Όσο και αν έχει αρχίσει, σε έναν βαθμό, να μας κουράζει, ο ποπ νιχιλισμός όχι μόνο κρατά γερά, αλλά και κερδίζει συνεχώς έδαφος σε σελίδες με memes και σε σειρές…

Ποπ κουλτούρα και Δικαιοσύνη: Παραπλανητικές διακρίσεις του δικαίου και η άδικη αντίφαση μιας διακριτικής πλάνης

Όσο και αν έχει αρχίσει, σε έναν βαθμό, να μας κουράζει, ο ποπ νιχιλισμός όχι μόνο κρατά γερά, αλλά και κερδίζει συνεχώς έδαφος σε σελίδες με memes και σε σειρές του Netflix, με τέτοιο τρόπο ώστε, από ένα φαινόμενο των καιρών, μοιάζει σταδιακά και μέσα από το καθημερινό βίωμα της απόλαυσής του να μετουσιώνεται σε κάτι δεδομένο που τείνει (σε μια απαισιόδοξη προβολή στο μέλλον) σχεδόν να φυσικοποιηθεί. Βέβαια ταυτόχρονα ξεχνάμε ότι αυτές οι κινδυνολογικές διαπιστώσεις για το σήμερα αφορούν μόνο μια συγκεκριμένη μερίδα του κοινού της κατανάλωσης και παραγωγής της ποπ κουλτούρας. Άλλωστε είναι γεγονός ότι ζώντας στη φούσκα του κοινωνικού περίγυρου που μόνοι μας έχουμε επιλέξει να φτιάξουμε [echo chamber], συχνά επιμένουμε να ανάγουμε κάθε τέτοια φόρμα που σχηματίζεται και διογκώνεται στα social media, (όπως και το edgy χιούμορ) σε κυρίαρχη κοινωνική τάση. Από την άλλη, συνεχώς ανοίγουν νέες συζητήσεις για το κατά πόσο μπορεί να παρατηρηθεί ένας επανακαθορισμός των ιδεολογιών και για το κατά πόσο μπορεί να ανασυσταθεί η εκφορά των πολιτικών θέσεων και αιτημάτων μέσα από νέα επικοινωνιακά φίλτρα. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση ενός ρεύματος που δείχνει να αφορά μια μειοψηφική ομάδα του κοινωνικού συνόλου κάλλιστα αποκτά δυνάμει ηγεμονικά χαρακτηριστικά ώστε να ανασυγκροτήσει το ίδιο ακριβώς σύνολο στο οποίο ανήκει.  Το ότι ο νιχιλισμός, εν προκειμένω, γίνεται ποπ φαινόμενο, δεν μπορεί να επηρεάζει μόνο το πεδίο της πολιτικής –ή μάλλον το ότι η δημόσια σφαίρα εν γένει παραλλάσσεται σημαίνει ότι δεν μπορεί παρά να έχει επίδραση και σε ό,τι εντάσσεται σε αυτήν. Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Νομίζω πως όλοι και όλες θα συμφωνήσουμε ότι, αγκαλιάζοντας τη φάση νιχιλισμός, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνηθίζουμε να αποδεχόμαστε και την ύπαρξη της ενδεχομενικότητας στις ζωές μας, της τυχαιότητας σε σχέση με όσα αξίζουμε να απολαμβάνουμε. Με αυτό δεν υπονοώ φυσικά ότι γινόμαστε απαραίτητα άμοιροι ευθυνών, παθητικοί δέκτες των γεγονότων ή θιασώτες του κυνισμού, αλλά ούτε και ότι ξαφνικά σταματάμε να ταΐζουμε τα υπερτροφικά Εγώ μας, θέτοντας τη βάση για το χτίσιμο ενός νέου σοσιαλιστικού οράματος. Κάθε άλλο, εννοώ την απλή τήρηση μιας αντικοελικής στάσης, που δοκιμάζει να μην θεωρεί δεδομένη την τελική επιτυχία στην καλύτερη δυνατή προσπάθεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τελευταία δεν αξίζει να πραγματώνεται. Την ίδια δηλαδή στάση που εν ολίγοις λέει ότι η Δικαιοσύνη δεν έρχεται ποτέ ουρανοκατέβατη. Παρ’ όλα αυτά, όντας παράλληλα τα ίδια άτομα, δεν σταματάμε να διακηρύσσουμε το περίφημο αόριστο αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται και η αφορμή με την οποία βασικά γράφεται αυτό το κείμενο, καθώς στον συνδυασμό των δύο τελευταίων διατυπώσεων εντοπίζεται μια διαφαινόμενη αντίφαση. Θα με ρωτήσετε βέβαια: «γιατί παίρνεις ως δεδομένο ότι Δικαιοσύνη και κοινωνική δικαιοσύνη ταυτίζονται;» –και μπράβο σας.

