Εντάξει, ο καιρός και ο ελεύθερος χρόνος που ξαφνικά προέκυψε στη ζωή μας είναι για να καλύψεις κενά. Ίσως αυτή να είναι και η κύρια λειτουργία στο να κάνεις ή…

Οι ελληνικές ταινίες που μας σημάδεψαν

Εντάξει, ο καιρός και ο ελεύθερος χρόνος που ξαφνικά προέκυψε στη ζωή μας είναι για να καλύψεις κενά. Ίσως αυτή να είναι και η κύρια λειτουργία στο να κάνεις ή να διαβάζεις λίστες σαν και αυτή. Να διαβάσεις και να προτείνεις πράγματα που σε καθόρισαν. Πρώτα από όλα για να μιλήσεις για τον εαυτό σου (ας το ομολογήσουμε). Δεύτερον για να αναδείξεις πράγματα που σε διαμόρφωσαν. Οι πληροφορίες είναι πολλές. Η πρόσβασή μας σε αυτές είναι πανεύκολη. Καμιά φορά η διαχείριση όλου αυτού του όγκου ποπ κουλτούρας είναι ζήτημα συνεργατικό. Για την ακρίβεια όχι «καμιά φορά». Πάντα.

Στη λίστα αυτή οι κανόνες είναι απλοί: διαλέγουμε από μία ταινία του ελληνικού σινεμά που μας καθόρισε, εξαιρώντας τον Θόδωρο Αγγελόπουλο -έτσι, για να το κάνουμε λίγο πιο δύσκολο και λίγο πιο πρωτότυπο. Πάμε λοιπόν.

 

Χρήστος Τριανταφύλλου – Όλα είναι δρόμος (Παντελής Βούλγαρης, 1998)

 

 

Δεν ξέρω πώς υποδέχθηκε το κοινό την ταινία όταν κυκλοφόρησε, αλλά τελευταία αυτό το σπονδυλωτό αριστούργημα κακοποιείται συστηματικά. Το τρίτο μέρος της ταινίας, το περίφημο «Βιετνάμ», το οικειοποιούνται συστηματικά σε διάφορα τοξικά ιντερνετικά περιβάλλοντα –όπως συμβαίνει και με τις ταινίες του Γ. Οικονομίδη–, κάνοντάς το σημαία μιας ματσίλας που η ίδια η ταινία βλέπει κριτικά, αναστοχαστικά, μελαγχολικά. Ναι, οκ, ο συγγραφέας είναι νεκρός και ο καθένας ερμηνεύει την τέχνη όπως θέλει, αλλά είναι πραγματικά κρίμα, γιατί πρόκειται για ένα έργο που έχει νόημα μόνο όπως κυκλοφόρησε: ως ένα έργο τριών πράξεων, με τρεις φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες.

Τρεις ιστορίες που συνδέει η θυμική εθνογραφία της ελληνικής επαρχίας, που συνδέει η απώλεια. Όπως γράφει κάπου ο μεγάλος Neil Gaiman, οι ιστορίες είναι ιστοί των οποίων τα νήματα μπλέκονται μέχρι να φτάσει κανείς στο κέντρο – γιατί το κέντρο είναι το τέλος: το αρχαιολογικό πένθος της πρώτης ιστορίας συνυφαίνεται με τη γαλήνια μανία της δεύτερης και όλα καταλήγουν στη διονυσιακή κάθαρση της τρίτης. Το τελετουργικό κάψιμο του Βιετνάμ έχει νόημα όχι ως άσκηση ύφους, όχι ως επίδειξη ανδρισμού, όχι ως προκάτ ατάκα, αλλά ως το μόνο πιθανό σημείο για να ενωθούν τα σημεία και να ξεκινήσει ο κύκλος από την αρχή. Αν είναι κάτι το Όλα είναι δρόμος, είναι ένας στοχασμός για το πώς νιώθει και πώς επεξεργάζεται κανείς την απουσία στην άκρη του κόσμου.

