Είναι γνωστό ότι το χιούμορ έχει ένα κομμάτι που είναι συνδεδεμένο με τον πόνο, τον φυσικό πόνο. Από την τελείως παραδοσιακή εικόνα του γέλιου που προκαλεί το να πατάς μια…

Aπό τον νιχιλισμό του Fight Club στον νιχιλισμό του Bojack

Είναι γνωστό ότι το χιούμορ έχει ένα κομμάτι που είναι συνδεδεμένο με τον πόνο, τον φυσικό πόνο. Από την τελείως παραδοσιακή εικόνα του γέλιου που προκαλεί το να πατάς μια μπανανόφλουδα ή να κουτουλάς το κεφάλι σου στον τοίχο, κωμικά μοτίβα και τα δύο του slapstick. Τα τελευταία χρόνια, ο πόνος αυτός γίνεται ψυχολογικός, υπαρξιακός. Και έτσι δημιουργούνται memes με το Ζαναξ, αυτοσαρκαστικά vlog για το πόσο δυστυχισμένοι είναι όλοι. Δημιουργείται επίσης ο Bojack Horseman, μια σειρά που έχει πιάσει περισσότερο ίσως από κάθε άλλη το zeitgeist, το mood της εποχής.

Το χιούμορ είναι πρώτα από όλα ένας τρόπος θέασης του κόσμου που αφορά την ικανότητα ενός ανθρώπου να διακρίνει και να ερμηνεύει στοιχεία του περιβάλλοντός του και να τα απολαμβάνει υπό μια οπτική που δεν είναι σοβαρή, αυστηρή αλλά κατά μια έννοια ασύμβατη.  Αυτό το ασύμβατο είναι στο κέντρο του χιούμορ. Πιο πολύ θα γελάσουμε, όσοι γελάνε τέλος πάντων με αυτό, αν πατήσει μια μπανανόφλουδα ένας καλοντυμένος αστός με μουστάκι και γραβάτα από το να την πατήσει ένα αγοράκι με κοντό παντελόνι και τιράντες. Ακριβώς λόγω αυτού του ασύμβατου. Ο κύριος με το μουστάκι έχει συγκεκριμένο συμβολικό βάρος με ταξικά προφανώς χαρακτηριστικά. Πράγμα που δεν ισχύει με το αγοράκι.

Το χιούμορ συνδέεται επίσης με το ασύμβατο. Το πρώτο μέρος ενός χιουμοριστικού κειμένου δημιουργεί στο μυαλό του μια κατάσταση, ένα γνωστικό σχήμα (istotopy). Η ερμηνεία αυτή παραμένει ενεργοποιημένη μέχρι που συναντά την τελική χιουμοριστική ατάκα (punch line) η οποία λειτουργεί ως σημασιολογικό εμπόδιο στην μέχρι τώρα ερμηνεία. Αυτό δημιουργεί το γέλιο με μια φαντάζομαι ανακούφιση του εγκεφάλου που βρίσκει στο χιούμορ τον λόγο της ασυμβατότητας.

Οι άνθρωποι βέβαια, παρά τα καθολικά αυτά σχήματα, δεν γελάμε με τα ίδια πράγματα. Αυτό είναι το πολιτισμικό κομμάτι του χιούμορ. Κάθε άνθρωπος βρίσκει κάτι διαφορετικό αστείο, ανάλογα με ηλικία, τάξη, φύλο, πολιτική κατεύθυνση. Ο τρόπος που αστειευόμαστε είναι ένα πολύ ισχυρό ταυτοτικό χαρακτηριστικό. Σε ένα αστείο που κάνουμε ή σε ένα αστείο που απολαμβάνουμε, βλέπουμε τον εαυτό μας, πολλές φορές επιτελούμε την ταυτότητα μας. Γελάμε περήφανα ή γελάμε κρυφά αν αυτό που μας έκανε να γελάσουμε είναι διαφορετικό από αυτό που προβάλλουμε ως ταυτότητά μας προς τα έξω.

Γενικά, το ενήλικο animation δεν είναι προφανώς κάτι καινούργιό. Οι Simpsons καταπίνουν δεκαετίες, το South Park γέννησε ένα ολόκληρο είδος χιούμορ, το Family Guy και το American Dad πιάστηκαν και από τα δύο αυτά και έχτισαν τις κωμωδίες του Seth MacFarlane. Ακόμα και ο Μπομπ Σφουγγαράκης, ένα brand που φτιάχτηκε θεωρητικά για να είναι για μικρά παιδιά, έχει ένα τεράστιο πλέγμα ‘ενήλικων αστείων’ και στη βάση του κατά τη γνώμη του είναι το να κατουρήσει ό,τι κακό υπάρχει στο να είναι κανείς ενήλικος.

