“Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ, είμαι πολίτης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο».     Η συγκλονιστική ταινία του Ken Loach Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ θέτει το μαχαίρι στο κόκκαλο σχετικά με την…

Ο Ντάνιελ Μπλέικ ως (μη) πολίτης

“Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ, είμαι πολίτης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο».

 

 

Η συγκλονιστική ταινία του Ken Loach Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ θέτει το μαχαίρι στο κόκκαλο σχετικά με την κρυφή παραδοχή για το ποιος και ποια δικαιούται πολιτικών δικαιωμάτων. Επαναφέρει το ζήτημα για την πρόσληψη των αστέγων και των απόρων ανθρώπων ως μη πολιτών. Μια ιδέα που σχεδόν υιοθετείται και από τους ίδιους τους καταπιεσμένους –παρόλη την πεισμώδη άρνηση του πρωταγωνιστή μας.

Η εξορία του Ντάνιελ σε μια άλλη επικράτεια της ανθρώπινης ύπαρξης σηματοδοτείται με την παραπομπή του στις «κοινωνικές» υπηρεσίες του βρετανικού κράτους. Εκεί, η τοπική γραφειοκρατία θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ταπεινώσει, να κατηγορήσει, να απειλήσει και τελικά να πειθαρχήσει τον πρωταγωνιστή, ο οποίος στα μάτια της παραμένει μια ακόμα στερεοτυπική περίπτωση ενός νωθρού εξηντάρη, ανειδίκευτου και απρονόητου.

Τα σοβαρά ιατρικά προβλήματα του ήρωα, τα οποία εκ των πραγμάτων του απαγορεύουν να συνεχίσει την εργασία του ως ξυλουργός, εξετάζονται με καχυποψία και τελικά απορρίπτονται ως μη αποδεκτά. Η ένσταση αργεί να εκδικαστεί και προκειμένου να συνεχίσει να λαμβάνει το επίδομα της ανεργίας ο Μπλέικ θα αναγκαστεί να γυρνά με ένα τετραδιάκι και ένα χειρόγραφο βιογραφικό «αποδεικνύοντας» την ενεργή προσπάθειά του να βρει εργασία (και να φτάσει έτσι πιο κοντά στον θάνατο).

 

 

Ας σταθούμε λίγο σε αυτή την περιφορά του στην πόλη με τα «νομιμοποιητικά» του έγγραφα. Είναι μια μεταφορά της «πράσινης κάρτας» του μεταναστευτικού πληθυσμού. Είναι ένα προσωρινό εισιτήριο φιλοξενίας. Ο ήρωας, όσο ακόμα κρατά και περιφέρει τα χαρτιά αυτά, μπορεί να συνδιαλλέγεται με τις υπηρεσίες. Η εναλλακτική είναι ποινές και αποστέρηση του επιδόματος (και μοναδικού πόρου ζωής για αυτόν).

Έτσι, η αντίστοιχη κάρτα του ΟΑΕΔ, το μηδενικό καθαριστικό και το CV γίνονται οι πράσινες κάρτες μιας ολόκληρης στρατιάς ανθρώπων που προσέρχονται με σκυφτό το κεφάλι μπροστά στην αυθεντία της γραφειοκρατίας. Αυτή η ταπεινωτική διαδικασία οδήγησε την αδελφή μου να παραδεχτεί κάποτε σε μένα: «νιώθω σαν πρόσφυγας, που καθημερινά αιτείται για άσυλο, και πρέπει να προσκομίζει τα έγγραφά του. Κυκλοφορώ πάντα μόνιμα με ένα ντοσιέ με όλα αυτά τα χαρτιά.»

Η δήλωση αυτή δεν είναι τόσο μια έκφραση ανταγωνισμού ανάμεσα στους ευάλωτους αυτής της κοινωνίας, αλλά μια έκφραση συναίσθησης του τι σημαίνει να αποδεικνύεις το αυταπόδεικτο.

Συγκλονιστική και η σκηνή όπου η φίλη του Μπλέικ, Κέιτ, μητέρα δυο παιδιών, που μεγαλώνει μόνη της, υποσιτισμένη, φτάνει σε μια «τράπεζα τροφίμων» και μη μπορώντας να αντισταθεί ανοίγει μια κονσέρβα και τρώει κρυφά. Όταν την αντιλαμβάνονται οι εθελοντές της δομής αυτής, προσπαθούν να την καθησυχάσουν μια και εκείνη έχει λυθεί ήδη σε κλάματα – βουτηγμένη στην ντροπή. Μια άριστη σκηνοθεσία της αναξιοπρέπειας στην οποία καταδικάζονται άπειρα άτομα, ακόμα και στην «αναπτυγμένη» Δύση, που λειτουργεί φαντασιακά ως τόπος εξέλιξης και κοινωνικής κινητικότητας.

Μια ταινία που σε βγάζει από τη ζώνη ασφαλείας σου χωρίς να πέφτει σε μελοδραματισμούς.