Είχα πάει πολλές φορές στο σπίτι του Ραφαήλ μα δεν είχα μιλήσει ποτέ με τους δικούς του. Είχα πει μόνο ένα «γεια» και δεν ήξεραν αν θυμούνταν το όνομά μου….

No, Honey 5: Καμία εκτίμηση

Είχα πάει πολλές φορές στο σπίτι του Ραφαήλ μα δεν είχα μιλήσει ποτέ με τους δικούς του. Είχα πει μόνο ένα «γεια» και δεν ήξεραν αν θυμούνταν το όνομά μου. Είχα ακούσει ιστορίες γι’ αυτούς μα ποτέ δε μπορούσα να τις κάνω εικόνα.Όλα αυτά μέχρι που ξημέρωσαν τα γενέθλια του. Στο τηλεφώνημα για το «χρόνια πολλά» μου είπε πως θα οργάνωναν ένα δείπνο για να τα γιορτάσουν.

«Προλαβαίνω ν’ αγοράσω ταγέρ;» τον πείραξα.

Βρήκα το καλό κόκκινο μου φουστάνι και τα μαύρα τακούνια. Έβαλα το δώρο του στην τσάντα μου. Του έγραψα μια αφιέρωση σε post it. «Αξίζω την αγάπη σου. Σ’ ευχαριστώ για όλα» του είχα γράψει. Βάφτηκα. Τσέκαρα αν όλα ήταν στην τσάντα μου. Ήμουν μια κυριλέ ερωτευμένη.

Χαμογέλασα αμήχανα όταν συναντήθηκα με τους δικούς του. Τους είχα γνωρίσει για πρώτη φορά μέσα σε μια πολύ αμήχανη κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, μας είχαν διακόψει από το σεξ. Ο Ραφαήλ είχε αντιληφθεί τότε την παρουσία τους. Ντυθήκαμε βιαστικά. Εκείνος τους υποδέχθηκε κι ανέλαβε να με συστήσει. Είχα ντραπεί πολύ εκείνη την ημέρα – όχι γιατί έκανα σεξ πριν τους δω, αλλά γιατί δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο εκείνη τη στιγμή.

Συστήθηκα και με την αδελφή του. Την έλεγαν Κλειώ, ήταν δυο χρόνια μικρότερή του και φαινόταν πολύ ήρεμος άνθρωπος. Είχε σχεδόν αγγελικό πρόσωπο. Αν ποτέ γινόταν φόνος, εκείνη θα ήταν το τελευταίο άτομο που θα υποπτευόμουν.

«Είσαι πολύ όμορφη» με κοπλιμένταρε το κορίτσι.

«Σ’ ευχαριστώ» έκανα χαμογελώντας.

Οι γονείς του με ρώτησαν τι κάνω γενικά στη ζωή μου, τι σπουδάζω, αν δουλεύω, τι σκοπεύω να κάνω μετά τη σχολή. Μου μίλησαν για τα κατορθώματά του γιού τους – το ότι είχε περάσει πρώτος πανελλαδικά στη σχολή του, για την υποτροφία που είχε πάρει, ακόμα και για τις άριστες εκθέσεις που έγραφε όταν ήταν μικρός. Η Κλειώ δεν υπήρχε πουθενά στη συζήτηση. Μονοπωλούσε ο Ραφαήλ με τα κατορθώματά του.

«Δείχνεις καλό κορίτσι» έκανε ο πατέρας του.

«Σε αντίθεση με την καριόλα την πρώην μου» πρόσθεσε αυτός.

Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ στριφογύριζε στον τάφο της.

«Ο Ραφαήλ δε στάθηκε ποτέ τυχερός στις σχέσεις του» προσπάθησε να τον δικαιολογήσει η μητέρα του.

«Εσύ, όμως, δεν είσαι σαν τις άλλες γυναίκες» μου είπε εκείνος.

Αυτά τα έλεγε ένα άτομο που ξεστόμιζε κάθε τρεις και λίγο αντισεξιστικά συνθήματα στις συνελεύσεις. Όταν, όμως, αναφερόταν σε κάποια πρώην του, ήταν αυτός ο άτυχος, το θύμα τους. Η μία τον είχε παρατήσει, η άλλη τον ζήλευε, κάποια δεν τον σεβόταν. Έλεγε πως αγαπούσε τις γυναίκες, συμμετείχε στις φεμινιστικές πορείες, διάβαζε αντίστοιχα άρθρα. Μα όταν οι γυναίκες αυτές ήταν οι πρώην του, ξαφνικά τις μισούσε. Κι ήμουν σίγουρη ότι είχε πει σε όλες αυτές ότι δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες. Κι ήξερα πως θα είμαι κι εγώ στη λίστα των κακών πρώην – κάτσε, σίγουρα θα είμαι;

Είχε, όμως, τη δημόσια εικόνα που έκρυβε όλες αυτές τις τάσεις του. Και την κοινωνική του τάξη. Όλα τα μπουρζουά άτομα που είχα γνωρίσει στη ζωή μου ήταν λίγο ως πολύ βολεμένα. Είχαν την προσοχή και τα χρήματα των δικών τους. Αν έκαναν κάτι κακό, θα ήταν το πάτημα ότι ανήκουν σε μια σεβαστή κοινωνική τάξη. Αντίθετα, αν εγώ – ή οποιοσδήποτε της εργατικής τάξης – έκανα κάτι κακό, θα το απέδιδαν στην τάξη μου. Δεν υπήρχαν από πίσω χρήματα ή γνωριμίες ή έστω μια καλή δημόσια εικόνα.

Παρόλα αυτά, του έδωσα αργότερα το δώρο του. Του άρεσε. Με φίλησε. Ήμουν χαρούμενη που του άρεσε. Χαρούμενη για τις στιγμές που του άρεσα, που ήταν ήρεμος μαζί μου και δε μαλώναμε ή δε χρειάστηκε να ξεκινήσω εγώ κάποια σύγκρουση. Μα αυτή η στιγμή δε θα διαρκούσε για πάντα – ήδη έπαιζαν σε flashback όλοι οι καυγάδες μας. Ήταν πολλοί. Ήταν περισσότεροι απ’όσο θυμόμουν. Και τις περισσότερες φορές εκείνος είχε άδικο. Μου θύμιζε με κάθε τρόπο πως δεν αξίζω.

Έχει τα γενέθλια του σήμερα, με ειδοποιούσε μια φωνή. Μην του ραγίσεις την καρδιά σήμερα.

Δεν το έκανα. Μερικά ποτά αργότερα, το είχα ξεχάσει. Ήμουν η αγαπημένη του στο μπαρ. Η κοπέλα που λάτρευε να συστήνει στους άλλους. Θα το απολάμβανα γιατί θα διαρκούσε για λίγες ώρες. Μετά η σχέση μας δε θα υπήρχε. Θα γινόταν κολοκύθα και θα επιστρέφαμε στις ζωές μας – αλήθεια, πώς ήταν η ζωή πριν από αυτόν; Κατέβασα άλλο ένα ποτήρι κρασί.

Ναι, τελικά δεν του ράγισα την καρδιά εκείνο το βράδυ.

“The more you give the more you have to lose”