Δεν μπορούσα να μιλήσω στην Πηνελόπη από την ημέρα του δείπνου κι έπειτα. Καθόταν στο σπίτι, σε μια γωνία, και δεν έλεγε τίποτα. Την πλησίαζα μα δε μιλούσε. Επεξεργαζόμουν την…

No Honey 2.13: Μια απόφαση

Δεν μπορούσα να μιλήσω στην Πηνελόπη από την ημέρα του δείπνου κι έπειτα. Καθόταν στο σπίτι, σε μια γωνία, και δεν έλεγε τίποτα. Την πλησίαζα μα δε μιλούσε. Επεξεργαζόμουν την απογοήτευσή μου. Ήθελα να της φωνάξω πόσο άδικο ήταν όλο αυτό, που είχε τινάξει κάθε υποψία ότι ξέρω τα πάντα γι’ αυτή στον αέρα. Πόσο χάλια ένιωθα που η κολλητή μου δεν μου είχε ανοιχτεί για τίποτα τελικά.

Ήθελα να λείπω από το σπίτι. Πήγαινα μερικές φορές στον Λαέρτη για παρηγοριά. Με βοηθούσε να τα ξεχάσω όλα χάρη στο περίεργό του χιούμορ. Ένιωθα καλά με τις αντιφάσεις του. Χαλάρωνα κατά κάποιον τρόπο. Με το σεξ και τις αντιφάσεις. Δεν ήθελα να σταματήσει αυτό –ήθελα απλά να καπνίζω μετά το σεξ, να ξενίζω με τις ατάκες του και μετά να γελάω γιατί δεν θα τον καταλάβαινα ποτέ.

Αλλά εκείνη την ημέρα δεν θα το είχα ούτε αυτό. Μπορούσα να το καταλάβω όταν είδα το βλέμμα του Θοδωρή. Αυτός μου είχε ανοίξει την πόρτα –ενώ συνήθως το έκανε ο Λαέρτης. Συνήθως ήταν χαρούμενος, εδώ ήταν ανήσυχος.

«Μην ψάχνεις τον Λαέρτη», έκανε.

«Τι;», τον ρώτησα.

Όχι. Μη μου το κάνεις αυτό.

«Ο Λαέρτης εξαφανίστηκε», μου εξήγησε. «Τον ψάχνουμε από χθες το βράδυ κι έχει κλειστό το κινητό».

«Σ’ευχαριστώ», έκανα ξερά.

Δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτό το πλήγμα. Μόνο κατέβηκα τις σκάλες σιωπηλή και έτοιμη να δακρύσω. Βγήκα από την πολυκατοικία. Άναψα τσιγάρο. Έμεινα να καπνίζω με δάκρυα στα μάτια και να με κοιτάει η σπιτονοικοκυρά, που μόλις γύριζε από τα ψώνια της και μάλλον μέσα της χαιρόταν γιατί είχε κάτι να κουτσομπολέψει. Με ρώτησε τι έχω. Της μουρμούρησα κάτι αόριστο, ότι είμαι καλά, αλλά δεν προσπάθησε να μου μιλήσει παραπάνω. Εκείνη την ώρα δεν ήθελα να βάλω το μυαλό μου σε λειτουργία –ας με άφηνε στο black out μου.

Στάσου στα πόδια σου, Έλλη. Είχα να βγω με τη Βίκυ μετά κι έπρεπε να πατήσω ξανά στη Γη. Έφτιαξα το φουστάνι μου. Εκείνη με περίμενε. Έπρεπε να την πείσω ότι ήμουν καλά –μήπως πείσω τον εαυτό μου πρώτα από όλα.

«Μοιάζεις αναστατωμένη», ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε όταν με είδε.

«Εξαφανίστηκε ο τύπος που πηδιόμασταν», της είπα.

«Ευκαιρία να βρεις μια σταθερή σχέση».

Τι. Στο. Διάολο. Βίκυ.

«Πού θα πάμε να πιούμε;», τη ρώτησα.

Ήθελα να πνίξω την αναστάτωσή μου. Προσπάθησα να μην πιω πολύ γιατί μες στην ίδια εβδομάδα ήμουν οριακά να μεθύσω τρεις φορές κι είχα μετανιώσει και τις τρεις. Άκουγα τη Βίκυ να λέει ότι στη ζωή της όλα πάνε καλά, αλλά δεν την πίστευα. Έβαζε κρασί στο ποτήρι της με μανιακό τρόπο. Ήθελα να τη σταματήσω μα δεν είχα ενέργεια ούτε γι’ αυτό.