Το αφήγημα που θέλει τη Δικαιοσύνη να μην αποδίδεται ποτέ γιατί «χάνεται στη μετάφραση» (οι νόμοι δεν εφαρμόζονται, οι δικαστές τα παίρνουν, το σύστημα προφυλάσσει τους ισχυρούς), ακόμα και αν ακούγεται υπερβολικό ή γραφικό, ε, δεν έχει και εντελώς άδικο εδώ που τα λέμε. Ως Δικαιοσύνη εδώ όμως εννοείται η άγραφη Θεία Δίκη που ισχύει για όλους και όλες και που, είτε δεν επιτυγχάνεται ποτέ, είτε έρχεται πάντα στο τέλος ή εννοείται το γραπτό σύστημα δικαίου; Η σύγχυση αυτή θα πρέπει να θεωρείται αναμενόμενη, ενώ γίνεται συχνά και από άτομα που ασχολούνται επαγγελματικά με τον χώρο του δικαίου, πολλές φορές μάλιστα σκόπιμα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν διευκρινίζοντας την καταστατική αρχή ότι Δικαιοσύνη και δίκαιο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Οκ, μια τέτοια παραδοχή μοιάζει παράδοξη, εκείνο όμως που θέλω να πω είναι ότι ουσιαστικά το κανονιστικά διατυπωμένο, κωδικοποιημένο δίκαιο (ηπειρωτικό δίκαιο) ή το νομολογιακό δίκαιο της χρήσης του δεδικασμένου (αγγλοσαξονικό δίκαιο), δεν είναι το ίδιο με το δίκαιο της φύσης, των πραγμάτων ή της φύσης των πραγμάτων, αλλά ούτε και με το εθιμικό δίκαιο, αυτό που με λίγα λόγια ο καθένας και η καθεμία μας θεωρεί σχεδόν αντανακλαστικά «δίκαιο» από μόνο του (ακόμα κι αν αυτό το αντανακλαστικό δεν είναι ποτέ αντανακλαστικό αλλά στην πραγματικότητα περνά μέσα από ένα σωρό ιδεολογικο-πολιτικά κανάλια που μας χώνουν σε καλούπια). Κοντολογίς, διαχώρισα δικαιοσύνη και δίκαιο, για να συμπυκνώσω σε μία λέξη κάθε φορά, κατά μια έννοια, την κλασική αντιπαράθεση της παράδοσης του φυσικού δικαίου με το θετικό δίκαιο αντίστοιχα. Αυτά επί του καθαρά τυπολογικού του πράγματος, για τυχόν αποφυγή παρεξηγήσεων στη συνέχεια –και σταματάω να γίνομαι κουραστικός.

