Το 2018 ήταν μια χρονιά με πολλές και ανέλπιστα καλές ταινίες. Μία ταινία, ωστόσο, βασίζεται εξίσου σε εικόνα και ήχο. Το πραγματικά ανέλπιστα καλό λοιπόν, ήταν τα πολλά αξιόλογα soundtracks…

Το 2018 σε Κινηματογραφικά Soundtrack

Το 2018 ήταν μια χρονιά με πολλές και ανέλπιστα καλές ταινίες. Μία ταινία, ωστόσο, βασίζεται εξίσου σε εικόνα και ήχο. Το πραγματικά ανέλπιστα καλό λοιπόν, ήταν τα πολλά αξιόλογα soundtracks που ακούστηκαν σε αυτές τις ταινίες. Δεν αναφέρομαι ούτε στο A Star Is Born, ούτε στο Bohemian Rhapsody, αλλά θα ήταν ύβρις να μην αναφερθώ στα παρακάτω.

Mandy

Το Mandy είναι μια ταινία που θα έπρεπε να επιβιώσει μόνο χάρη στην μουσική της. Παρόλο που οι περισσότεροι θυμούνται μόνο το «Starless» των King Crimson λόγω των τίτλων, το original soundtrack ανήκει στον τεράστιο Johan Johannsson. Ο Johannsson ήταν γνωστός για τον συνδυασμό παραδοσιακής και σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής, πράγμα που εφάρμοσε και εδώ. Η τέχνη του βασιζόταν πολύ συχνά στην ηχητική ισορροπία και στην απόλυτη αποτύπωση των συναισθημάτων στην μουσική. Έτσι, στο Mandy, περνώντας από το «Mandy Love Theme» στο «Waste» και από κει στο «Children of the New Dawn», φροντίζει να δίνει μια παραπάνω σκληρότητα στις ήδη δυναμικές σκηνές (βλ. κόκκινο Nicolas Cage με αλυσοπρίονο) και μια παραπάνω τρυφερότητα στις πιο συγκινητικές. Το αίσθημα της απελπισίας είναι διάχυτο σε όλη την ταινία, όπως και σε όλο το άλμπουμ, και αυτό επιτυγχάνεται με τον Johannsson να αναμειγνύει πιο ambient ήχους με πιο μελωδικούς, κιθαριστικούς, σε συνεργασία με τον Stephen O’ Malley των Sunn O))). Το τελευταίο κομμάτι είναι πλέον αυτό της κάθαρσης και, εκτός αυτού, το πρώτο ίσως κομμάτι όπου ο συνθέτης επιλέγει πιο ’80s αισθητική. Ο Johan Johannsson εισχωρεί στον παραισθησιογόνο κόσμο της ταινίας και δείχνει με τον τρόπο του το πιο βασικό της χαρακτηριστικό, δηλαδή τις ακραίες απώλειες που μπορεί να φέρει στη λογική μια πολύ τραυματική απώλεια. Το soundtrack του Mandy δεν ήταν το καλύτερο του δημιουργού, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να περάσει στην αιωνιότητα.

 

Mid 90s

Το όνομα του Jonah Hill στη θέση του σκηνοθέτη σίγουρα πριν κάποιο καιρό δεν θα ήταν μια είδηση που θα παίρναμε στα σοβαρά. Πρόσφατα, ο άλλοτε κωμικός τα ανέτρεψε όλα με την σοβαρότατη ερμηνεία του στο Maniac και έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μια ταινία πάνω κάτω ίδιας αισθητικής, αναθέτοντας την μουσική στο πλέον καλύτερο δίδυμο στον χώρο των soundtracks. Ο λόγος φυσικά για τον Trent Reznor και τον Atticus Ross των Nine Inch Nails. Η ταινία πραγματεύεται τη ζωή ενός έφηβου που προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από τη βίαιη οικογένεια του με όλους τους τρόπους που θα το έκανε ένας τότε έφηβος. Ο Jonah Hill ζήτησε από τον Reznor να αποτυπώσει στη μουσική του την πολυπλοκότητα και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας και προφανώς το δέχτηκε αφού δεν έχει ασχοληθεί με κάτι παρόμοιο μέχρι τώρα στους ΝΙΝ. Για να συνθέσει κάτι τέτοιο, πολύ πιθανό να έφερε στο μυαλό του τον εαυτό του στα Mid 90s, που ναι μεν τότε βρισκόταν σε έξαρση, καλυμμένος με λάσπες και τραγούδαγε «I wanna fuck you like an animal», αλλά ας μην ξεχνάμε την ευαισθησία που κρύβεται στο «The Downward Spiral». Αυτή ακριβώς την ευαισθησία κράτησε από τον τότε εαυτό του και σε συνεργασία με το έτερόν του ήμισυ, Atticus Ross, το αποτέλεσμα ήταν για πρώτη φορά γλυκό και νοσταλγικό έως μελαγχολικό. Το soundtrack του Mid 90s μπορεί να διαρκεί μόλις δώδεκα λεπτά, αλλά κατάφερε να σταθεί μόνο του σαν άλμπουμ, να δέσει αρμονικά με τις εικόνες και το νόημα της ταινίας, αλλά, πάνω από όλα, να αποκαλύψει μια τελείως διαφορετική και πιο συναισθηματική πλευρά των δημιουργών.