 

 

Νίκος Σταματίνης – Ο Δράκος (Νίκος Κούνδουρος, 1956)

 

 

Τα έχει γράψει πιο αναλυτικά και ο Νίκος Θεοδωρόπουλος. Θα έχετε σίγουρα ακούσει για διάφορες ανοησίες που θα βρείτε σε ταινίες που «μας μεγάλωσαν», τη χαρακτηριστική ατάκα «ε μωρέ σκέψου πόσο παλιά ήταν». O Δράκος του Νίκου Κούνδουρου όμως είναι μια ταινία του 1956. Και, οκ, υπάρχει μια συνθήκη που λέει ότι ο κωμικός ηθοποιός ευνοείται, όταν πιάνει έναν δραματικό ρόλο αλλά εδώ ο Ηλιόπουλος δίνει μια από τις σπουδαιότερες ερμηνείες που έχει δώσει Έλληνας ηθοποιός. Πέραν όμως από τον Ηλιόπουλο, οι επιρροές του νεορεαλισμού είναι εκεί -στον πυρήνα της ταινίας- μαζί όμως και στοιχεία του φιλμ νουάρ. Η κινηματογραφική γλώσσα της ταινίας θυμίζει τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της εικοσαετίας που προηγήθηκε.

Μαζί με όλα αυτά τα στοιχεία βρίσκουμε το πολυαγαπημένο μου μοτίβο της αστικής εγκατάλειψης αλλά και την πολιτική κριτική για την καθόλου απόλυτη γραμμή που χωρίζει τον φοβισμένο και νομιμόφρονα πολίτη με τον φοβερό και παράνομο εγκληματία. Με κάποιον τρόπο, ο φόβος γίνεται η κινητήρια δύναμη όλης της ταινίας. Αυτός που δημιουργεί όλη την κλειστοφοβική κοινωνία της Ελλάδας του ‘50 και ταυτόχρονα αυτός που απελευθερώνει έναν ασήμαντο τραπεζικό υπάλληλο. Η παρανομία γίνεται μαζί και η (μόνη) ανάσα σε μια πειθαρχημένη κοινωνία. Το ίδιο και το περιθώριο.

Τα ‘50s της Αθήνας στον Δράκο δεν θα τα νοσταλγήσει κανείς.

 

 

Γιώργος Βασιλάκος – Suntan (Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, 2016)

 

 

 

To Suntan δεν είναι η αγαπημένη μου ελληνική ταινία, είναι απλά μια ταινία για την οποία ήθελα από καιρό να πω δυο πράγματα και απλά βρήκα τώρα την ευκαιρία. Νομίζω ότι ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις που αφού δεις κάτι, νιώθεις σαν να έχεις αδειάσει εσωτερικά, αλλά ταυτόχρονα να έχεις γεμίσει με αντιφατικά συναισθήματα, με τα οποία μάλιστα δεν παίζει να συμβιβαστείς ποτέ. Είναι μια ταινία για την οποία κάθε φορά που σκεφτόμουν ότι μπορώ να πω κάτι, έμοιαζε αυτό να μπορεί να γίνει μόνο με βία, σαν να πήγαιναν να με σπρώξουν σε μια σκηνή μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα ή να πετάξουν ξαφνικά πάνω μου προβολείς. Αυτό το διαιωνιζόμενο ξεβόλεμα, αυτή η αμηχανία που σου αφήνει είναι που με τριγκάρει ακόμα. Θα μπορούσα να συμπυκνώσω όλη μου την κριτική σε δυο λέξεις: αγεφύρωτα χάσματα – και να τελειώσω εκεί. Ας τα πάρουμε όμως ένα ένα.