Έχοντας τα παραπάνω υπόψη, λοιπόν, θέση μου είναι ότι η ποπ κουλτούρα αλληλεπιδρά με τη Δικαιοσύνη στον ίδιο βαθμό που αλληλεπιδρά και με την πολιτική. Το γεγονός αυτό εξηγείται από το ότι ουσιαστικά στο μεγαλύτερο μέρος της η Δικαιοσύνη αυτή είναι καλυμμένη πολιτική, μια πολιτική του δικαίου για την ακρίβεια. Βέβαια είναι επιπρόσθετα και ηθική, ίσως και μεταφυσική, οντολογία ή θεολογία. Το μόνο σίγουρο είναι όμως ότι δεν είναι κάτι τόσο σταθερό όσο το (θετικό) δίκαιο. Είναι κάτι που είναι πιο ρευστό από αυτό, χωρίς όμως να είναι και σκέτος αέρας, όπως θα φανταζόμασταν την πολιτική. Με αυτή την έννοια, η ποπ κουλτούρα, αντιθέτως, δεν θα μπορούσε να επικοινωνεί άμεσα με το δίκαιο, παρά μόνο μέσω της γέφυρας της Δικαιοσύνης.

Ας σκεφτούμε χαρακτηριστικά, ότι η απεικόνιση του δικαίου συχνά γίνεται στο πρόσωπο της Θέμιδας. Αυτή κρατά ξίφος, αντικείμενο που παραπέμπει στο –πολύ πιο πολιτικό– στοιχείο της βίας. Μόνο όταν το δίκαιο έρχεται να ελέγξει και να οργανώσει αυτή τη βία, μπορεί να τη διοχετεύσει ως τιμωρία επιβαλλόμενη από το κράτος που τη χρησιμοποιεί. Επιπλέον η τυφλότητα της Θέμιδας, που συμβολίζει την πλήρη αμεροληψία της, δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν αναγνωρίσουμε την αδυνατότητα της πλήρους και καθαρής αντικειμενικότητας στην απονομή του δικαίου. Στόχος του τελευταίου είναι σαφέστατα ο μεγαλύτερος βαθμός αντικειμενικότητας, αλλά αυτός δεν θα είναι ποτέ απόλυτος. Επομένως η προσωποποίηση αυτή για το δίκαιο είναι πλέον όχι μόνο ανεπίκαιρη, αλλά και οπισθοδρομική. Αν μάλιστα προσπαθούσαμε να σκαρφιστούμε τη Θέμιδα σαν χαρακτήρα μιας σύγχρονης animation σειράς, θα περιμέναμε στο σενάριο να εκτυλίσσονται καταστάσεις κατά τις οποίες θα διακωμωδούνταν το γεγονός ότι η τυφλότητά της τη δεσμεύει να αποζητά το δικαιότερο για «τα πράγματα» που συμβαίνουν γύρω της, αδυνατώντας η ίδια να βρει ποιο απαραίτητα είναι αυτό και σε βάρος του «δικαιότερου» για τον εαυτό της. Η τυφλότητά της έτσι, ταυτιζόμενη με τον μονοδιάστατο ρόλο που θα της προόριζε, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μια καλή αφορμή για την κατάδειξη των κοινωνικών στερεοτύπων και να γίνει αντιληπτή σαν άλλη μια μορφή διάκρισης. Άρα θεμι-τή (pun intended) η προσωποποίηση της Δικαιοσύνης στη Θέμιδα, πλην όμως αναντίστοιχη για τον συμβολισμό του δικαίου, το οποίο, θεωρώ, συμβολίζεται πιο ταιριαστά με τη ζυγαριά, (την οποία έτσι κι αλλιώς κρατά η Θέμιδα στο αριστερό της χέρι) ένα υλικό αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί από υποκείμενα ώστε να τους χρησιμεύει σαν εργαλείο μέτρησης και ακρίβειας. Τώρα όμως πάλι θα έρθεις και θα μου πεις: «αν δεν υπάρχει άμεση σύνδεση δικαίου και ποπ κουλτούρας και αυτή εξαντλείται στη σχέση της τελευταίας μόνο με τη Δικαιοσύνη, που κατά τα λοιπά λες ότι είναι μασκαρεμένη πολιτική, τότε λέτε πάλι μια από τα ίδια που λέτε εδώ και πέντε χρόνια σαν περιοδικό;» Η απάντησή μου φανταστικέ/-ή φανταστικέ/-ή μου φίλε/-η, στη διαπίστωσή σου, είναι και ναι και όχι, καθώς Δικαιοσύνη είναι μια μυρωδιά μόνο του δικαίου, στην οποία εισχωρεί η πολιτική.

