Η στήλη Thriftbooks φιλοδοξεί να συγκεντρώσει και παρουσιάσει βιβλία τα οποία είναι είτε ξεχασμένα, είτε σφόδρα υποτιμημένα, είτε δεν κυκλοφορούν πλέον από τους εκδοτικούς τους οίκους, είτε είναι δυσεύρετα – άλλωστε…

Thriftbooks: Άμβλωση στο Β’ Τριμελές (1987), της Ρούλας Κακλαμανάκη

Η στήλη Thriftbooks φιλοδοξεί να συγκεντρώσει και παρουσιάσει βιβλία τα οποία είναι είτε ξεχασμένα, είτε σφόδρα υποτιμημένα, είτε δεν κυκλοφορούν πλέον από τους εκδοτικούς τους οίκους, είτε είναι δυσεύρετα – άλλωστε τα περισσότερα ανασύρθηκαν από τα σκοροφαγωμένα ράφια κάποιου παλαιοβιβλιοπωλείου – και αξίζουν, για διάφορους λόγους, τη προσοχή του αναγνωστικού κοινού. 

 

Δεν έχω υπόψη μου κάποιο άλλο βιβλίο που να ασχολείται αποκλειστικά με το ζήτημα της άμβλωσης στην Ελλάδα, ιδίως πριν τη νομιμοποίηση αυτής, το 1978. Συνήθως τα ανεπιθύμητα τέκνα της νεοελληνικής γραμματείας δολοφονούνται από γυναίκες ή εγκαταλείπονται στη τύχη τους όταν πια έχουν έρθει στη ζωή (βλ. Νυχτερινή Ιστορία του Καραγάτση και Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ενδεικτικά). Πρόκειται για ένα έργο που η συγγραφέας το τοποθετεί στο είδος του “αφηγήματος”, ξεχωρίζοντας το συνειδητά από το διήγημα, τη νουβέλα ή το μυθιστόρημα. Αυτό φαίνεται να είναι συνειδητή επιλογή, η οποία αποσκοπεί στην απομόνωση του συγκεκριμένου έργου από τα είδη της μυθοπλασίας, διότι βασίζεται εν μέρει τουλάχιστον σε κάποια πραγματική υπόθεση την οποία η συγγραφέας κλήθηκε να δικάσει, ή εμπνεύστηκε το εν λόγω αφήγημα, γενικώς, από τις εμπειρίες που αποκόμισε στις δικαστικές αίθουσες. 

Η συγγραφέας Ρούλα Κακλαμανάκη έχει πρωταγωνιστήσει στη δημόσια σφαίρα, τόσο υπό την ιδιότητά της ως δικαστικός, όταν και παρείχε δημόσια και ηχηρή στήριξη στους Σαρτζετάκη, Βάλλα και Αλεξόπουλο δημοσίως και στρεφόμενη κατά του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευστ. Μπλέτσα (εδώ ο υπηρεσιακός βιος και η Πολιτεία του αμφιλεγόμενου ανώτατου δικαστή) αναφορικά με την διαβόητη υπόθεση Ρολφ Πόλε, όσο και ως πολιτικός, καθώς στις εκλογές του 1981 και του 1985 εξελέγη στο Ελληνικό Κοινοβούλιο με το ΠΑΣΟΚ και μάλιστα τοποθετήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο, ως υφυπουργός Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όσο και Παιδείας. 

Από τη σταδιοδρομία της προκύπτει πως πρόκειται για μια γυναίκα η οποία δεν έμεινε στα στεγανά της εποχής της, δεν υπηρέτησε τον κοινωνικό της ρόλο και πλήρωσε το τίμημα των επιλογών της, καθώς μετατέθηκε δυσμενώς μετά την ως άνω στάση της στην υπόθεση Πόλε. Αυτή της η στάση δίνει μια έντονη δυναμική στην Άμβλωση, χωρίς μάλιστα να τη χρειάζεται κιόλας για να αντιληφθεί κανείς τη βασική πολιτική στάση του βιβλίου. 

Πρόκειται για ένα πολύ απλό βιβλίο: Η ιστορία λαμβάνει χώρα στην εποχή της Χούντας, όπου η Ντίνα, μια νεαρή γυναίκα, αντιμέτωπη με ανυπέρβλητα οικονομικά εμπόδια, με το σύζυγό της οικονομικό μετανάστη στον Καναδά (υπονοείται πως την έχει εγκαταλείψει εντελώς κατά το κρίσιμο χρόνο), δίχως σταθερή εργασία και δυο παιδιά ήδη, ανακαλύπτει πως είναι έγκυος, μετά από ένα σύντομο ταξίδι του συζύγου της στην Ελλάδα. Αντιμετωπίζοντας τραγικό δίλημμα,  αποφασίζει να υποβληθεί σε άμβλωση. Όταν το μετεγχειρητικό στάδιο δεν πηγαίνει καλά, αυτή σπεύδει στα Επείγοντα και σχηματίζεται δικογραφία εναντίον αυτής καθώς και της γιατρού.

Το αφήγημα έχει τέσσερις πρωτοπρόσωπες αφηγήτριες, την γραμματέα του δικαστηρίου, την νεαρή και ιδεολόγα πάρεδρο του δικαστηρίου (με ένα ενδιαφέρον και σίγουρα βιωματικό juxtaposition αυτής σε σχέση με τους γηραιότερους άνδρες της έδρας, των οποίων τα σεξιστικά σχόλια και το επίμονο φλερτ πρέπει να ανέχεται) τη Ντίνα και την γυναικολόγο, όπως με τη σειρά και μια – μια, πιάνουν το νήμα της αφήγησης.  