Ο πρωταγωνιστής Κωστής, εσωστρεφής και βουτηγμένος μέσα σε αδιευκρίνιστα αδιέξοδα και ματαιώσεις, επιλέγει να απομονωθεί ασκητικά μέσα στο καταχείμωνο στο νησί της Αντιπάρου με την ιδιότητα του μοναδικού αγροτικού ιατρού, μοιάζοντας να περιμένει το καλοκαίρι. Μόνο που το καλοκαίρι, ενώ τελικά είναι εκεί, δεν έρχεται ποτέ, καθώς αντί να φέρει την κάθαρση που αποζητά ο Κωστής στο δράμα του φέρνει την τραγωδία, μετατρέποντας τον ατέρμονο χειμώνα σε επίγεια κόλαση. Το φως του καυτού ήλιου δεν φέρνει την ελπίδα αλλά την τιμωρία. Κάπου εκεί διακρίνονται και τα χάσματα.

Το ένα χάσμα είναι απλουστευτικά εκείνο μεταξύ δύο κοινωνιών. Η πρώτη περνάει καλά, δεν έχει σκοτούρες και έχει την πολυτέλεια να κοροϊδεύει αφ’ υψηλού τη δεύτερη, εκείνη που τραβάει ζόρια, που μοχθεί για δυσανάλογο αντίκρισμα και που καταλήγει να μισεί κομπλεξικά την πρώτη.

Το άλλο χάσμα αντικαθιστά τον τέταρτο τοίχο και βρίσκεται μεταξύ θεατή και πρωταγωνιστή. Είναι ξεκάθαρο ότι, ειδικά μετά το τέλος της ταινίας, δεν μπορείς να ταυτιστείς με τον Κωστή, ούτε καν μπορείς ποτέ να δικαιολογήσεις τις πράξεις ενός (spoiler alert!) βιαστή, γυναικοκτόνου. Δεν μπορείς να το ρίξεις ούτε στην ξαφνική τρέλα, ούτε στον έρωτα που τυφλώνει. Μονοσήμαντες εξηγήσεις δεν χωρούν, αλλά και το να μείνεις στο ότι το όλο ζήτημα είναι σύνθετο και κοινωνικά πολυδιάστατο, είναι προφανώς υποκριτικό, ακόμα και αν κατονομάσεις μία προς μία αυτές τις διαστάσεις.

Μετά την εύλογη συμπάθεια που λεπτοδουλεμένα εκμαιεύει ο σκηνοθέτης, ο μονόδρομος της καταδίκης μοιάζει σκληρός, όμως είναι σίγουρα δίκαιος. Από την άλλη, η δικαιοσύνη δεν αποκαθίσταται. Γιατί το ξεπέρασμα των προσωπικών δαιμόνων μπορεί να συμβεί με το ξεμπρόστιασμά τους – και αυτό έχει πράγματι μια ηθική λειτουργικότητα, όσο γνωρίζεις ωστόσο ότι οι καταπιέσεις που γεννούν τους δαίμονες είναι εκεί, δίπλα σου και μέσα σου, και οι εντάσεις τους κάθε άλλο παρά έχουν ειρηνεύσει, τότε απλά κανείς και καμία δεν έχει δικαιωθεί πραγματικά.

Δεν θέλω να υπονοήσω ότι μιλάμε για κανέναν Έλληνα Joker. Τα πράγματα ίσως είναι πολύ πιο απλά εδώ. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές με τις άβολες σιωπές μπροστά στον φιγουρατζή παλιό συμφοιτητή, στον παρενοχλητικό ντόπιο παράγοντα, στον καλοπροαίρετο δήμαρχο, ακόμα και στον ορθολογικό ιδιοκτήτη του κάμπινγκ (ο Γ. Οικονομίδης θυμίζει χαρακτήρα ταινίας του που γαληνεύει αντικρίζοντας μια πιο απεγνωσμένη κατάσταση από την δική του, η οποία τον καλεί να δώσει συμβουλές). Όλες οι παραπάνω αλληλεπιδράσεις, προσπαθώντας να βοηθήσουν, γίνονται αποπνικτικές, σ’ ένα ήδη αποπνικτικό περιβάλλον. Η παθητικότητα του Κωστή, λοιπόν, συνιστά την πραγματωμένη απελπισία – κι όταν αυτός αναλαμβάνει δράση, πάλι οι σιωπές του είναι που μιλούν και δείχνουν ένα τραυματικό background, αυτό που τον οδήγησε εξαρχής στην απομόνωση.

