν κοντινό άλλοτε σε φεμινιστικές κινήσεις, άλλοτε σε αντιεξουσιαστές, και υποστασιοποιούνταν μέσα από αναγνώσματα περιοδικής φύσης. Το ελληνικό queer όπως εννοείται σαν σκηνή σήμερα ξεκινάει κάπου στα μέσα των 00s με διάφορες μικρο-ομάδες να σχηματίζονται δειλά. Η αναρχική αισθητική βρίσκεται όχι πολύ μακριά από το μοντέλο του εναλλακτικού που περιέγραψα παραπάνω, διατηρώντας μια κάποια πιο πανκ μορφή και ένα DIY ήθος (μαζί με τις προβληματικές τους όπως η ματσίλα).
Μεσα σ’ αυτή τη συνθήκη οι queers αρχικά ασφυκτιούν κάπως αισθητικά και φέρνουν αρκετά επιθετικά την ποπ στην πιο mainstream μορφή της ως υστερικό όπλο απέναντι στις νηφάλιες (; – βλ. male hysteria) αρενωπότητες. Μέσα στις καταλήψεις, στα queer πάρτι η ποπ ηχεί ως camp κριτική στο άγριο αντρικό performativity. Σιγά σιγά εμφανίζονται και αναρχοπόπ υβρίδια όπως ο Alex C, ο οποίος γίνεται σε γενικές γραμμές αποδεκτός από τους αναρχικούς συντρόφους, αν και όχι με αμιγώς αισθητικά κριτήρια.
Ενώ όμως η οικειοποίηση της ποπ έχει έναν αντι-μάτσο κριτικό χαρακτήρα μέσα στις καταλήψεις, έξω, στο σκληρό mainstream, υποδεχόμαστε μια ρετρο-μανία από πολύ κακές μεριές, από τα ίδια τα εναλλακτικά υποκείμενα στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω, μια αιφνιδιαστική κίνηση υιοθεσίας των 80s με αναγωγή χαρακτήρων όπως ο Κώστας Τσάκωνας στον «Έλληνα Bill Murray» και άλλα τέτοια ωραία. Από εκεί που είχαμε συνηθίσει μια κριτική των 80s από τους κάγκουρες, εναλλακτικούς και μη, ως «αδερφίστικη εποχή», τώρα ακούμε το αναπάντεχο «80s ρε! Μόνο τότε γράφονταν ωραία κομμάτια να πούμε!» Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι 25άρηδες μάτσο των 90s έχουν γίνει 45άρηδες μπαρμπάδες που αναπολούν το παρελθόν. Κάπου εκεί η ελληνική κοινωνία ξεπερνάει τον εαυτό της διότι στο πλαίσιο μιας (εθνικιστικής κατά τη γνώμη μου υφής) μανίας με το παρελθόν βάζει ακόμα και τη ματσίλα της σε δευτερεύοντα ρόλο. Για να λέμε την αλήθεια, ο αιφνιδιασμός δεν ήταν ακριβώς πλήρης: η ελληνική σχέση με το hetero-camp ήταν ανέκαθεν περίπλοκη. Τα λικνίσματα στο σκυλάδικο, άλλωστε, στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή αποτελούν μια αρκετά camp επιτέλεση, ο alpha ανδρισμός της οποίας κρέμεται διαρκώς από μια λεπτότατη κλωστή που εξισορροπεί ανελέητες αντιφάσεις (όπως και ο ορισμός της ελληνικότητας γενικότερα). Όμως ενώ το οθωμανικό camp είναι μια επιτρεπτή συνθήκη για τον ελληναρά, το ευρωπαϊκό ήταν πάντα κατακριτέο. Boy George vs ΠΑΣΟΚ σημειώσατε 2.
Η ρετρομανία του εναλλακτοκάγκουρα που ποστάρει τα «20 καλύτερα παιχνίδια των 80s» στο YouTube και που αποφασίζει να πάει σε ένα πάρτι ασχέτως περιεχομένου διότι το πόστερ έχει την Ροζίτα Σώκου (true story) δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια κρυπτο (ή φανερο-)εθνικιστική νοσταλγία για μια εποχή ευημερίας στη χώρα. Τα παιχνίδια των 80s που άνθρωποι της ίδιας ηλικίας θυμούνται είναι μια ενοτική εθνική αφήγηση για τις χρυσές πασοκικές μέρες που η ελλάδα «ζούσε καλά» (βλ. με λιγότερους μετανάστες). Για τον Έλληνα queer τα πράγματα στενεύουν: από την Σκύλλα του σοβαρού σκυθρωπού μοντερνιστικού εναλλακτικού στην Χάρυβδη του αναγεννημένου ρετρολαϊκιστή.
