Ο Λουκάς δε συνήθιζε να μας στήνει. Αντίθετα μας έκραζε επειδή δεν ήμασταν ποτέ στην ώρα μας. Λέγαμε ότι μια ημέρα το κάρμα θα τον εκδικηθεί. Κι εκείνη η ημέρα…

No, Honey 2.10: Μια Συνάντηση

Ο Λουκάς δε συνήθιζε να μας στήνει. Αντίθετα μας έκραζε επειδή δεν ήμασταν ποτέ στην ώρα μας. Λέγαμε ότι μια ημέρα το κάρμα θα τον εκδικηθεί. Κι εκείνη η ημέρα είχε φθάσει. Και δε θα ανησυχούσαμε αν δεν είχε περάσει ήδη μισή ώρα και δεν είχε το κινητό του κλειστό. 

«Άστον μωρέ» έκανε η Πηνελόπη. «Θα είναι στο μετρό» 

Δε θα είχαμε πρόβλημα με αυτό αν δεν το σήκωνε ούτε την επόμενη ημέρα. Δεν είχαμε κανένα ίχνος του στα social media – εδώ και πολλές ώρες δεν ήταν ενεργός στο Messenger και για πρώτη φορά στα χρονικά δεν ανέβασε Instagram story.  

Και τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο παράξενα όταν είδα κλήση της Βίκυς στο κινητό μου. Μου πέρασαν χιλιάδες σκέψεις από το μυαλό.Τι θέλει; Με περιμένει για μαλλιοτράβηγμα έξω από το σπίτι μου επειδή δε συμπαθώ το Φώτη; Μήπως ο Φώτης της μίλησε για το σκηνικό μαζί μου; Μήπως απλά θέλει να πάρει για να μου θυμίσει πόσο κακή φίλη ήμουν;  

Τίποτα από όλα αυτά. 

«Τι φάση με το Λουκά;» με ρώτησε αφού είπαμε τα τυπικά. «Έχεις κανένα σημείο ζωής του;» 

«Όχι» αποκρίθηκα. 

Κι οι δυο ξέραμε ότι αυτό ήταν φουλ ανησυχητικό. 

«Του δίνουμε χρόνο» είπα στη Βίκυ. 

Έτσι και κάναμε. Κι η επιλογή μας ήταν σωστή εφόσον ο Λουκάς με πήρε και μου είπε το εξής βαθυστόχαστο: 

«Δεν είμαι καλά. Έρχεται αυτός και θα είναι κάπου που θα έπρεπε να είμαι κι εγώ και δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ» 

Δεν τον είχα ακούσει ποτέ τόσο χάλια. Ήθελα να τον βοηθήσω, αλλά ήξερα ότι μετά το περιστατικό με το Φώτη δεν είχα τη δύναμη να κάνω μόνη μου όλον αυτόν το συναισθηματικό μόχθο. Χρειαζόμουν μια δεύτερη γνώμη. 

Εκείνες τις ημέρες η Πηνελόπη έλειπε σε ταξίδι. Οπότε η μόνη μου επιλογή ήταν η Βίκυ. Ακόμα αισθανόμουν ότι ήταν επισφαλές να μιλήσω μαζί της. Είχαμε μαλώσει άσχημα, η φιλία μας δεν είχε λήξει καλά. Ήταν ένα στοιχείο του παρελθόντος και δεν έπρεπε να της μιλάω – έτσι μου έλεγε η Πηνελόπη και σίγουρα η μάνα μου θα συμφωνούσε μαζί της. Μα οι φωνές μέσα μου φώναζαν να το κάνω, μου έλεγαν ότι το ήθελα, το ήθελα πάρα πολύ, ήθελα μια εξέλιξη. Δεν έπρεπε, αλλά το ήθελα. Βρήκα την επαφή της. Ετοιμάστηκα να την πατήσω. Όχι. Δεν έπρεπε. Ήθελα να της πω ότι την αγαπώ, ότι ήμουν λάθος. Κι η θέλησή μου υπερίσχυε εκείνη την ώρα –άλλωστε τα «πρέπει» δεν είναι για όλες τις ώρες. Περίμενα στο ακουστικό. Έπαιζα με τα ενδεχόμενα – θα απαντήσει, δε θα απαντήσει. Άκουσα τη φωνή της – τέλος καλό, όλα καλά. 

«Είμαι μέσα» μου είπε τελικά. 