Βέβαια και τα τραύματα και η απομόνωση είναι μονάχα μερικές ακόμα αγεφύρωτες κουκίδες που προστίθενται στο έργο ως πιθανές αιτίες όσων ακολουθούν, χωρίς πάντως να δίνουν απαντήσεις. Τη δε απάντηση στο κλασικό ερώτημα του αν φταίει περισσότερο το συγκεκριμένο άτομο ή η κοινωνία που το ξερνά, δεν τη διευκολύνει καμιά διαλεκτική συσχέτιση των δύο. Η ίδια η εγκληματική πράξη συμβολίζει το πιο βαθύ χάσμα, μιας και η τραγωδία δεν μπορεί παρά να μένει πάντα ανοιχτή κι εμείς τραγικά αμήχανοι.

 

 

Γιώργος Παναγιωτόπουλος – Ο Βασιλιάς (Νίκος Γραμματικός, 2002)

 

 

«Τσούκτσβανκ» (Zugzwang): στα γερμανικά σημαίνει κίνηση εξαναγκασμού. Ο παίχτης εξαναγκάζεται να παίξει επειδή είναι η σειρά του. Η κίνηση που θα κάνει είναι κακή, όμως δεν έχει άλλη επιλογή.

Αδιέξοδο. Αυτό είναι το αίσθημα που σε κυριεύει μετά το τέλος του Βασιλιά. Κάθαρση για τους άλλους, αδιέξοδο για σένα που ταυτίζεσαι με τον σκακιστή Βαγγέλη που ’χει μείνει χωρίς καλή επιλογή στην επόμενη κίνησή του. Ή μήπως, τελικά, δεν έχει καμία επιλογή ήδη από την εισαγωγική σεκάνς όπου αποφυλακίζεται από τις ψυχιατρικές φυλακές με τα κορδόνια των παπουτσιών του στο λαιμό και περιφέρεται, μετά από πέντε χρόνια εγκλεισμού, σε ένα γκροτέσκο πανηγύρι που ’χει στηθεί από παλιάτσους και κλόουν στην Ομόνοια για να γιορτάσουν τη νέα αρχή του Βασιλιά;

Ο Ν. Γραμματικός, δύο χρόνια πριν την Ολυμπιάδα της Αθήνας, «χαλάει» το πάρτυ και την εθνική ευδαιμονία. Επιτίθεται στην αυταρέσκεια, τη διαφθορά της ελληνικής κοινωνίας και την ξενοφοβία της ελληνικής επαρχίας. Όλα αυτά χωρίς την arthouse φόρμα, που μας έχει κληρονομήσει ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Αντίθετα, φτιάχνει μια ιστορία με γραμμική αφήγηση συνενώνοντας τον κοινωνικό ρεαλισμό με συμβολικές αναφορές από τον χριστιανισμό και την αρχαία ελληνική γραμματεία, στερεώνοντας το νόημα των εικόνων και της ιστορίας του πάνω σε μια «ειρωνική αντίστιξη», όπως έχει επισημάνει και η Μαρία Παραδείση.

Ο σκηνοθέτης δεν θέλει μια τυπική, φολκλορική καταγραφή της φοβίας της ελληνικής επαρχίας απέναντι στον «Άλλο», αλλά στοχεύει σε μια ταινία μυθοπλασίας που θα καταδείξει με ανθρωπολογική ματιά τον μηχανισμό δημιουργίας εξιλαστήριων θυμάτων εντός μιας κοινότητας. Την τελετουργική αποκοπή του «βρόμικου» σώματος και τον συνακόλουθο «εξαγνισμό» της κοινότητας, όπως έλεγε και η Julia Kristeva.

