Κάθε εποχή οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν διάφορες προκλήσεις και υπαρξιακά άγχη που μετουσιώνουν σε μελλοντικούς φόβους, τους οποίους αποτυπώνουν σε μια δυστοπική μυθολογία. Η δυστοπία δεν είναι κτήμα της νεοτερικότητας και…

Τελικά ποιον τύπο δυστοπίας θα ζήσουμε;

Κάθε εποχή οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν διάφορες προκλήσεις και υπαρξιακά άγχη που μετουσιώνουν σε μελλοντικούς φόβους, τους οποίους αποτυπώνουν σε μια δυστοπική μυθολογία.

Η δυστοπία δεν είναι κτήμα της νεοτερικότητας και προνόμιο των δυτικών κοινωνιών, όπως λανθασμένα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε αν μέναμε στα εργαλεία της λογοτεχνικής ανάλυσης, αλλά αφηγηματική έκφραση η οποία καταδιώκει τον άνθρωπο σε κάθε εποχή.

 

Τι είναι η δυστοπία;

Εάν δούμε τη σύγχρονη μορφή των δυστοπιών του 20ού αιώνα, από τον Έντουαρντ-Μόργκαν Φόρστερ (Η μηχανή σταματά, 1909), τον Γιεβγκένι Ζαμιάτιν (Εμείς, 1924), τον Άλντους Χάξλεϋ (Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, 1932) και τον Τζωρτζ Όργουελ (Φάρμα των Ζώων, 1945, 1984, 1949), πρόκειται για μια εφιαλτική κατάληξη του κόσμου, η οποία έχει επέλθει μέσω της διάρρηξης των νοηματικών σχέσεων του βιωμένου κόσμου κατά βάση, λόγω της επικράτησης αυταρχικών καθεστώτων, της κυριαρχίας της τεχνολογίας σε κάθε επίπεδο και της εφαρμογής της ως βιοπολιτικής, και της αμφισβητούμενης έννοιας της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου προς μια ιδεολογία.

Τα παραπάνω έργα ήταν παράγωγα των υπαρξιακών προβληματισμών μιας συγκεκριμένης εποχής κατά την οποία τα απολυταρχικά καθεστώτα και οι συνεχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις προβλημάτιζαν για το πώς θα διαμορφωνόταν το μέλλον. Ακόμα και σήμερα, με την απόσταση ενός σχεδόν αιώνα από τα περισσότερα έργα, οι ίδιοι προβληματισμοί φαίνεται πως μας απασχολούν ως «αρχέγονη φύση», καθώς δεν σταματάμε να παραλληλίζουμε τον κόσμο του σήμερα με τις εφιαλτικές καταλήξεις τους και να βλέπουμε στοιχεία ομοιότητας, ενισχύοντας τους ηθικούς πανικούς μας.

Αιτία είναι η δημοφιλής κουλτούρα και ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώθηκαν οι προβληματισμοί των παραπάνω συγγραφέων σε μετέπειτα λογοτεχνικά έργα και στον κινηματογράφο, αλλά και η ρεαλιστική απόδοσή τους, δεδομένα τα οποία εκλαμβάνονται από μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων ως «προφητείες».

 

 

Θρησκεία και δυστοπία

Με μια γρήγορη ματιά, φαίνεται πως οι πρώτες δυστοπίες είναι οι προφητείες, οι οποίες είχαν σκοπό την επιβολή επιταγών και κόκκινων γραμμών, και η θρησκευτική εσχατολογία.

Από τον Άδη, την Κόλαση και το Ντουάτ μέχρι το Ράγκναροκ και την Αποκάλυψη, αυτό που βλέπουμε είναι μια πιστή υπόσχεση πως αν το άτομο δεν δράσει με μια συγκεκριμένη ηθική, όλα θα έχουν εφιαλτική κατάληξη.

Αυτό το αφηγηματικό μοτίβο είναι στην ουσία η ανάγκη του ανθρώπου να βλέπει και να πιστεύει στις ίδιες τις δυστοπίες ως ένα μέσο ηθικού χάρτη. Στο πλαίσιο της θρησκείας ως συστήματος πίστης, κάθε παρέκκλιση από τους κανόνες ή εναντίωση προς τα σύμβολα και τις θεότητες οδηγεί το άτομο μετά θάνατον σε μια διαφορετική διάσταση, η οποία ντετερμινιστικά υφίσταται για τον βασανισμό των άπιστων.

Αντιθέτως, οι προφητείες είναι ρεαλιστικότερες αφηγήσεις οι οποίες αναφέρονται στον υπαρκτό κόσμο, παρά τα απόκοσμα στοιχεία που μπορεί να έχουν μέσα τους, καθώς μιλούν για το μέλλον με μια ασάφεια πάντα προς τον χρόνο εκπλήρωσης, τα πρόσωπα και πολλά άλλα χαρακτηριστικά.

Έτσι, οι προβληματισμοί των παραδοσιακών κοινωνιών αποτυπώθηκαν μέσω των μηχανισμών της θρησκευτικής σκέψης στα διάφορα «ιερά βιβλία», στις προφητείες και στις δοξασίες.

Η βασική διαφορά όμως μιας σύγχρονης δυστοπίας του 20ού αιώνα με τις θρησκευτικές αφηγήσεις είναι πως αποτελεί αποκλειστικά προϊόν φαντασίας κάποιου συγγραφέα ή σεναριογράφου και όλοι γνωρίζουν πως είναι μυθοπλασία, όμως η ανάγκη του ανθρώπου για νοηματικές σταθερές και παραδείγματα, είτε προς μίμηση είτε προς αποφυγή, επιτρέπουν την ανάγνωσή της ως σύγχρονης προφητείας. Έτσι, οι σωματοποιημένοι υπαρξιακοί φόβοι ασκούν μια μυστηριακή γοητεία για το άγνωστο μέλλον, ενώ ο περιρρέων τρόμος του «πιθανού» τείνει να μετατραπεί σε μια πορνογραφική ηδονή.