Οι δυο της λέξεις ήταν μια αφορμή για άνοιγμα σαμπάνιας. Θα είχα την εξέλιξη! Κανονίσαμε να βγούμε για καφέ οι τρεις μας, εγώ, εκείνη κι ο Λουκάς και να συζητήσουμε ενδελεχώς όλα όσα του είχαν συμβεί. Θα δουλεύαμε μαζί για να τον βοηθήσουμε. Και μετά θα είχα όλο το χρόνο να εξηγήσω και να απολογηθώ στη Βίκυ. 

«Ξέρετε πολύ καλά τι είχε συμβεί» μας είπε ο Λουκάς. «Θα φεύγαμε μαζί για Βερολίνο, για να ζήσουμε μαζί και τελευταία στιγμή αποφάσισα να μην πάω και δε σήκωνα τηλέφωνα. Δεν ήρθα καν στο αεροδρόμιο» 

«Πρέπει να αποδεχθείς ότι αυτό ανήκει στο παρελθόν» έκανα. «Το παρελθόν δε γυρίζει πίσω και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάς το παρόν» 

«Ναι» συμφώνησε η Βίκυ. «Απλά σκέψου ότι έχεις αλλάξει, έχεις μετανιώσει κι έχεις γίνει καλύτερο άτομο, έστω και με το σκληρό τρόπο. Δε χρειάζεται να φοβάσαι – θα τα καταφέρεις γιατί έχεις ωριμάσει» 

Το ύφος της είχε μια ανησυχία. Η έκφρασή της έδειχνε ότι δεν πίστευε πολύ σε αυτά που έλεγε. Μπορούσα να ταυτιστώ μαζί της – περισσότερο από όσο ήθελα να πιστεύω. 

«Πώς τον είδες;» ρώτησα τη Βίκυ μόλις εκείνος έφυγε. 

«Τρομαγμένο» μου είπε αυτή. 

«Το σοκ για να συνειδητοποιήσεις ότι δε θες να κάνεις τα ίδια αυτοκαταστροφικά πράγματα» 

«Been there, done that» 

Μετά από αυτό – σιωπή. Κάτι άλλο υπήρχε, που το είχε στην άκρη των χειλιών της κι ήθελε να το πει. Το ένιωθα – έπρεπε να μιλήσω, να μην κάνω άλλο τον ψόφιο κοριό. 

«Ήμουν απότομη μαζί σου στο θέμα με το Ραφαήλ» έκανα. «Συγγνώμη. Δεν έβλεπα ότι ήθελες να με βοηθήσεις» 

Ήθελε να μου πει πράγματα. Αλλά τότε χτύπησε το κινητό μου. Είδα αμέσως ότι είναι η μάνα μου. 

«Ναι, έρχομαι σε λίγο» έκανα στο τηλέφωνο και της το έκλεισα. 

Στράφηκα και πάλι προς εκείνη. 

«Συγγνώμη που δε μπορώ να μείνω παραπάνω» απολογήθηκα. «Αλλά μπορούμε να συζητήσουμε όποτε θες όλα όσα θες να πεις» 

«Εντάξει» χαμογέλασε εκείνη. 

Όταν γύρισα στο πατρικό μου, όλα μου έμοιαζαν καλύτερα. Το φαγητό της μαμάς ήταν καλύτερο – ή τουλάχιστον καλύτερο απ’ ότι είχα μαγειρέψει εγώ. Η Χρύσα μου είχε επισημάνει ότι είχε καιρό να με δει τόσο καλά. Ήθελα να έχει δίκιο. Ήθελα να έχει δίκιο και να είναι η συνάντηση με τη Βίκυ ο λόγος. 

Θα κοιμόμουν εκεί το βράδυ εκείνο. Στο σπίτι στα Εξάρχεια δεν είχα τίποτα να κάνω. Είχα σχέδια να αράξω στο δωμάτιο μου, αντιστεκόμενη σε κάθε επιταγή του Σαββατόβραδου, και να κάνω ό,τι κάνει κι ο φυσιολογικός κόσμος – ανηλεές stalking στα social media. Μου έδινα πάντα χρήσιμες πληροφορίες. Είχα ανακαλύψει ότι ο πρόεδρος του δεπανταμελούς στο Λύκειο είχε παρατήσει τη σχολή του, δούλευε μπουφετζής σε ένα καγκούρικο καφέ με target group 15-17 χρονών και πήγαινε στα ίδια ελληνάδικα με τότε. Μια ξινή πρώην συμφοιτήτρια είχε πουλήσει την ψυχή της σε μια πολυεθνική. Είχα εξαντλήσει τέτοιους είδους γνωστούς και θα έμπαινα σε πιο βαθιά νερά – στο να ψάξω τον Περικλή. Ασχολήθηκα με όλα τα event που είχε κάνει attend στο Facebook. Δεν είχε instagram – απογοήτευση! Κοίταξα τα stories της αρχικής μου στο instagram. Τον είδα σε φωτό μαζί με το Λαέρτη – ήταν στο Κουκάκι. Πήρα τηλέφωνο το Λάερτη. Το είχα πάρει απόφαση – θα πήγαινα. 