Και σκέφτομαι εδώ, στο σταυροδρόμι αυτής της επιλογής και όσον αφορά τον οικείο μου, queer χώρο: γιατί να αποτελεί η ενθύμιση και η αναφορά σε κάτι προηγούμενο τον τρόπο ενδυνάμωσής μας; Όπως ξέρουμε η ιστορία γράφεται πάντα από τους δυνατούς, επομένως η ενθύμιση της ποπ κουλτούρας θα είναι αναπάντεχα καταπιεστική. Ίσως απέναντι στην αφήγηση της ενθύμισης να παρατάξουμε το queer forgetting, όπως το θέτει @ Halberstam στο ‘Queer Art of Failure’. Για κάθε αγορίστικη ανάμνηση εμείς να παρατάξουμε μια κουήρ λησμονιά.
Εδώ κάπου θα ήθελα να ρίξω μια ματιά και στη σχέση του κουήρ με το σύγχρονο ποπ, μια σχέση που ξεκινάει στα mid-10s και κάνει το κουήρ να αντιπαρατίθεται στους παραδοσιακά ριζοσπαστικούς χώρους. Το παρελθόν αντικαθίσταται απο το παρόν, το κουήρ παίρνει γραμμή από μια διεθνή κοινότητα, μεταξύ άλλων το κουήρ κάνει και τη δική του drag σκηνή στην Αθήνα. Όμως και η σχέση με το ποπ είναι μια σχέση που έχει κι αυτη τα ζητήματά της. Η ποπ έρχεται από μακριά, πολύ μακριά. Από την Beyonce στο RuPaul’s Drag Race πώς μπορεί το ελληνικό κουήρ να μιλήσει για τα δικά του ζητήματα χωρίς να περάσει στο πλάισιο της μίμησης ή ακόμα χειρότερα της επανοικειοποίησης μιας αισθητικής που όχι μόνο δεν είναι δική του αλλά και που φυσικά δεν αρκεί για να πει τις δικές του ιστορίες, για να μιλήσει για τη ζωή μέσα στην τοξική ελληνική κοινωνία; Θα είναι η Αθήνα ποτέ αντίστοιχη του Paris is Burning; Όχι. Αλλά και τι σημασία έχει;
Για χρόνια το κουήρ ήταν ένα κεφάλι χωρίς σώμα (όργανα δίχως σώμα;), είχε σκεφτεί πολύ τι είναι αυτά που θέλει, χωρίς όμως να τα κάνει. Έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο που οφείλουμε να συνθέσουμε τις δικές μας δημιουργικές αισθητικές γλώσσες, να κουηρέψουμε την επικοινωνία μας και τις φόρμες της. Έχουμε ηδη αποξενωθεί απο το υψηλό, το ποπ δε μας φτάνει, και σίγουρα η σκληρή αναρχοκαταστασιακή γραμμή μας φαίνεται λίγο-πολύ άσχετη (αφού έχουμε ψυχαναλυτική σχεση αγάπης-και-μίσους με το θέαμα). Εξακολουθούμε να θελουμε να μιλήσουμε για τα σώματά μας και για τις καύλες μας και να φτιάξουμε και να βρεθούμε σε εικόνες, ήχους, λέξεις. Κι αυτό θα το καταφέρουμε όπως χτίζουμε και την επιθυμία μας: μέσα και έξω από το mainstream, χρησιμοποιώντας μερικά στοιχεία, πετώντας άλλα, κλέβοντας ιδέες από κάποια, καταστρέφοντας άλλα, γελώντας με κάποια, τραυματισμένες απο κάποια, αγαπώντας άλλα και κοιτώντας πάντα μέσα μας, η κάθε μια ξεχωριστά στην εαυτή της για την προσωπική της αφήγηση που δεν ειναι ακριβώς ποτέ ίδια με κάποια άλλη. Ένα κολάζ: το απόλυτο queer μέσο κατά Halberstam. Είμαστε butch sopranos, BDSM Teletubbies, ασέξουαλ βοτανολόγοι, επαρχιώτες ντανταϊστές, barwomen ναυπηγές, χοντρές τσελίστριες, εντερικές ποιήτριες, παραδοσιακές μαγείρισσες με ποδιές Sonic Youth, σεξομανή fluffies, trans heavy-metalers, δίμετρες φεμινίστριες σε απόγνωση, ανθελληνίστριες καγκελάριες, kinky παλαιστές, albino popstars, αστροναύτριες συνδικαλίστριες, τα αποβράσματα που δε χωράνε πουθενά, ανώμαλοι και ανώμαλες κάθε είδους. Μια avant-grade όχι από την προβληματική μοντερνιστική σκοπιά του εκλεπτυσμένου αλλά από την πολεμική σκοπιά της πολυποίκιλης έκθεσης. Γιατί με το να εκθέτουμε τους δικούς μας ταυτοτικούς συνδυασμούς γράφονται και ανοίγουν διαφορετικες ιστορίες και βιώματα που μπορουν να μας πάνε κάπου αλλού, κάπου που δε βρεθηκαμε πιο πριν. Και μπορούμε να φέρουμε τις ιστορίες μας κοντά να κάνουν και παρέα – όσο γίνεται.
Social Links: