Πρώτα από όλα, συνέβη αυτό πριν από μερικές ώρες.   Ασχέτως με τα όσα θα γραφτούν από δω και πέρα, για την ελευθερία του λόγου, τι είναι ρητορική μίσους, πόσο…

Υπηρέτες Αντίθετων Θεών: Μερικές σκέψεις για την καταδίκη του Αμβρόσιου

Πρώτα από όλα, συνέβη αυτό πριν από μερικές ώρες.

 

Μαζί στις βεγγέρες, μαζί στην ιδεολογία και αν υπάρχει και μετά θάνατον ζωή, μαζί θα την περάσουν κι αυτή

Ασχέτως με τα όσα θα γραφτούν από δω και πέρα, για την ελευθερία του λόγου, τι είναι ρητορική μίσους, πόσο κακός νομοτεχνικά είναι ο αντιρατσιστικός νόμος και πολλά άλλα, θα ήθελα με το παρόν να σταθούμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο της δευτεροβάθμιας δίκης, το οποίο είναι αποκαλυπτικό κατά τον γράφοντα για το τρόπο λειτουργίας και σκέψης της Δικαιοσύνης. Σημαντική παρατήρηση: Η πρόταση του εισαγγελέα δεν είναι ποτέ δεσμευτική για το δικαστήριο. Ο εισαγγελέας ασκεί παράλληλα καθήκοντα στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου και η έδρα εκδίδει απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί της αθώωσης ή ενοχής του κατηγορουμένου και των λοιπόν ζητημάτων, και λαμβάνει αν θέλει υπόψη της την εισαγγελική πρόταση, στο πλαίσιο της διάρθρωσης του δικανικού συλλογισμού.

Ο εισαγγελέας, μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά την αγόρευσή του επί της καταδίκης ή της αθώωσης του Μητροπολίτη, είπε τα ακόλουθα, σύμφωνα με πληροφορίες της Εφημερίδας των Συντακτών πριν προτείνει την αθώωσή του:

«Οι συγκεκριμένες ενέργειες και προτροπές είναι απόλυτα καταδικαστέες ακόμα και σε ιδιωτικό λόγο, πολύ περισσότερο όταν αυτός που τον εκφέρει κατέχει δημόσιο αξίωμα. Ο μητροπολίτης μπορεί να είναι λαοπρόβλητος και να χαίρει σεβασμού, πόσοι όπως ενστερνίζονται ή παρασύρονται από τα λόγια του; Μόνο άνθρωποι που ήδη τα πιστεύουν αυτά. Η κοινωνία μας έχει κάνει βήματα μπροστά».

Ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη τοποθέτηση του εισαγγελέα.

Παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως, μοιάζει μια ωχαδελφίστικη στάση, η οποία ενδεχομένως από κάποιους να νιώθεται, ο αξιότιμος λειτουργός της δικαιοσύνης κάνει ένα λογικό άλμα, ακυρώνοντας το θεμέλιο του αντιρατσιστικού νόμου. Χρησιμοποιεί τη φράση “Η κοινωνία μας έχει κάνει βήματα μπροστά”, σαν ο νόμος όχι να είναι έμπλεος νομοτεχνικών αστοχιών και αόριστων εννοιών, αλλά να έχει περιπέσει σε αχρηστία (όπως, για παράδειγμα, η διάταξη του ΚΟΚ για τις υποχρεωτικές πινακίδες στα ποδήλατα). Προφανώς έχει υπόψη (διότι κωφός και τυφλός σίγουρα δεν είναι ούτε δε και ερημίτης) πόσα εγκλήματα διαπράχθηκαν το τελευταίο καιρό στην Ελλάδα με βάση το έθνος, το θρήσκευμα, την εμφάνιση και το φύλο (δολοφονία Τοπαλούδη, Ζακ, Λουκμάν, τα πρώτα τρία που μου ήρθαν στο μυαλό) με τον παράγοντα δηλαδή της διάκρισης να παίζει είτε μεγάλο είτε τεράστιο ρόλο τόσο για τη διάπραξη όσο και για τη μετέπειτα πρόσληψη και διαχείριση του εγκλήματος αυτού, (δίχως να αναφερθούμε καν στην νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής που αυτή τη στιγμή κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου και η Ώρα της Κρίσης και δι’ αυτούς πλησιάζει). Επιμένει ωστόσο με τη δήλωσή του να μην στοχεύσει στα αδύναμα σημεία του νόμου, τα οποία κάποιος ικανός συνήγορος θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί για να αθωώσει έναν κατηγορούμενο, αλλά να εστιάσει στον πολιτικό παράγοντα του νομοθετήματος, στη καρδιά του: Το προστατευόμενο από τον ποινικό νόμο, έννομο αγαθό δεν αξίζει προστασίας. Δεν πρέπει συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες να χαίρουν της πολυτέλειας της έννομης προστασίας από τη ρητορική μίσους, διότι σαν κοινωνία έχουμε ξεπεράσει τον… ρατσισμό.