Ας πάρουμε το πράγμα ανάποδα. Βλέπουμε σε όλες τις αναπαραστάσεις που διαχειρίζεται η σύγχρονη ποπ κουλτούρα, να αναδύονται όλο και περισσότερο προβληματικές που ούτε κατά διάνοια θα προβάλλονταν πριν δέκα χρόνια και που συνεπώς τότε θα μας απασχολούσαν πολύ λιγότερο ή θα αφορούσαν ένα μεμονωμένο ακροατήριο. Τα identity politics, η πρόσληψη του φύλου και της σεξουαλικότητας, οι κάθε είδους διακρίσεις, αλλά και η πολιτική ορθότητα είναι θέματα τα οποία ανακύπτουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μέσα από σειρές, ταινίες, μουσικές κ.λπ. στην καθημερινότητά μας και αυτό φαίνεται να είναι κάτι πολύ ελπιδοφόρο. Δεν θέλω σε αυτό το σημείο να μπω αναλυτικά στη συζήτηση που αφορά τα ίδια αυτά τα πεδία. Εκείνο που θέλω να αναδείξω είναι ο ρόλος της Δικαιοσύνης και κατ’ επέκταση του δικαίου στη σχέση του με αυτά τα ζητήματα. Μιλάμε κατ’ ουσίαν για δικαιώματα ατόμων και κοινωνικών ομάδων, δικαιώματα που πέραν της σαφούς κοινωνιολογικής τους διάστασης, αποκτούν ή θα πρέπει να αποκτήσουν και νομική διάσταση –και αυτό θα πει να αποκτήσουν ισχύ, με την έννοια του θετικού δικαίου. Επομένως, αν στο πολιτικό πεδίο γίνεται μάχη για να αναδειχθούν και στη συνέχεια να επικρατήσουν και εμπεδωθούν στη συλλογική συνείδηση αυτά τα δικαιώματα, η έννοια της Δικαιοσύνης ως κοινωνικής δικαιοσύνης σε αυτό το στάδιο είναι κομβική για να συνδράμει με τρόπο πάντα πολιτικό, παρεμβατικό και δυναμικό δηλαδή, ώστε να κατοχυρωθούν και εξασφαλιστούν τα δικαιώματα νομικά. Να γίνουν με λίγα λόγια έγκυρα, με τυπικούς πλέον όρους, αναγνωρισμένα από τα κράτη και το διεθνές δίκαιο.