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι άνδρες της ιστορίας, ο σύζυγος, οι δικαστές, ο εισαγγελέας, ένα φλερτ της γυναικολόγου και ο συνήγορος υπεράσπισης των γυναικών είναι όλοι χαρακτήρες στημένοι να εξυπηρετούν την αφήγηση, χωρίς να επηρεάζουν ενεργά τη πλοκή. Ούτως ή άλλως, αποτελούν μέρη ενός συστήματος, χρήσιμα γρανάζια που άγουν την ιστορία, όπως τα αναχώματα και τα φράγματα καθοδηγούν αναπόδραστα έναν ποταμό στη προδιαγεγραμμένη πορεία του. Ουδείς εθελοτυφλεί σχετικά με την πορεία της ιστορίας, είναι προδιαγεγραμμένη. Για παράδειγμα, η γραμματέας που φέρει ατύπως την ιδιότητα του “λαϊκού κριτή”, καθώς ναι μεν δεν είναι δικαστίνα, αλλά βλέπει ο,τι βλέπουν οι δικαστές και σχηματίζει τη δική της, εσωτερική κρίση, έχει συγκατανεύσει περί του αναπόδραστου της ενοχής των δύο γυναικών, στην διάσκεψη πριν την έναρξη της δίκης. 

Στα θετικά της Άμβλωσης, είναι τόσο η ρεαλιστική απεικόνιση της ατμόσφαιρας των δικαστηρίων, της διεξαγωγής της δίκης και κυρίως το κεφάλαιο όπου η Ντίνα διαπραγματεύεται την άμβλωση με τον εαυτό της, αποτελεί έναν πολύ δυνατό εσωτερικό μονόλογο, με έντονη ποιητικότητα στη περιγραφή του ψυχισμού της, καθώς αυτός πολεμά της ήδη εγκαθιδρυμένες αντιλήψεις περί φόνου και αντιχριστιανικής συμπεριφοράς. Στα πρόσωπα των στρυφνών ανδρών δικαστών, οι οποίοι μόνο τύποις αρκούνται στο να ακούσουν τα συγκαταβατικά λόγια του συνηγόρου υπεράσπισης, διότι η απόφαση τους είναι ήδη από τη διάσκεψη ειλημμένη, προς εξυπηρέτηση των ιδεολογικών προεκτάσεων περί Έθνους και λοιπών (που ακούμε μέχρι σήμερα, δυστυχώς) της απαγόρευσης της άμβλωσης. Η ζωή όμως της Ντίνας, ως γυναίκας, εργαζόμενης και μητέρας, δεν αντέχει το βάρος της απαγόρευσης, γι’ αυτό και, παρότι τη γνωρίζει, την παραβαίνει συνειδητά.  Η εικόνα δε της γυμνής Ντίνας μπροστά στον καθρέφτη υπό το φως του φεγγαριού και η τελική απόφαση σε αυτό το παγανιστικής αισθητικής οπτικό πλαίσιο, μένει χαραγμένη στη μνήμη του αναγνώστη.

Ένα αρνητικό στοιχείο του αφηγήματος θα έλεγε κανείς πως αποτελεί το μέρος των αγορεύσεων, στο τέλος του βιβλίου. Στερείται οποιασδήποτε αφηγηματικής τέχνης, ειδικά το τμήμα κατά το οποίο ο εισαγγελέας αποφαίνεται περί ενοχής και την αιτιολογεί, είναι απλώς μια πατερναλιστική παράθεση όλων των αναχρονιστικών επιχειρημάτων κατά των αμβλώσεων με έντονα εχθρικό τόνο, που το καθιστά δυσβάσταχτο ακόμα και στον απλό αναγνώστη. Εάν το να αποστρέφεται ο αναγνώστης αυτό το μέρος του βιβλίου είναι εντός των στόχων της συγγραφέως, μπράβο της, πέτυχε το στόχο της.

Καταληκτικά, αποτελεί ένα ευθύ και ξεκάθαρο, αλλά δυνατό βιβλίο σχετικά με ένα θέμα που κακώς, αλλά βρίσκεται ακόμα στον δημόσιο διάλογο, με τους όρους τους οποίους βρίσκεται τέλος πάντων, με το βιωματικό στοιχείο της συγγραφέως να λειτουργεί σε δυο επίπεδα: πρώτον, ως δικαστικός λειτουργός, προσφέρει μια από πρώτο χέρι ρεαλιστική απεικόνιση της δικαστηριακής πραγματικότητας ως έχει τη δεκαετία του 70, πράγμα όχι σύνηθες στην νεοελληνική γραμματεία, αλλά και ως γυναίκα μαχόμενη με τα στερεότυπα και τους έμφυλους ρόλους στην επαγγελματική και πολιτική της ζωή, δίνει μια έντονα πολιτική διάσταση σε μια ιστορία στην οποία η ταραχώδης πολιτική ζωή δεν παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, απλώς αναφέρεται με κάποιους υπαινιγμούς και πλάγιες αναφορές για εξορίες. 

 

Το βιβλίο εκδόθηκε από τον Καστανιώτη και είναι εξαντλημένο.