Είναι αδιαπραγμάτευτο πως η τυποποίηση της ρατσιστικής υποκίνησης σε μίσος ή βία ως εγκλήματος συγκεκριμένης διακινδύνευσης καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την εφαρμογή της διάταξης στην πράξη. Συγκεκριμένα, για να είναι αξιόποινη η ρατσιστική υποκίνηση θα πρέπει να επέλθει ως αποτέλεσμα ο υπαρκτός κίνδυνος για την δημόσια τάξη, που είναι και το προστατευόμενο εν προκειμένω έννομο αγαθό. Θα πρέπει δηλαδή να δημιουργηθεί από τη συμπεριφορά του δράστη μια έκρυθμη κατάσταση η οποία συνιστά προστάδιο ανατροπής της ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών. Με άλλα λόγια, η ρατσιστική υποκίνηση σε μίσος ή βία θα πρέπει να δημιουργεί μια επικίνδυνη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα έτοιμη να οδηγήσει στην διασάλευση της τάξης με τον πρώτο σπινθήρα .

Κατά δεύτερον, στην ακριβώς προηγούμενη πρόταση, ο προτείνων την αθώωση έχει περιγράψει τον κατηγορούμενο ως έναν λαοπρόβλητο και αξιοσέβαστο Μητροπολίτη, χαρακτηρισμοί που εκ του ορισμού τους και συνδυαστικά σημαίνουν πως η θέση του στο δημόσιο βήμα προσδίδει στο λόγο του μια εξέχουσα βαρύτητα.

Επιπλέον, τα ως άνω αναιρούν το ενδεχόμενο να αξιολογεί νομικά τη πράξη του Μητροπολίτη ως απρόσφορη απόπειρα για τη τέλεση αυτού του αδικήματος. Συνολικά, ο λόγος του θα έπρεπε να ελέγχεται προσεκτικά, ιδίως δε όταν από το προσωπικό του ιστολόγιο διατυπώνει μιαρές απόψεις όπως οι κάτωθι αξιόποινες δηλώσεις:

“Ε, λοιπόν αυτούς τους ξεφτιλισμένους, φτύστε τους! Αποδοκιμάστε τους! Είναι εκτρώματα της φύσεως! Ψυχικά και πνευματικά πάσχουν! Είναι άτομα με διανοητική διαταραχή! Δυστυχώς αυτοί είναι τρισχειρότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από κάποιους που ζουν στα τρελοκομεία!”

Τις οποίες μάλιστα “εξήγησε” περαιτέρω με την απολογία του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (όταν και αθωώθηκε):

“Το ‘‘φτύστε τους’’ είναι το λιγότερο. Αν είχα όπλο, και μπορούσα από τον νόμο, θα το χρησιμοποιούσα να τελειώνουμε […] Αν παρόμοια φρασεολογία χρησιμοποιούσαν οι ναζί, τότε μπράβο.

Γνώμη του γράφοντος είναι ότι με αυτή τη τοποθέτηση έγινε, ως μια προσπάθεια να τηρηθεί μια ισορροπία. Μια άστοχη νομικά τοποθέτηση, με λογικές υπερβάσεις, για να μην είναι καταπέλτης η στάση της Τρίτης Εξουσίας απέναντι στον αξιοσέβαστο και λαοπρόβλητο Μητροπολίτη. Δεν είναι εμφανές, με ποιον άλλον τρόπο μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την συγκεκριμένη γνώμη, παρά μόνο ως ένα “συγχωροχάρτι”, από αυτά που γνωρίζει να δίνει και να παίρνει ο κλήρος, κατά παραγγελία, σε συναλλαγή με τις ανά τους αιώνες πολιτικές εξουσίες. Ωστόσο, και καταλήγοντας, αξίζει να επισημάνουμε το παρακάτω χωρίο από το βιβλίο του Γ. Κτιστάκη, με τίτλο Η απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης (Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ): “[Η νομολογία την δικαστηρίων] πρέπει να αλλάζει […] όχι ευκαιριακά, προκειμένου να εξυπηρετήσει αλλότριες ανάγκες, διότι ουδείς μπορεί ταυτόχρονα να υπηρετεί δύο αντίθετους θεούς.”

Κάπου μεταξύ κινηματικής δράσης, εύλογου δημόσιου ενδιαφέροντος και γενικής κατακραυγής με την αθώωση σε πρώτο βαθμό, έγινε πάλι φανερό ποιος  είναι ένας και αληθινός “Θεός” της δικαιοσύνης. Η απονομή της, σε ευθεία εξάρτηση με την ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας.

Διότι όχι μόνο η Δημοκρατία, αλλά και η Δικαιοσύνη πεθαίνει στο σκοτάδι. Και καθένας φαντάζεται την έκβαση της δίκης αυτής, εάν διεξαγόταν εν κρυπτώ.