Εγκυρότητα και ασφάλεια λοιπόν, λέξεις που από μια πολιτική οπτική μπορεί να μοιάζουν παλιακές ή συντηρητικές, κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικές, αλλά από τη δικαϊκή οπτική χρησιμεύουν στην εγκαθίδρυση πολιτικών δικαιωμάτων που κερδίζονται για να μην χρειάζεται να ξανακερδίζονται κάθε λίγο και λιγάκι στο μέλλον, σε μια σισύφεια αιωνιότητα. Δικαιώματα που βρίσκουν τα ιστορικά αντίστοιχά τους σε περιπτώσεις όπως η κατάργηση της σκλαβιάς, η ψήφος των γυναικών ή η καθιέρωση του εργατικού οκταώρου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τα δικαιώματα εδραιώνονται και στον πολιτικό χώρο. Εκεί λόγω του συνεχούς σκαμπανεβάσματος στον συσχετισμό δύναμης μεταξύ των πολιτικών αιτημάτων, προοδευτικών και συντηρητικών, δεξιών και αριστερών και πάει λέγοντας, η παλινδρόμηση της επαναφοράς από την πίσω πόρτα ξεπερασμένων θέσεων, όχι μόνο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά και μοιάζει όλο και πιο πιθανή με βάση την υφιστάμενη πραγματικότητα της παγκόσμιας ανόδου της ακροδεξιάς. Και αυτός ακριβώς είναι εν τέλει και ο λόγος που η νομική και δη η συνταγματική κατοχύρωση δικαιωμάτων, αλλά και ειδικότερα η συμπερίληψη των αιτίων που κατατείνουν στην κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων στο σώμα των νομικών κειμένων, θα πρέπει να θεωρούνται επιβεβλημένες. Τέτοιες ενέργειες, όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει σε ένα βαθμό, συνηγορούν στην τοποθέτηση κάθε αναγνωρισμένου δικαιώματος στις αποσκευές των δημοκρατιών που διαπνέονται από τις θεμελιώδεις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας. Εδώ βρίσκεται και ένα από τα κεντρικά σημεία στα οποία συναντιέται η πολιτική με το δίκαιο –και η ποπ κουλτούρα μπορεί με τον ανάλογο τρόπο κάθε φορά να ανανοηματοδοτεί την πρώτη για τον σχηματισμό του δεύτερου.

Προκειμένου να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εποπτεία της συζήτησης αυτής, είναι αρκετά σημαντικό να παρατηρήσουμε την παγίωση μοτίβων της παρελθοντικής ποπ κουλτούρας που περιστρέφεται γύρω από το είδος του law and crime, μέσα από σενάρια, ταινιών κατά βάση, τα οποία προσέγγιζαν τη λειτουργία του μηχανισμού απονομής του δικαίου σαν μια καλοκουρδισμένη διεργασία, με  καλομοστραρισμένους/-ες δικηγόρους που αναλαμβάνουν μόνο σοβαρές και δύσκολες υποθέσεις, οι οποίες κρύβουν μεγάλα συμφέροντα και ηθικά διλήμματα. Ένα πολύ καλό σύγχρονο παράδειγμα αριστοτεχνικής αποδόμησης του παντελώς πλασματικού αυτού αφηγήματος το βρίσκουμε στη σειράρα Βetter Call Saul, η οποία αναπαριστά με ακριβή ρεαλισμό τη σχεδόν αποκλειστικά γραφειοκρατική και αβάσταχτα βαρετή καθημερινότητα του κάζουαλ μέσου δικηγόρου, αλλά και του συνόλου του νομικού status quo, σε μια μικρομεσαία πόλη των ΗΠΑ. Με αυτή την έννοια, ακόμα και παραδεδεγμένες ρουτινιάρικες πρακτικές που μπορεί να θεωρούνται αυτονόητες στον νομικό κόσμο, όπως το να φοράμε σακάκι και ταγιέρ, ως δικηγόροι, για να μας πάρει στα σοβαρά ο/η δικαστής και να κερδίσουμε τη δίκη πριν ακόμα κριθεί η στιβαρότητα των επιχειρημάτων μας, παρότι θεωρητικά μπορούν εύκολα να ανατραπούν, κάτι τέτοιο φαντάζει αδιανόητο στο δικό μου μυαλό, με βάση τουλάχιστον τη δική μου εμπειρική αποτίμηση. Μοιάζει αδιανόητο, όχι λόγω ενός ισχυρού περιεχομένου, αλλά λόγω της ισχυρής λογικής της προαναφερθείσας εργαλειακότητας, η οποία θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί, σε πρώτη φάση, μόνο από μια ηθικής τάξης ατομική υπέρβαση. Το αν όμως και η τελευταία μπορεί να καταστεί εφικτή στο άμεσο ή στο μακρινό μέλλον, αυτό μπορεί να εξαρτηθεί κατά προτεραιότητα από τις κυρίαρχες μυθοπλασίες της ποπ κουλτούρας του αντίστοιχου μέλλοντος, εκείνες που θα μπορούν να κατασκευάσουν τα δικά τους σύμβολα για το συλλογικό ασυνείδητο.