Και όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τι είναι ενήλικο animation, εμφανίστηκε ο Bojack Horseman, με τις πρώτες δύο σεζόν να ακολουθεί την κλασική χιουμοριστική συνταγή για να μετασχηματιστεί μετά από τότε σε αυτό που είναι σήμερα: ο βασικός δηλαδή φορέας του ποπ νιχιλισμού με πρωταγωνιστή έναν τύπο που σίγουρα δεν είναι ήρωας, αλλά δεν ξέρω ακριβώς αν είναι και αντι-ήρωας.

Πρωταγωνιστής σε sitcom της δεκαετίας του 1990, ο Bojack είναι ένα ανθρωπόμορφο άλογο, που λειτουργεί σαν ένας μεσήλικας που δεν έχει καταφέρει να βρει πουθενά αυτό που θα τον γεμίσει, που νιώθει ότι τα καλύτερα στη ζωή του έχουν περάσει και που ζει παραδομένος σε μια άνετη, χλιδάτη ζωή προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που τον κάνει δυστυχισμένο. Γίνεται δηλαδή μια animated εκδοχή των πρωταγωνιστών της χρυσής εποχής της τηλεόρασης. Ο Τόνι Σοπράνο, ο Ντον Ντρέιπερ είναι και αυτοί χαρακτήρες που έχουν φτάσει στην κορυφή αυτού με το οποίο ασχολούνται, αλλά αδυνατούν να βρουν νόημα σε αυτό.

Υπάρχει ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στο Bojack. Έφτασε το peak του τη δεκαετία του 1990 όντας πρωταγωνιστής σε μια κωμωδία καταστάσεων, ένα είδος κωμωδίας δηλαδή που δεν ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει για τίποτα. Όχι, γιατί ήταν κακοί οι υποτιθέμενοι δημιουργοί της, αλλά επειδή ήταν σε μια εποχή που δεν ένιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν. Πάρτε για παράδειγμα ένα αληθινό έργο της δεκαετίας, τα Φιλαράκια. Ό,τι είναι για μας ο Bojack, ήταν για τα ‘90ς τα Φιλαράκια. Το πιο ενδεικτικό της εποχής του τηλεοπτικό προϊόν. Μια παρέα 6 ανθρώπων που ουσιαστικά δεν είχαν πραγματικά προβλήματα. Ζούσαν στην παγκόσμια μητρόπολη χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες για το μέλλον, την κατάσταση στον κόσμο, την προσωπική επαγγελματική τους σταδιοδρομία, την άνοδο της ακροδεξιάς. Οι φιλελεύθερες ουτοπίες για παγκόσμια ειρήνη, ευημερία και τέλη της ιστορίας ήταν ακόμα κυρίαρχες μετά την πτώση του Τείχους και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή ήταν και η εποχή που ο Bojack έβρισκε ένα νόημα σε όλα, ή καλύτερα, ήταν η εποχή που δεν πίεζε τον Μπότζακ να βρει ένα νόημα.

Μετά όμως ήρθε η συντριβή όλων αυτών των οραμάτων σταδιακά και σιγά-σιγά. Η κυρίαρχη προβολή του μέλλοντος της ανθρωπότητας σταμάτησε να είναι γραμμική, πορεία προς κάτι καλύτερο. Τα πάντα σταμάτησαν να έχουν νόημα και ταυτόχρονα άρχισαν να περιπλέκονται. Η ψυχοσύνθεση του Μπότζακ είναι η ψυχοσύνθεση της εποχής του.

Οι σελίδες τύπου Nihilist Memes με αστεία για το πόσο δυστυχισμένοι είναι οι μεσοαστοί μιλένιαλς καταλαμβάνουν μεγάλο κομμάτι των αρχικών μας σελίδων στο fb. Η πιο συχνή παραδοχή στα στέκια που μαζεύονται είναι το πόσο σκατά τα έχουν κάνει όλοι, μαζί με μια παράλληλη προσπάθεια να νιώσουν γεμάτοι με κάτι. Ο Μπότζακ, λοιπόν, έρχεται να μιλήσει με τη γλώσσα τους, με το λεξιλόγιό τους, με το χιούμορ και με τον κυνισμό τους και, μην το κρύψουμε και αυτό, έχει στη βάση του τη στροφή στο ατομικό.

