Γιώργος Οικονόμου, Χωρίς Πάγο Εκδόσεις Κέδρος, 2018  Σελίδες 263   Αυτό το μυθιστόρημα είναι ένα ποτήρι νερό ξεχασμένο ώρες στον ήλιο. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη υλική αναπαράσταση των συναισθημάτων…

«Χωρίς Πάγο»: Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σαν μπουκάλι νερό ξεχασμένο ώρες στον ήλιο

Γιώργος Οικονόμου, Χωρίς Πάγο

Εκδόσεις Κέδρος, 2018 

Σελίδες 263

 

Αυτό το μυθιστόρημα είναι ένα ποτήρι νερό ξεχασμένο ώρες στον ήλιο. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη υλική αναπαράσταση των συναισθημάτων που μου προκάλεσε. Το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Οικονόμου συνέβη σε μια χρονική συγκυρία που δεν ευνοεί καθόλου τις λογοτεχνικές εκδόσεις, ωστόσο συνέβη. Επιθυμία του γράφοντος ήταν πραγματικά να του αρέσει αυτό το βιβλίο. Ελληνική αστυνομική λογοτεχνία (προσωπική αδυναμία), πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, μεγάλος εκδοτικός οίκος, όλα ήταν εκεί. Τι έλειπε; Η λογοτεχνία.

Το μυθιστόρημα έχει ως τόπο και χρόνο τη Θεσσαλονίκη της οικονομικής κρίσης. Το κεντρικό έγκλημα είναι η δολοφονία της μεγαλοαστής κυρίας Αμαλίας Μούσα, συζύγου ενός σημαίνοντος δημοσιογράφου της πόλης. Ο πρωταγωνιστής μας ονομάζεται Φάνης Ντούρος (sic), είναι ντετέκτιβ, με αδυναμία στα βινύλια και ένα θολό παρελθόν περί αλκοολισμού, ερωτικής απογοήτευσης, όλα μισοκρυμμένα, δίκην μυστηριώδους υποβάθρου για τον Ντούρο, ώστε να τον κάνει πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα (spoiler: τον κάνει πιο αδιάφορο γιατί μας αφήνει σαν υπονοούμενο κάτι το προφανές, επομένως δεν υφίσταται μυστήριο). Και αν η λογοτεχνία είναι το κατεξοχήν είδος που το exposition ως αφηγηματική μπορεί και  “περνάει” πιο εύκολα στον αναγνώστη, εδώ είναι εξόφθαλμο και κουραστικό. Δεν εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο μιας ομογενοποιημένης αφήγησης και έτσι πολύ απλά αυτή δεν ρέει. Τα επιμέρους τμήματα δεν αφομοιώνονται. Σαν ένα ρούχο, που οι ραφή αντί να είναι από μέσα, είναι απ’ έξω. Εάν αυτό είναι επιλογή που αφορά την αισθητική, δεν υπάρχει πρόβλημα, πολλοί αιρετικοί καλλιτέχνες έχουν σπάσει τέτοιες συμβάσεις και έχουν πετύχει -δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Όταν όμως ο συγγραφέας -όπως στο ανά χείρας- προσπαθεί να τηρεί ένα απρόσωπο, πιο αποστειρωμένο τρόπο γραφής (και ας είναι η αφήγηση πρωτοπρόσωπη, την αντίφαση αυτού θα τη σχολιάσουμε αμέσως παρακάτω) και την ίδια στιγμή φαίνεται μέχρι και ποιο κομμάτι έγραψε τη μια μέρα και το συνέχισε την άλλη, ουδείς μπορεί να πει πολλά θετικά πράγματα.