Ας επιστρέψουμε όμως στην πραγματικότητα και ειδικότερα στην ελληνική πραγματικότητα και το μείζον ζήτημα της συνεχούς διεκδίκησης και θέσπισης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στα οποία ήδη αναφέρθηκα. Μια ενδεικτική τέτοια περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι είναι και ο αντιρατσιστικός νόμος, με όλες τις κακοτεχνίες της φόρμας του. Το πολιτικό υπόβαθρο ενός τέτοιου νόμου, κατά τη γνώμη μου, διαπνέεται από το πνεύμα της προοδευτικότητας, με τη μόνη ίσως ιδιαιτερότητα ότι χρειάζεται προσοχή στην κατά περίπτωση διαχείριση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, που ούτως ή άλλως φυσικά κρίνεται στην πράξη της δικαστηριακής διαδικασίας. Ο αντιρατσιστικός νόμος μπορεί να αποτελέσει τόσο πολιτικό-κοινωνικό, όσο και νομικό πρότυπο και για άλλους αντίστοιχους ειδικούς νόμους προστασίας μειονοτικών και υποβαθμισμένων κοινωνικά ομάδων. Παρόμοια και νομοθετήσεις όπως αυτή του συμφώνου συμβίωσης και του δικαιώματος τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια, στρέφονται σίγουρα προς την ίδια προοδευτική κατεύθυνση.

Όλες αυτές οι περιπτώσεις που αφορούν τον δικαιωματικό λόγο, ως γνωστόν, μπορούν να βρουν ένα συμμαχικό μέτωπο στις λεγόμενες ευρύτερες δυνάμεις του σύγχρονου προοδευτισμού, φιλελεύθερου και αριστερού αν θέλετε σχηματικά, και αυτό επίσης είναι κάπως ανακουφιστικό. Εφόσον μιλήσαμε ήδη και για ισορροπία ελευθερίας και ισότητας στην δημοκρατία, ωστόσο, και καθώς τα δικαιώματα αυτά κατά το μεγαλύτερό τους κομμάτι βρίσκουν ανταπόκριση μόνο στην πρώτη, θα πρέπει να δούμε και τη σοσιαλιστική παράμετρο στην όλη κουβέντα και πολύ παραπάνω δε σε σχέση με την ποπ κουλτούρα. Είναι φανερό ότι το ίντερνετ και τα σόσιαλ μίντια έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο, με όρους εκδημοκρατισμού, στο ξεκλείδωμα πεδίων που παλιότερα ανήκαν αποκλειστικά σε προνομιούχους κύκλους και έχουν εξυπηρετήσει την συμμετοχή στην μαζική πρόσβαση σε γνώση, πληροφορία και τέχνη. Την ίδια στιγμή όμως, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι όσο υπάρχει κόσμος ακόμα που όχι μόνο δεν μπορεί να αγοράσει λάπτοπ ή να έχει συνδρομή στο Νetflix, αλλά δεν μπορεί να έχει ένα πιάτο φαγητό και μια στέγη πάνω από το κεφάλι του, και όσο ο κόσμος αυτός διογκώνεται αντί να μικραίνει, η διαλεκτική πορεία της ιστορίας μάς καλεί να πάρουμε σαφή θέση στη συνδιαμόρφωσή της. Και η κοινωνική-ηθική Δικαιοσύνη που μπορούμε να επικαλούμαστε αντί της μεταφυσικής-θεολογικής είναι εκείνη που θα καθορίσει την πολιτική εμπότιση της μορφολογίας του θετικού δικαίου, που θα παραμένει το καλά μπετοναρισμένο οπλοστάσιό μας για τις πολιτικές προκλήσεις που ακόμα δεν έχουν έρθει.