«Με ακούς;», με ρώτησε κάποια στιγμή η Βίκυ.

«Ναι, ναι», έκανα.

Δεν με πίστευε.

«Ε, πώς να είσαι καλά;», μου φώναξε. «Πάλι λάθος επιλογές κάνεις. Πηδάς έναν διαταραγμένο τύπο και νοιάζεσαι κι αυτός εξαφανίζεται. Βρες μια σταθερή σχέση».

«Αν κάνω λαθός επιλογές, τότε τι γυρεύω μαζί σου;», της είπα.

Μα δεν ήθελα να σταματήσω εκεί.

«Πηδάς το Φώτη, έναν τύπο που εκβιάζει τους πάντες της φώναξα. «Τι πάει λάθος με εσένα; Σκέφτεσαι ακόμα τον Κλεάνθη μήπως;».

Το αλκοόλ την έκανε να μη νιώθει τίποτα. Με κοίταζε προσπαθώντας να μείνει έκπληκτη, αλλά δεν κατάφερνε ούτε αυτό. Προσπάθησα να της αλλάξω θέμα πριν τα πράγματα γίνουν χειρότερα. Φοβόμουν να συνεχίσω αυτή την κουβέντα. Μου φώναζε τις αποτυχίες μου με τον χειρότερο τρόπο. Άρχισα να της λέω πώς πήγαινε η δουλειά μου, για το αρκουδάκι στο γραφείο. Μα έδειχνε αδιάφορη. Μας έκαιγαν και τις δυο όλα αυτά που είχαμε πει προηγουμένως.

«Δεν είμαι μια αποτυχία», της είπα σε άσχετη στιγμή. «Εσύ είσαι».

Η barwoman με κοίταξε προειδοποιητικά. Έπρεπε να κάνω κάτι γρήγορα –όλοι στο μπαρ είχαν αντιληφθεί τα χάλια μου. Στράφηκα στον τύπο που καθόταν δίπλα μου. Δεν ήταν πολύ όμορφος, ούτε πολύ άσχημος –μάλλον πολύ αδιάφορος. Του έριξα ένα σαγηνευτικό βλέμμα.

«Έχω έρθει για να μείνω», έκανα με ναζιάρικη φωνή.

Μου γύρισε την πλάτη. Η βραδιά δεν σωζόταν με τίποτα. Άφησα χρήματα στη Βίκυ κι έφυγα χωρίς καν να τη χαιρετήσω. Δεν είχα καν χρόνο να σκεφτώ αν θα θύμωνε μαζί μου. Βγήκα από το μπαρ. Έψαξα στις επαφές τον Ραφαήλ. Αναμονή. Σήκωσέ το. Σήκωσέ το. Ωπ.

«Χέι, πού είσαι τώρα;», τον ρώτησα.

«Μόνος στο σπίτι», έκανε. «Έλα».

Οδήγησα από το Κουκάκι μέχρι το Σύνταγμα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι κι είχα όλο το περιθώριο να τρέξω. Θα έφθανα στον Χολαργό με όποιο κόστος.

Φανάρι. Το περίμενα να γίνει πράσινο. Είχα ξαναβρεθεί εκεί.  Η κατάληξη δεν θα ήταν καλή αν συνέχιζα τον δρόμο. Είπα στον εαυτό μου: «ε, είσαι ηλίθια». Όλα όσα μου είχα κάνει ήταν λάθος. Πήγαινα στο στόμα του λύκου ξανά και ξανά. Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Άλλαξα πορεία. Έπρεπε να πάω σπίτι.

Το πρώτο πράγμα που άκουσα την επόμενη ημέρα, μόλις ξύπνησα, ήταν το εξής:

«Έλλη, θέλω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό».

Όχι, Πηνελόπη. Κακό timing.

«Θες να κάψεις το σπίτι κι εμένα μαζί», της είπα. «Καταλαβαίνω»

«Όχι», έκανε εκείνη.

Η αυτοκαταστροφικότητά μου μου έλεγε: «έλα, κάν’ το, πες το και πλήγωσέ με».

«Αποφάσισα να μείνω για κάποιο διάστημα στον αδελφό μου, στη Θεσσαλονίκη», μου ανακοίνωσε.

«Στη Θεσσαλονίκη;», τη ρώτησα ξαφνιασμένη.

Έγνεψε καταφατικά.

«Δεν ξέρω για πόσο», μου είπε.

