To περπάτημα του ήταν ακόμα πιο στραβοκάνικο τις νύχτες του καλοκαιριού. Μπορεί να ήτανε η ζέστη και το κρασί. Χιλιάδες γρύλλοι τον είχαν περικυκλώσει και συνόδευαν τον ήχο των παπουτσιών του…

Late Night Zone 3

To περπάτημα του ήταν ακόμα πιο στραβοκάνικο τις νύχτες του καλοκαιριού. Μπορεί να ήτανε η ζέστη και το κρασί. Χιλιάδες γρύλλοι τον είχαν περικυκλώσει και συνόδευαν τον ήχο των παπουτσιών του που σέρνονταν στον χωματόδρομο.

«Σκάστε πια! Σκάστε πια διαβολοπλάσματα!»

Και του φάνηκε πως για λίγο σταμάτησαν. Και χάρηκε. Χαρά μισότρελου, ευωδιαστή με μυρωδιά ρεψίματος και φτηνού κρασιού.

«Θα γυρίσω… Παναγιά μου… θα γυρίσω και δεν… δεν θα… θα γυρίσω να τους την… θα την πάρω την εκδίκηση μου πάντως».

Τα ντουβάρια που τα έλεγε σπίτι ήταν πολύ μακριά, σε ένα παλιό λιοτρίβι. Έκανε μισή ώρα να πάει, μισή για να γυρίσει από τον καφενέ που μπεκρόπινε κάθε μέρα. Κουραστική διαδρομή. Άσε που τον τρόμαζε και το σκοτάδι. Τι να κάνει όμως; Οι κουβέντες με τους αγίους είναι καλές αλλά, ρε αδερφέ, καμιά φορά γίνονται πολύ κουραστικές. Εκείνος δεν ήταν ψιλομύτης. Έπιανε παρέες και με κατώτερα πλάσματα.

qKI53ob

«Αυτή την φορά τα περάσανε… τα περάσανε τα όρια. Δεν θα με ξαναδούν μώρε… δεν… δεν θα ξαναπατήσω εγώ ‘κει πέρα. Θέ μου σχώρα τους… δεν ξέρουν τι λένε!»

Προηγουμένως τους είχε εκμυστηρευτεί που είναι άγιος και που το λιοτρίβι του είναι ο οίκος του Θεού. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το ‘λέγε. Για την ακρίβεια το έλεγε συνέχεια, μπας και τον πιστέψουν, μπας και βρει επιχειρήματα να τους σώσει όταν έρθει η Δευτέρα Παρουσία. Ήταν άξεστοι και αμαρτωλοί αλλά δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Τους άξιζε να την σκαπουλάρουνε από τα καυτά καζάνια.

«Τα ύστερα του κόσμου… θα καταλάβουνε… ναι… θα το καταλάβουνε το λάθος τους αλλά τότεεε… τότε θα είναι αργά»

Ο Βάγγος ήταν αναψοκοκκινισμένος. Η γυναίκα του ήταν πολύ άρρωστη. Κάπου έπρεπε να ρίξει το φταίξιμο. Στο πρώτο ποτήρι κρασί τα έβαλε με τον γιατρό, στο δεύτερο με το κράτος, στο τρίτο με την τύχη του και από το τέταρτο άρχισε να τα βάζει με τα Θεία. Κανονικά από το έκτο ποτήρι και μετά θα τα έβαζε με την αρρώστια αλλά τώρα είχε γίνει το λάθος. Ο άγιος του απάντησε στις βλασφημίες και δεν είναι να απαντάς σε αυτούς τους τύπους όταν βρίζουνε. Ειδικά αν είσαι τρελός.

«Και εγώ ήρεμος ήμουνα… ήρεμος όπως πάντα… αλλά αυτή τη φορά όχι… όχι… τα ξεπέρασε τα όρια»

Όταν τον άκουσε ο Βάγγος να φέρνει αντίρρηση, γύρισε προς το πίσω τραπέζι και τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα με ένα ύφος πολύ περίεργο. Πεταμένα τα μάτια έξω, κόκκινος σαν παντζάρι, στόμα οπλισμένο και έτοιμο να αρχίσει τις ριπές. Τον πρόδιδαν όμως τα φρύδια του. Τα φρύδια του ήταν στη θέση τους. Ο Βάγγος δεν ήταν τόσο θυμωμένος όσο ήθελε να δείξει. Για την ακρίβεια ανακουφίστηκε που κάποιος του διατάραξε την γνώριμη σειρά αυτών που έβριζε σε κάθε κακοτυχία του. Είχε κουραστεί το ίδιο ανέκδοτο κάθε τρεις και λίγο. Και τότε άρχισαν οι σφαίρες.