«Δεν είναι καλή ιδέα» είπε εκείνος. 

«Έλα μωρέ, εγώ είμαι οκ με τον Περικλή, δε θα κάνω κάτι κακό» του είπα ναζιάρικα. 

«Όχι. Δε θα είναι καλό ούτε για ‘σένα, ούτε για ‘μένα, ούτε για εκείνον» 

«Είμαι μια ενήλικη με σαφή όρια, μπορώ να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου» 

«Όχι» 

Αποφάσισα να πάω μια βόλτα ανεξαρτήτως αυτού. Στη διαδρομή σκεφτόμουν μήπως τους πετύχαινα. Προσπάθησα να διώξω αυτή τη σκέψη. Κυνήγησα μια γάτα για instagram story και χάζευα τους περαστικούς. Μα οι σκέψεις με ξαναβρήκαν όταν πλησίασα ένα συνοικιακό μπαρ όπου δούλευε ένας φίλος του Περικλή. Σκέφτηκα ότι θα ήταν εκεί. Τους χαιρέτησα. Είδα ότι μαζί τους ήταν η κοπέλα του Περικλή, η Μαργαρίτα. Ένα κομμάτι μου ζήλευε. Έκανα όλες αυτές τις «γιατί όχι εγώ;» σκέψεις. Είδα μαζί τους και την Ειρήνη, την πρώην του Λαέρτη. Το τελευταίο με νευρίασε. Μου έλεγε να μην έρθω μαζί τους για να μην υπομείνω τον πρώην μου κι εκείνος επέλεξε να φέρει τη δικιά του; 

«Μπορώ να σου μιλήσω;» ρώτησα το Λαέρτη μόλις τελείωσα με τις χαιρετούρες. 

Δέχθηκε. Απομακρυνθήκαμε από τα παιδιά. Ήμουν ελεύθερη να τον κράξω. 

«Δε θες να έρθω εδώ ενώ είσαι μαζί με την Ειρήνη» φώναξα. «Τι φάση;» 

«Δεν ήθελα να έρθεις εδώ γιατί μύριζε το πράγμα από μακριά, ήθελες να επιβεβαιώσεις στον Περικλή ότι είσαι καλά χωρίς αυτόν, λες και θα δώσει δεκάρα» με μάλωσε. «Τελικά έρχεσαι δήθεν τυχαία. Οπότε…τι φάση με ‘σένα;» 

Κοιταχτήκαμε. Κανείς δε νικούσε. 

«Δεν είναι υγιές αυτό που κάνεις» μου εξήγησε ήρεμα. «Τον εαυτό σου πληγώνεις» 

«Το ίδιο ισχύει και για ‘σένα» έκανα. «Δεν έχει νόημα να κυνηγάς το παρελθόν. Τα πράγματα δε θα γίνουν ποτέ όπως παλιά. Αν το πιστεύεις αυτό, απλά κυνηγάς όλα τα λάθος σημάδια, κάνεις όλες τις λάθος κινήσεις και ψάχνεις αφορμές να πληγωθείς και να ντρέπεσα黨 

«Ελπίζω να εφαρμόσεις αυτά που λες» 

«Κι εσύ το ίδιο» 

«Απλά επικεντρώσου σε αυτό που έχεις τώρα» 

«Πόσες τέτοιες συμβουλές θα δώσουμε ο ένας στον άλλον χωρίς να τις εφαρμόσουμε;» 

Γνωρίζαμε την απάντηση. Μα εγώ τότε θυμήθηκα τη Βίκυ  και χαμογέλασα. Ο Λαέρτης δεν καταλάβαινε. Έβλεπε απλά εμένα χαμογελαστή και δε μπορούσε να μαντέψει το λόγο. Στην αρχή εκνευρίστηκε. Μα μετά με πήρε αγκαλιά. 

«Tell me what to do if I don’t hear from you»