 

 

Τελικά είναι οι δυστοπίες στο μυαλό μας;

Η απάντηση που μπορώ να δώσω είναι «και ναι και όχι».

Ναι, οι δυστοπίες είναι αποτυπωμένοι υπαρξιακοί φόβοι, ενδεδυμένοι με αφηγηματικά στοιχεία, όμως πολλές από αυτές δεν παύουν να έχουν μια πιθανότητα πραγματοποίησης και αυτό είναι που τις κάνει πιο τρομακτικές, αλλά και γοητευτικές.

Το παράδειγμα ενός ιού που εξαπλώνεται και είτε σκοτώνει μαζικά τον άνθρωπο (La Jetée, 1962· 12 Monkeys, 1995) είτε τον μετατρέπει σε κάποιο αποκρουστικό πλάσμα (Resident Evil, 2001· World War Z, 2013) είναι ένα αρκετά παιγμένο σενάριο. Δεν ήταν λίγοι που σύγκριναν το ξέσπασμα του Covid-19 και τη διαχείρισή του με την ταινία Contagion (2011). Για την ακρίβεια, το Contagion ήταν το γλωσσικό εργαλείο που είχαν οι άνθρωποι για να κατανοήσουν τον Covid-19 και να δράσουν υπό έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Σίγουρα όμως πέρα από τις δυστοπίες που χαρακτηρίζονται από λοιμούς, υπάρχει μια σειρά από πολλές άλλες, όπως οι τεχνολογικές (Metropolis, 1927· The Exterminator, 1980· Matrix, 1999), οι πολιτικές (Brazil, 1985· Handmaid’s Tale, 1985· Code 46, 2003) και οι περιβαλλοντικές (Soylent Green, 1973· Logan’s Run, 1976· Mad Max, 1979). Η παραπάνω κατανομή μπορεί να κατακερματιστεί πολύ περισσότερο με άλλα ειδικά ή γενικά χαρακτηριστικά, οπότε θα ήταν καλό να μη σταθεί κάποιος σε αυτή.

Σίγουρα στην «κοινωνία του θεάματος» και στην «κοινωνία της διακινδύνευσης», τα μέσα έχουν πανίσχυρες συμβολικές επιδράσεις στην κατασκευή του κόσμου και αντλούν ερμηνευτικά σχήματα από την έτοιμη μυθοπλασία για να δημιουργήσουν το πλαίσιο του τρόμου και να μπορέσουν να μιλήσουν γι’ αυτό. Ανάλογα με τη φύση της «κρίσης», το τέλος παραλληλίζεται με τις υπάρχουσες δυστοπίες.

 

 

Πριν λίγα χρόνια, όταν το Ισλαμικό Κράτος βρισκόταν στην άνοδό του, το «τέλος» των ελευθεριών μας θα μπορούσε να μοιάζει στο σενάριο του 2084 (2015) του Μπουαλέμ Σανσάλ, ενώ στη δεκαετία του 1980 το τέλος θα προερχόταν πιθανότατα από κάποιον πυρηνικό πόλεμο.

Σήμερα το Doomsday Clock, αυτός ο «δείκτης του τέλους», δεν μας ενδιαφέρει πόσο γρήγορα χτυπάει, καθώς τα μέσα μάς ενημερώνουν διαρκώς πως έχουμε περίπου μία δεκαετία πριν η κλιματική αλλαγή γίνει «μη αναστρέψιμη».

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πληροφόρησης, οι μαζικές μεταναστεύσεις, η έλλειψη τροφής, η συνεχόμενη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και οι ολοένα και μεγαλύτερες ταξικές διαφορές λόγω του νεοφιλελευθερισμού μάλλον οδηγούν στο συμπέρασμα πως το σενάριο του Soylent Green, η μαζική εξαφάνιση ειδών και οι άνθρωποι ως «έπιπλα-υπηρεσίες» ενός ενοικιαζόμενου διαμερίσματος, είναι πιο πιθανό προς εκπλήρωση από αυτό άλλων δυστοπιών.

Σίγουρα το cyberpunk σύμπαν θα έχει την ευκαιρία να βρει τον χώρο μέσα σε όλο αυτό το σχεδόν απαρχαιωμένο περιβάλλον μιας μονοδιάστατης περιβαλλοντικής δυστοπίας, όμως όλα αυτά είναι σκέψεις για ένα δυστοπικό μέλλον που έχει κατασκευαστεί με τα υπάρχοντα δεδομένα.

Εκατομμύρια άνθρωποι, για χιλιάδες χρόνια, περίμεναν τον κόσμο να καταστραφεί – κι όμως είμαστε ακόμα εδώ. Η μόνη δυστοπία που μπορεί να δει κάποιος μέχρι στιγμής είναι αυτή της εργαλειοποίησης του ίδιου του ανθρώπου προς όφελος μιας ιδέας, του «κέρδους» και της άρνησης χρήσης έτοιμων αγαθών που απλά αναμένεται να καταναλωθούν στο πλαίσιο συμπλήρωσης μιας συνάρτησης.

Ίσως τελικά τη δυστοπία τη ζούμε ήδη και αναζητούμε διαφυγή σε μια άλλη, λίγο πιο εφιαλτική, που παρουσιάζει πιο ξεκάθαρους τους υπαρξιακούς φόβους μας.