Επιπλέον, το βιβλίο πάσχει από έλλειψη προσανατολισμού. Ο αφηγητής (που ενστικτωδώς δεν μπορώ να τον ξεχωρίσω από το πρόσωπο του συγγραφέα όπως το έχω σχηματίσει στο μυαλό μου -και αυτό δεν είναι καλό) αναφέρεται στα πάντα γύρω του (από το πόσο καλύτερο είναι το βινύλιο από το σιντί σε ποιότητα ήχου, τις νοσταλγικές περιγραφές της Θεσσαλονίκης μέχρι και σε θέματα ποινικού και δικονομικού δικαίου), χωρίς να έχει έναν στιβαρό άξονα. Ακόμα και αν δεχθούμε την ύπαρξη ενός αφηγηματικού σκελετού (σίγουρα όχι άξονα), ο αισθητικός απουσιάζει από τη πρώτη σελίδα του βιβλίου ως την τελευταία. Ενώ εξαγγέλλει μοτίβα εύκολα και αναγνωρίσιμα από το αναγνωστικό κοινό (ιδιωτικός αστυνομικός που βασανίζεται από το αλκοόλ, φόνος στους κύκλους της μπουρζουαζίας, όλοι είναι ύποπτοι, ο χρόνος είναι εναντίον μας κλπ γνωστά και αγαπημένα), αποτυγχάνει παταγωδώς να τα επικοινωνήσει στον αναγνώστη και να τον κάνει να τα νιώσει και το ιδανικό να τα εντάξει στο ευρύτερο πλαίσιο των νοημάτων και παραστάσεων που συνιστούν το μυθιστόρημα.

 

 

Τέλος, το κρισιμότερο πρόβλημα που δεν συγχώρεσα ποτέ στο εν λόγω κείμενο, είναι κάτι που με ταλανίζει από την πρώτη ως τη τελευταία σελίδα. Κανείς δεν μιλάει όπως οι χαρακτήρες του Χωρίς Πάγο. Κανένας άνθρωπος στον πραγματικό κόσμο δεν θα έλεγε, υπό καμία συνθήκη τις εξής κουβέντες:


Την Αμαλία… την σεβόμουν. Έβλεπα και αισθανόμουν μια γυναίκα γεμάτη ορμές και πάθος για σεξ. Αυτό ήταν που επιζητούσα κι εγώ. Επειδή δεν μου αρέσει ο αγοραίος έρωτας, καταλάγιαζα την τεστοστερόνη μου στο κορμί της.

Ή ποιος καθημερινός άνθρωπος θα σκεφτόταν την πρόταση

Η παρέα μιλούσε μια ιδιόλεκτο που είχε ρουφήξει όλα τα νεωτερικά στοιχεία του προφορικού λόγου των σύγχρονων εφήβων.

Ας μου επιτραπεί και ο χαρακτηρισμός -μείγμα ΛενοΜανταδιλικίου με πολλά λεξιλογικά στοιχεία από το μάθημα της έκθεσης Γ’ Λυκείου και από προετοιμασία υποψηφίου για την Βουλή των Εφήβων. Και αυτή είναι η αντίθεση: Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από τέτοιες φράσεις και προτάσεις. Είναι οδυνηρό, όσο και αν θες να μάθεις τι γίνεται στο τέλος, να διαβάζεις σε κάθε παράγραφο και ένα τέτοιο “διαμάντι”. Θα μπορούσα να παραθέσω και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα, ωστόσο δεν το κρίνω σκόπιμο. Επίσης δεν έκρινα σκόπιμο να αποκαλύψω το πως καταλήγει το μυθιστόρημα, ποιος σκότωσε τη… Μούσα (sic).

Τέλος, ένα ντισκλέιμερ. Αυτό δεν είναι ένα κείμενο για να συντρίψει το βιβλίο, είναι μια καλόπιστη προειδοποίηση από έναν άνθρωπο ο οποίος πήγε και ήρθε με αυτό το βιβλίο. Όπως, όταν μια καλοκαιρινή ημέρα στη παραλία, μετά από πολύωρη έκθεση στον ήλιο, απλώνεις μηχανικά το χέρι προς το μπουκάλι με το νερό που έχεις πάρει μαζί με το καφέ πριν κανένα δίωρο και ο φίλος σου επιχειρεί να σε σώσει από σίγουρη αναγούλα, λέγοντας σου “μη το πιεις αυτό, έχει βράσει”. Αν έχεις πάρα πολύ ανάγκη εκείνη τη στιγμή το νερό, δεν μπορείς να βρεις νερό σε ακτίνα 15’ περπατήματος και λοιπά, θα το καταπιείς, προσπαθώντας μαζί με τα -όποια- καλά να αντέξεις και την αηδία του γλυφού, χλιαρού νερού στο λαρύγγι σου. Αν είσαι δίπλα σε περίπτερο, ποιος ο λόγος να μη πάρεις άλλο;