Ένα τεράστιο υβρεολόγιο που ξεκίναγε από τον τελευταίο άγγελο του Παραδείσου και έφτανε μέχρι τον ίδιο τον Θεό. Το βλέμμα του άγιου επικεντρωνόταν μια στο στόμα που εκσφενδόνιζε τις βλασφημίες (μαζί με σάλια) μια στο υγρό από ιδρώτα μαλλί του που πηγαινόφερνε μαστιγώνοντας τον χοντρό του σβέρκο.

Ίσως ήταν και η αρρωστημένη λευκή λάμπα του καφενείου. Ναι αυτό ήταν. Μέσα σε αυτή τη θάλασσα λευκού φωτός ο Βάγγος ένιωθε ότι ήταν στον Παράδεισο. Ένιωσε ότι τον άκουγε ο ίδιος ο Θεός.

Όταν σταμάτησε ο Βάγγος, ο άγιος τον κοίταξε με ένα βλέμμα που προσπάθησε να το κάνει να μοιάζει με γαλήνιο. Δεν τα κατάφερε. Το αίμα άρχισε να πάλλεται μέσα στο μάτι του τόσο δυνατά που δεν μπορούσε να κρύψει την πίεση του. Επεξεργαζόταν όσα μόλις άκουσε. Μετά γύρισε το μάγουλο. Κανείς δεν κατάλαβε τον συμβολισμό αυτής της κίνησης. Όλοι συνέχιζαν να κοιτάνε τον Βάγγο. Δύσκολο να είσαι εμπορικός ως άγιος τη σήμερον ημέρα.

it4YfKp

Μετά σηκώθηκε και είπε με μια φωνή σχεδόν τσιριχτή «Δεν θα με ξαναδείτε ποτέ σας εδώ. Δεν σώνεστε εσείς όσο κι αν προσπαθώ». Και ξεκίνησε να φύγει.

«Από εδώ και πέρα θα συζητώ μόνο με πνευματικά όντα… τέρμα.. τέρμα οι παρέες με τους… αχ Θε μου σχώρα τους»

Την ώρα που έφευγε, μια φωνή ακούστηκε από το εσωτερικό του καφενείου μέσα στην ησυχία των αυγών που τσίριζαν όταν έμπαιναν στο τηγάνι. «Ωι αδερφάκι μου. Δεν είσαι μωρέ άγιος… ένας μουρλός είσαι και… όοοσο πιο γρήγορα… και … το καταλάβεις τόσο το καλύτερο για σένα». Ο άγιος δεν γύρισε καν το βλέμμα του προς τα πίσω.

Άλλο να είσαι μωρός στα μάτια των θεών και άλλο να είσαι μωρός στα μάτια των ανθρώπων.

Τώρα περπάταγε μέσα στο σκοτάδι του ξερότοπου. Το σκοτάδι σε ξερότοπο είναι δύο φορές σκοτάδι. Σκεφτόταν όσα έγιναν. Τα νεύρα του είχαν γίνει πια απογοήτευση και στεναχώρια. Πού πηγαίνει τέλος πάντων αυτός ο κόσμος;

Όταν ξέφυγε για λίγο από τις σκέψεις του, επέστρεψε στα τωρινά. Οι γρύλλοι συνέχιζαν ακόμα να ξεφωνίζουν μέσα στο αυτί του. Και εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι πρωτόγνωρο. Το ένιωσε για πρώτη φορά μετά από χρόνια ολόκληρα που είχε εγκατασταθεί στο λιοτρίβι. Ήταν μια στιγμή λίγων δευτερολέπτων που αναρωτήθηκε μέσα του: «Μήπως έχουν δίκιο; Μήπως δεν είμαι άγιος και είμαι απλά ο μουρλός του χωριού».

Η στιγμή πέρασε. Αυτή η θεωρία που μόλις είχε κατασκευάσει με το μυαλό του δεν έστεκε. Άμα ήτανε μουρλός, τότε πως μπορούσε και μίλαγε με τον Αη-Γιώργη σήμερα το μεσημέρι; Οι απλοί οι άνθρωποι δεν μπορούνε να μιλάνε με αγίους, σωστά; Και πρέπει να παραδεχτούμε, όποια γνώμη και αν σχηματίσαμε γι’αυτόν, ότι η σκέψη του είχε μια λογική. Πράγματι, οι άγιοι μιλάνε μόνο με τους αγίους. Είναι λίγο δύσκολοι στις παρέες τους.

Στο μεταξύ οι γρύλοι συνέχιζαν ακάθεκτοι. Μπήκανε μάλιστα και τριζόνια στον χορό. Είχανε γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια τις διαταγές του.

Ο άγιος τώρα, έχοντας περάσει τη μια στιγμή της αμφιβολίας του, βάλθηκε να τα ρίξει και πάλι στον κόσμο και στον άσχημο καιρό που του έτυχε να υπηρετήσει τα Θεία.

«Τι καιροί κι αυτοί που ζούμε. Ακόμα και οι γρύλλοι αρχίσανε τις βλαστήμιες».