Φέτος είναι η χρονιά που ένας ιδιαίτερος κλάδος των οικονομικών τιμάται με το ομώνυμο βραβείο Νόμπελ και ακούει στο ξενόφερτο όνομα: behavioral economics (συμπεριφορική οικονομία, ελληνιστί)[1]. Η ανάδειξη αυτού του…

Ποια η συμβολή της συμπεριφορικής οικονομίας στην ανάγνωση της σύγχρονης πραγματικότητας;

Φέτος είναι η χρονιά που ένας ιδιαίτερος κλάδος των οικονομικών τιμάται με το ομώνυμο βραβείο Νόμπελ και ακούει στο ξενόφερτο όνομα: behavioral economics (συμπεριφορική οικονομία, ελληνιστί)[1]. Η ανάδειξη αυτού του κλάδου μέσα από τη φετινή του βράβευση είναι, κατ’ εμέ, ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας και χρησιμότητας μέσα στην «οικονομίζουσα» αλήθεια που μας κατακλύζει καθημερινά όλο και περισσότερο, για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, διότι τα συμπεράσματα αυτού του νέου τομέα των οικονομικών απομυθοποιούν την (δήθεν) αποτελεσματικότητα των αρχών της ελεύθερης οικονομίας όταν αυτές καλούνται να εφαρμοστούν σε καταστάσεις και περιπτώσεις εκτός της οικονομικής σφαίρας και, δεύτερον και πιο σημαντικά, γιατί μας αποκαλύπτουν και «προειδοποιούν» για τις διαβρωτικές επιδράσεις που φέρει η λογική της αγοράς πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

Τα τελευταία περίπου 40 χρόνια γινόμαστε όλοι μας μάρτυρες, χωρίς να το γνωρίζουμε, μιας σιωπηλής μεταβολής μέσα στην κοινωνία, κατά την οποία οι αρχές της ελεύθερης αγοράς, οι οποίες μέχρι πρότινος στόχο είχαν να υπηρετούν το στενό πυρήνα της οικονομικής σφαίρας και την επίλυση οικονομικής φύσης προβλημάτων, τείνουν όλο και περισσότερο να δραπετεύουν από αυτά τα στενά όρια για να επεκταθούν και να εφαρμοσθούν σε ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Καταστάσεις και κοινωνικές πρακτικές που για αιώνες παρέμεναν ανέγγιχτες από την επιρροή του χρήματος, πλέον υπόκεινται όλο και συχνότερα στις αρχές των αγορών. Η θεωρητική βάση αυτού του φαινομένου στηρίζεται στην υπόθεση/τεκμήριο της οικονομικής επιστήμης πως οι αγορές είναι από μόνες τους ουδέτερες, αδρανείς, χωρίς θετικό ή αρνητικό πρόσημο, και επομένως αυτό τους το χαρακτηριστικό τις καθιστά αντικειμενικές και, κατ’ επέκταση, αποτελεσματικές σαν εργαλείο επίλυσης οποιουδήποτε προβλήματος. Πράγματι, εάν το αντικείμενο μιας συναλλαγής είναι ένα άψυχο σώμα, όπως μια BMW, πιθανότατα το θεμέλιο της οικονομικής θεωρίας να ισχύει: Εάν θελήσω να αγοράσω ένα αυτοκίνητο από ένα κατάστημα, η φύση του αυτοκινήτου θα παραμείνει ίδια μετά το πέρας της συναλλαγής, με τη διαφορά ότι αυτό θα αλλάξει απλά χέρια. Το ίδιο δεν συμβαίνει, όμως, όταν αντικείμενο τέτοιων συναλλαγών έρχονται να αποτελέσουν κοινωνικές πρακτικές και νόρμες, απλούστατα γιατί αυτές υπακούουν εκ φύσεως σε κανόνες ξένους από αυτούς των «ψυχρών» οικονομικών. Και σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο κλάδος της συμπεριφορικής οικονομίας, ο οποίος, επιφορτισμένος άθελά του με ένα υπέρογκο βάρος και ηθική ευθύνη, κατά τη γνώμη μου, προσπαθεί να κλονίσει την κρατούσα πίστη των σύγχρονων οικονομολόγων και τεχνοκρατών[2] στο αλάθητο των νόμων της ελεύθερης αγοράς.

Δύο χαρακτηριστικές και πολύ ενδιαφέρουσες έρευνες που έχουν σημειωθεί πάνω σε αυτό τον προβληματισμό είναι αυτές της Ελβετίας και του Ισραήλ:

Στην πρώτη περίπτωση, η έρευνα είχε να κάνει σχετικά με το χρόνιο πρόβλημα της Ελβετίας να βρει χώρο να τοποθετήσει τα πυρηνικά της απόβλητα. Λίγο καιρό πριν διεξαχθεί το αντίστοιχο δημοψήφισμα, μία ομάδα οικονομολόγων επισκέφθηκε ένα ορεινό χωριό της Ελβετίας (το οποίο είχε επιλεγεί ως μία από τις υποψήφιες περιοχές για την τοποθέτηση των αποβλήτων) και ρώτησε τους κατοίκους εάν θα δέχονταν να τοποθετηθούν τα πυρηνικά απόβλητα στην περιοχή τους, σε περίπτωση που το Ελβετικό κοινοβούλιο αποφάσιζε κατά αυτό τον τρόπο. Παρά το αρνητικό κλίμα λόγω του κινδύνου που συνεπαγόταν η αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων στο έδαφός τους, μία μικρή πλειοψηφία των κατοίκων απάντησε θετικά (51%). Οι κάτοικοι εξήγησαν πως, παρά τους πιθανούς κινδύνους, μία τέτοια κίνηση ανήκει στις υποχρεώσεις τους και αποτελεί καθήκον τους ως Ελβετοί πολίτες. Στη συνέχεια, οι οικονομολόγοι συνόδεψαν το ίδιο ακριβώς ερώτημα με ένα δέλεαρ για τους κατοίκους του χωριού: τη χορήγηση ενός ικανοποιητικού χρηματικού ποσού ως αποζημίωση για τον κάθε κάτοικο ατομικά. Προς έκπληξη των ερευνητών, το ποσοστό των κατοίκων που δέχθηκε την πρόταση, αντί να αυξηθεί όπως περίμεναν, έπεσε από 51% στο 25%. Όταν ρώτησαν τους κατοίκους για ποιο λόγο άλλαξαν τη γνώμη τους, η απάντηση τους ήταν πως «δεν δέχονταν να δωροδοκηθούν»[3].

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την περίπτωση ενός παιδικού σταθμού στο Ισραήλ. Οι δάσκαλοι σε αυτό τον σταθμό αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα με την καθυστερημένη άφιξη των γονέων για την παραλαβή των παιδιών τους, καθώς υποχρεούνταν αρκετές φορές να μείνουν παραπάνω ώρα στο σταθμό μέχρι να περάσει τελικά ο γονιός. Ο σταθμός αποφάσισε να λύσει αυτό το πρόβλημα σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας: όποιος γονιός έφτανε αργοπορημένα, θα πλήρωνε ένα είδος χρηματικού προστίμου. Αυτό το μέτρο κρίθηκε κατάλληλο, καθώς θεωρήθηκε πως θα αποθάρρυνε το γονιό να καθυστερεί στο μέλλον. Τα αποτελέσματα αυτής της κίνησης δεν ήταν όμως τα αναμενόμενα. Ο αριθμός των γονιών που έφτανε αργοπορημένος στο σταθμό άρχισε να αυξάνεται σημαντικά με τον καιρό. Όταν ρωτήθηκαν οι γονείς προς τι η αλλαγή της συμπεριφοράς τους, αυτοί απάντησαν πως το χρηματικό ποσό που έπρεπε να πληρώσουν όταν καθυστερούσαν αποτελούσε ένα είδος «υπηρεσίας», την οποία ήταν διατεθειμένοι να αγοράσουν[4].

Τι κοινό έχουν, λοιπόν, οι παραπάνω δύο έρευνες; Και στις δύο περιπτώσεις, μόλις οι νόμοι της αγοράς εισήλθαν για να δώσουν τη λύση στο πρόβλημα, αντί να λειτουργήσουν ουδέτερα σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, επηρέασαν το αντικείμενο της συναλλαγής, επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες και εκτοπίζοντας τις ήδη υπάρχουσες αξίες. Στο παράδειγμα της Ελβετίας, το αίσθημα καθήκοντος, στο όνομα του οποίου οι Ελβετοί κάτοικοι του χωριού δέχθηκαν την πρώτη φορά να ρισκάρουν ακόμα και την υγεία τους, έπαψε να υπάρχει στη δεύτερη περίπτωση με τη χορήγηση των χρημάτων. Τα χρήματα είχαν εκφυλίσει και εκτοπίσει την αίσθηση καθήκοντος που κυριαρχούσε στους Ελβετούς την πρώτη φορά, υποβιβάζοντας την ευθύνη για την κοινότητα και το κοινό καλό σε μία καθαρά εμπορική συναλλαγή, την οποία όμως τα χρήματα δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν. Αντίστοιχα, στο παράδειγμα του σταθμού, παρά το γεγονός ότι οι γονείς έφταναν αρχικά αργοπορημένοι για την παραλαβή του παιδιού, ένιωθαν εντούτοις ενοχές που κρατούσαν το δάσκαλο παραπάνω, ευελπιστώντας (ενδεχομένως) την επόμενη φορά να είναι στην ώρα τους. Στη δεύτερη περίπτωση όμως, το αίσθημα αυτό δεν υπήρχε πια. Η επιβολή της χρηματικής ποινής, όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους γονείς να φθάνουν αργοπορημένοι στο σταθμό, αλλά διάβρωσε το όποιο αίσθημα ευθύνης και ενοχής το οποίο υπήρχε αρχικά απέναντι στο δάσκαλο, καθώς το χρηματικό πρόστιμο έλαβε στα μάτια τους τη μορφή ενός είδους φόρου για τις «υπηρεσίες» του δασκάλου απέναντί τους. Έτσι, για άλλη μία φορά, η λογική της αγοράς εκφύλισε κεντρικά ανθρώπινα γνωρίσματα (αίσθημα ενοχής, κτλ.), παραμορφώνοντας μία κοινωνική πρακτική σε μία στείρα οικονομική συναλλαγή.