 

You Were Never Really Here

Ο Jonny Greenwood είναι ένας από τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες της γενιάς του και χωρίς καμία αμφιβολία ο εξυπνότερος μαέστρος του σύγχρονου film scoring. Είναι υπεύθυνος για τις αξεπέραστες μουσικές στο There Will Be Blood, στο Inherent Vice, στο οσκαρικό Phantom Thread και σε πολλά άλλα. Φέτος, συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τη Lynne Ramsay, μετά το We Need To Talk About Kevin, στο You Were Never Really Here. Ο Jonny Greenwood εδώ έπρεπε να αποδώσει τη βαρβαρότητα του Joaquin Phoenix σαν σε ένα μοντέρνο Taxi Driver και, ταυτόχρονα, τη σουρεαλιστική εκδοχή ενός φιλμ νουάρ στη Νέα Υόρκη. Γνωρίζοντας την ικανότητά του να χρησιμοποιεί όσα περισσότερα όργανα μπορεί, αλλά να έχει ένα μινιμαλιστικό αποτέλεσμα, πειραματίστηκε για μια ακόμα φορά συνδυάζοντας μια πληθώρα από τελείως διαφορετικούς ήχους και όργανα με έμφαση στον πιο «μπρουτάλ» ήχο που μπορούν να παράγουν τα έγχορδα. Το soundtrack είναι σκοτεινό και χαοτικό και δημιουργεί μια έντονη αίσθηση καταδίωξης, η οποία συνδέεται με τους εφιάλτες και τις παραισθήσεις του πρωταγωνιστή. Το You Were Never Really Here δεν είναι για όλους· είναι σαν ένα αποδομημένο Phantom Thread και την ίδια στιγμή ό,τι πιο κοντινό σε Radiohead έχει συνθέσει ο Greenwood για ταινία. Συνοδεύει με έναν μοναδικό τρόπο τις αντικρουόμενες έννοιες μέσα σε αυτή, έννοιες όπως η βία και η εξουσία, αλλά και η αγάπη, το καθήκον και η συμπόνια, αλλά κυρίως αποδεικνύει για άλλη μια φορά την ευφυΐα και την καινοτομία του Greenwood τόσο στην κινηματογραφική όσο και στη μουσική σύνθεση γενικότερα.

Suspiria

Το καλύτερο soundtrack της χρονιάς φέρει την υπογραφή του Thom Yorke. Μην έχοντας συνθέσει ξανά μουσική για τον κινηματογράφο στη μέχρι τώρα καριέρα του, ο frontman των Radiohead ήρθε αντιμέτωπος με την πρόκληση του να ξεπεράσει το αξεπέραστο εκείνο soundtrack των Goblin στο Suspiria του Dario Argento (1977). Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά, το Suspiria του Luca Guadagnino αφήνει πίσω του εκείνη την υπερβολικά έντονη –έως αιματηρή– αισθητική και κινείται σε μια τελείως ψυχρή και ωχρή παλέτα, πράγμα που κατά κάποιο τρόπο παραπέμπει στη φιγούρα του Yorke. Γενικά, η σύνθεση μουσικής αυτού του είδους απαιτεί εκτενή και βαθιά μελέτη, μιας και το μεγαλύτερο βάρος πέφτει πάνω της. Έτσι, ο Yorke, ως γνωστός τελειομανής και πιθανότατα «φοβισμένος» για την αναπόφευκτη σύγκριση με τον Jonny Greenwood, μελέτησε εξονυχιστικά τη μουσική εκείνης της εποχής στη Γερμανία και την έφερε στα μέτρα του σήμερα με έντονη την παρουσία, φυσικά, του Krautrock, αλλά και με τη χρήση modular synths. Το άλμπουμ θυμίζει πιο πολύ ένα ογδόντα λεπτών Amnesiac, παρά οτιδήποτε άλλο σόλο έχει κάνει και υπηρετεί τέλεια αυτό που είχε και ο ίδιος στο μυαλό του. Είχε δηλώσει πως ήθελε να φτιάξει «ξόρκια», κάτι που θα υπνωτίζει τον θεατή-ακροατή. Συνδύασε τους τρομακτικούς θορύβους στο «The Hooks», τη ζεστασιά στο «Unmade» και στο «Open Again» και την απαράμιλλη ερμηνεία της χορωδίας του Λονδίνου στο «Sabbath Incarnation», για να δώσει την αίσθηση του σήμερα σε ένα τόσο σκοτεινό και cult θρίλερ. Φρόντισε όλο το soundtrack να περιστρέφεται γύρω από το «Volk», όπως και όλη η ταινία, και παρότι το κομμάτι έχει ένα παραπάνω μέτρο από αυτό που θα έπρεπε για τον χορό αυτόν, προσαρμόστηκε τέλεια και είναι, πράγματι, το σήμα κατατεθέν της πιο βασικής σκηνής. Ακολούθησε πιστά το ύφος που αρμόζει σε ένα μεταφυσικό horror film όπως το Suspiria, προσφέροντάς του παράλληλα και τη δική του διαχρονική μαγεία της ανεπιτήδευτης ομορφιάς των συνθέσεών του.

Παρόλα αυτά, η διανομή των κομματιών στην ταινία ήταν επιεικώς ατυχής και αυτό είναι κάτι που έβλαψε τελικά μόνο την ταινία, αφού το άλμπουμ βρίσκεται ανεξάρτητο ανάμεσα στα καλύτερα της χρονιάς.