Γιατί ο νιχιλισμός στην ποπ κουλτούρα δεν ξεπηδάει από το μηδέν το 2014. Το Fight Club είναι ένα κατεξοχήν δείγμα νιχιλισμού, ενός όμως διαφορετικού νιχιλισμού, ενός νιχιλισμού οργισμένου, η οργή του οποίου το κάνει στη βάση του αντικαπιταλιστικό ή καλύτερα αντισυστημικό. Ο Bojack και η γενιά του φεύγουν δεν είναι κινηματικός, δεν βρίσκει τον εχθρό του στον καπιταλισμό, κοιτάει μέσα και όχι τόσο γύρω του. Δεν έχει την οργή του κυνικού Tyler, όσο την απογοήτευση του ηττημένου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Bojack είναι σαν τον Tyler Durden, αν αυτός είχε ηττηθεί.

O νιχιλισμός αυτός είναι λίγο παράταιρος με αυτό το mood της διαφήμισης, με τον χαρούμενο καταναλωτή που βλέπαμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε ακόμα και σήμερα πορευόμενοι μέσα στον 21οαιώνα. Και όσο και αν η σειρά προσπαθεί να δείξει πόσο ακατανόητη, υποκριτική και άθλια είναι η λειτουργία του θεάματος στις ΗΠΑ, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε ότι η στροφή στον εαυτό, λογικά αλλά όχι απαραίτητα, μπορεί να αποβεί κακή για συλλογικές διεκδικήσεις. Δεν ξέρω αν υπάρχει πολιτικός Μπότζακ ή αν ο Μπότζακ είναι μόνο πολιτικός. Δεν ξέρω καν αν έχει νόημα αυτή η διάκριση.Το σίγουρο είναι όμως ότι ο νιχιλισμός του διαφέρει πολύ από τον μηδενισμό του Fight Club.

Σε κάθε περίπτωση το Bojack Horseman, μαζί με το Rick and Morty και το αναδυόμενο και επίσης σπουδαίο Big Mouth δείχνουν ότι η νέα εποχή της τηλεόρασης έχει στηρίξει πολλά πάνω στο animation που σιγά σιγά αφήνει το επιφανειακό εφηβικού τύπου edgy χιούμορ και αρχίζει να εκλεπτύνεται και να μιλάει περισσότερο από ό,τι να προκαλεί. Ο Μπότζακ με τον νιχιλισμό του, ο Μόρτι που χώνεται με τον παππού του σε όλο πιο ακραίες ιστορίες ταξιδεύοντας σε κόσμους και φεύγοντας από το βαρετό σπίτι των γονίων με έναν Ρικ που κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί όπως το ίντερνετ, το Βig Μouth που κοιτάει από την αρχή και όσο πιο ισότιμα ανάμεσα στα δύο φύλα την σεξουαλικότητας, στην ηλικία που αυτή διαμορφώνεται.

Στο καλύτερο επεισόδιο του Bojack, το Fish Out of Water, ο πρωταγωνιστής  έχει επισκεφτεί τον βυθό και αποκομμένος από κάθε επικοινωνία με τους γύρω του, ακριβώς γιατί η φωνή του δεν μπορεί να ακουστεί στον βυθό, προσπαθεί να ζητήσει συγχώρεση από μια παλιά γνωστή του που είχε πληγώσει. Στο γράμμα που προσπαθεί να της γράψει πριν διαλυθεί στο νερό γράφει «σε αυτόν τον τρομακτικό κόσμο, το μόνο πράγμα που έχουμε είναι οι δεσμοί που κάνουμε». Η γενιά μας έμελλε να βρει σε ένα ανθρωπόμορφο άλογο με κατάθλιψη τη φωνή της και να φτιάξει μαζί του ένα δεσμό βασισμένο στην αλληλοκατανόηση. Και εδώ που τα λέμε συνήθως οι δεσμοί που βασίζονται σε αυτήν είναι συνήθως και οι πιο ισχυροί.

Γενικά μπορούμε να πούμε πως το χιούμορ στηρίζεται στην ασυμβατότητα, στην αναντιστοιχία μεταξύ του τι περιμένουμε να συμβεί και του τι συμβαίνει τελικά, του πως περιμένουμε να είναι τα πράγματα και του πως είναι. Η απόκλιση από τη νόρμα, από αυτό που θεωρείται κανονικό και αναμενόμενο. Kαι επεκτείνοντας αυτόν τον ορισμό να πούμε πως ένα ανθρωπόμορφο άλογο με κατάθλιψη είναι από μόνο του μια αναντιστοιχία.