Τα δύο αυτά παραδείγματα αρκούν, κατ’ εμέ, για να αποκρυσταλλώσουν από μόνα τους τα συμπεράσματα και τις ανησυχίες των συμπεριφορικών οικονομολόγων:

Η τάση του σημερινού συστήματος να «σπρώχνει» την σύγχρονη πραγματικότητα όλο και περισσότερο προς τις αξίες της ελεύθερης οικονομίας στο όνομα μίας δήθεν ουδετερότητας των αγορών, δεν είναι μόνο εσφαλμένη από πλευράς θεωρίας και αποτελεσματικότητας (αντίθετα απ’ ό,τι προσπαθούν να μας πείσουν οι οικονομολόγοι της Σχολής του Chicago τύπου Gary Becker[5]). Ακόμα χειρότερα, αυτή η τάση φέρει καταστροφικές συνέπειες για την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς η λογική της αγοράς αποδεικνύεται πως είναι ζωσμένη με εγγενείς οικονομικές αξίες, οι οποίες κάθε φορά που εισέρχονται στην κοινωνική σφαίρα τείνουν να διαβρώνουν και να εκτοπίζουν αξίες και χαρακτηριστικά που δεν ανήκουν στη σφαίρα της οικονομίας, όπως αυτά της θυσίας του πολίτη, του αλτρουισμού, της αίσθησης ευθύνης, κτλ.[6]

Συνοψίζοντας, νομίζω πως είναι πλέον καιρός όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε πως, παραχωρώντας τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο δημόσιο χώρο και λόγο στις αρχές της οικονομίας μέσα στην καθημερινότητά μας, έχουμε ξαφνικά βρεθεί από το να έχουμε μία οικονομία της αγοράς στο να έχουμε γίνει μία κοινωνία της αγοράς[7]. Και ο κλάδος της συμπεριφορικής οικονομίας υπηρετεί, κατ’ εμέ, ακριβώς το σκοπό να στρέψει την προσοχή μας προς αυτή την «αθόρυβη» επανάσταση που λαμβάνει χώρα στη σημερινή κοινωνία κάτω από την μύτη μας και να μας προειδοποιήσει με τον τρόπο του για τους αόρατους κινδύνους αυτής της μετάλλαξης για τον σημερινό άνθρωπο. Το συμπέρασμα, επομένως, που μένει κατόπιν όλων των παραπάνω είναι, πως βρισκόμενοι μέσα σε μία καθημερινότητα η οποία δείχνει σταδιακά να παραδίδεται όλο και περισσότερο μπροστά στην επέλαση του ολοκληρωτισμού των αρχών της οικονομίας, κανείς δεν μπορεί να μας προφυλάξει, κανένα Κράτος, παρά μόνο ο εαυτός μας. Με άλλα λόγια, θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να σκεφτούμε και να φροντίσουμε καθημερινά, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για το που ανήκουν οι αγορές και που όχι· γιατί εάν δεν αποφασίσουμε πρώτοι εμείς, θα το κάνουν οι αγορές για εμάς. Και τότε θα είναι πλέον αργά.

[1] Ο Richard Thaler (καθηγητής του Πανεπιστημίου του Chicago) είναι ο νικητής του Νόμπελ Οικονομίας για το 2017.

[2] «Ειδικοί χωρίς πνεύμα», όπως τους αποκαλούσε ο Max Weber.

[3] «The Οld Lady Visits Your Backyard: A Τale of Morals and Markets (Journal of Political Economy, 1996), και διεξήχθη από τους Bruno S. Frey, Felix Gee και Reiner Eichenberger.

[4] «A Fine is a Price» (Journal of Legal Studies 29 (January, 2000), και διεξήχθη από Uri Gneezy και Aldo Rustichini

[5] Έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του The Economic approach to Human Behavior, στο οποίο απορρίπτει την ιδέα ότι η οικονομική επιστήμη είναι απλά «η μελέτη της κατανομής υλικών αγαθών», θεωρώντας τη ξεπερασμένη. Αντίθετα, προσπαθεί να αποδείξει πως υπάρχει μία “κρυμμένη” τιμή σε κάθε ανθρώπινη κατάσταση και, άρα, ο πιο συμφέρον τρόπος λήψης απόφασης για το άτομο είναι αυτός με όρους της οικονομίας και της υπολογιστικής λογικής «κόστους-οφέλους».

[6]Έχει χαρακτηριστεί ως «φαινόμενο της εκτόπισης» και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ανωμαλίες στην οικονομική επιστήμη, καθώς αμφισβητεί τον θεμελιώδη οικονομικό «νόμο» ότι η αύξηση των χρηματικών κινήτρων αυξάνει και την προσφορά.

[7] H φράση ανήκει στον Αμερικανό πολιτικό φιλόσοφο και καθηγητή του Harvard, Michael Sandel, στο βιβλίο του The Moral Limits of Markets (“From having a market economy to become a market society”).