Σκατά.

«Κι η συγκατοίκηση;», τη ρώτησα.

Με κοίταξε με περίλυπο ύφος. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο.

«Αν αυτό είναι το καλύτερο για σένα…», έκανα.

Βαθιά ανάσα. Αγαπάς την Πηνελόπη. Την υποστηρίζεις σε ό,τι κάνει.

«Έχω κλείσει ταινία εκεί», μου εξήγησε. «Θέλω απλά να ξεφύγω από όλες τις καταστάσεις της Αθήνας. Αλλά θα γυρίσω».

«Εύχομαι να τα καταφέρεις», της χαμογέλασα.

Ήχος μηνύματος.

«Μπορείς να με συναντήσεις σε ένα δίωρο;», με ρωτούσε η Βίκυ.

Πίστευα πως δεν θα μου ξαναμιλούσε. Οπότε δέχθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Πριν φύγω, πέρασα μπροστά από το σπίτι του Λαέρτη. Χτύπησα την πόρτα. Πάλι ο Θοδωρής.

«Κανένα νέο;», τον ρώτησα.

Περίλυπο ύφος. Όχι κι εσύ!

«Τίποτα», είπε.

Δεν μίλησα. Δεν μπορούσα καν να συλλογιστώ την κατάσταση.

Πήγα να βρω τη Βίκυ. Στεκόταν έξω από το σταθμό του μετρό.

«Σ’ ευχαριστώ που μου απάντησες», μου είπε.

«Γιατί με κάλεσες;», τη ρώτησα. «Τι συνέβη;».

Ξεφύσησε.

«Δεν μπορώ να εξηγήσω καμία πράξη μου πλέον», μου είπε.

Πήρε μια ανάσα.

«Συγγνώμη για χθες», έκανε.

«Κι εγώ σου φέρθηκα χάλια», παραδέχθηκα.

Αναστενάξαμε συγχρονισμένα.

«Δεν μπορούμε να τα λύσουμε μαζί», της είπα. «Είμαι ένα χάος και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα κάψουμε μόνο η μία την άλλη».

«Ξέρω», ψέλλισε εκείνη.

Της χάιδεψα την πλάτη.

«Θα είσαι καλύτερα», της είπα. «Μπορείς».

«Λες, ε;», έκανε.

Χαμογέλασα. Δεν θα γινόμουν άλλο δραματική. Την αγκάλιασα κι ετοιμάστηκα να φύγω. Θα έβρισκε τον δρόμο της. Θα πίστευα σε εκείνη, ακόμα κι όταν εκείνη δεν θα το έκανε για την ίδια.

Και σε σένα ποιος θα πιστέψει; Αυτή η ερώτηση τριγύριζε στο κεφάλι μου. Και τώρα τι; Έχεις τόσα χαρτάκια που γράφεις ότι νιώθεις μοναξιά. Και τώρα τι θα κάνεις γι’ αυτό; Είχα ήδη τη λύση –τα ξεκόλλησα από τον καθρέφτη μόλις γύρισα σπίτι. Ξεβάφτηκα. Ένιωθα πραγματικά μόνη –όλα διαλύονταν και τι θα έμενε στο τέλος; Εγώ; Κι εγώ χωρίς τους άλλους τι θα έκανα;

Η Πηνελόπη μπήκε στο μπάνιο. Ήθελε να πάρει το πιστολάκι της. Στράφηκα προς εκείνη.

«Ξέρεις κάτι;», της είπα. «Είναι τρομαχτικά στην αρχή, αλλά όλα θα πάνε καλά».

Με φίλησε στο μάγουλο.

«Ε ναι ρε μαλάκα!», έκανε.

Έριξα άλλη μια ματιά στο μπάνιο. Είχα γράψει κι άλλα χαρτάκια στον καθρέφτη. Ο καιρός περνούσε και τα χαρτάκια άλλαζαν. Είχα σκέψεις για όλα αυτά τα άτομα –τον Ραφαήλ, τη Βίκυ, τον Περικλή, την Πηνελόπη, τον Λαέρτη. Επέλεγα να με αποπροσανατολίζουν. Οι ήρωές τους καταλάμβαναν περισσότερο χώρο από τον δικό μου στο βιβλίο της ζωής μου. Δεν ήμουν καλή πρωταγωνίστρια.

«Θα μάθω να αγαπάω τη μοναξιά μου», είπα στο είδωλό μου στον καθρέφτη.

 

«Cause when we’re gone there ’ll be noone else around»