Γι’ αυτό και ο ήρωάς του είναι Έλληνας, πρώην φυλακισμένος για ναρκωτικά και ψυχικά ασθενής, και όχι κάποιος μετανάστης ή κάποιος πρώην κατάδικος με «εξειδανικευμένο» ψυχισμό – επειδή δεν θέλει να αναμασήσει και να επιβεβαιώσει μια στερεοτυπική και μονοσήμαντη αντίληψη για τις κοινωνικές προκαταλήψεις.

Όλα αυτά γίνονται εφικτά μέσα από το καλοδουλεμένο σενάριο των Νίκου Γραμματικού και Νίκου Παναγιωτόπουλου, τη νατουραλιστική φωτογραφία του Γιάννη Δασκαλοθανάση, τη μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου  και την tour de force ερμηνεία του Βαγγέλη Μουρίκη.

Τελικά, ο Βασιλιάς είναι γυμνός.

 

 

Γιώργος Κόσσυφας – Κυνόδοντας (Γιώργος Λάνθιμος, 2009)

 

 

Δεν ξέρω κατά πόσο συμβαίνει συχνά στην βραχεία Ιστορία του Κινηματογράφου ή σε οποιαδήποτε μορφή Τέχνης, ένα έργο, όχι απλώς να παγιδεύει στα καρέ του της το πνεύμα της εποχής, να εκφράζει μια ολόκληρη κοινωνία διά της βίας, όταν τα αφηγήματα αυτής βρίσκονται στο ναδίρ, ένα δευτερόλεπτο πριν τη καταστροφή, και παράλληλα να εκτινάσσει εμπορικά και καλλιτεχνικά έναν δημιουργό. Σίγουρα ένα τέτοιο έργο είναι ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου. Κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 2009, στη χαραυγή της μεγαλύτερης οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά,  και μιλά για τις παθογένειες και τα προβλήματα του στυλοβάτη της, της πυρηνικής οικογένειας, χρησιμοποιώντας ένα εντελώς δικό της ιδιοσυγκρασιακό γλωσσικό ιδίωμα, δύσπεπτο σε πρώτη ανάγνωση, αλλά πλήρως αποτελεσματικό στο να περνά το μήνυμά του. Όλα αυτά όμως καθιστουν την ταινία σημαντική. Αγαπημένη τη καθιστά το γεγονός ότι στα 17 μου χρόνια ήταν μεγάλη ιστορία που είδα μια ταινία για πράγματα που έβλεπα γύρω μου,  που δεν μπορούσα εγώ καλά καλά να τα επικοινωνήσω στον εαυτό μου, και παρ’ όλα αυτά  μια ταινία με χαστούκισε με αυτά. Πλέον κάθε προηγούμενη ταινία του είναι χειρότερη από την επόμενη, περίπου. Δίκαιο πάντως.

 

 

Στεφανία Κουτσουπιά – Συνοικία το όνειρο (Αλέκος Αλεξανδράκης, 1961)

 

 

Είναι αδύνατον να ξεχωρίσω τους λόγους για τους οποίους αγαπώ την ταινία από την ιστορία γύρω απ’ αυτήν. Ταινία αριστερών δημιουργών σε προδικτατορική εποχή, η Συνοικία πέρασε από λογοκρισία και έκανε πρεμιέρα με έφοδο αστυνομικών στην αίθουσα και συλλήψεις, λίγες μέρες πριν τις εκλογές «βίας και νοθείας». Διασώζει την εικόνα μιας αόρατης τότε Αθήνας, αναδυόμενης από τον βούρκο, βάζοντας στο κέντρο της σκηνής την γκετοποιημένη προσφυγική γειτονιά του Ασύρματου. Θα ήταν ένα κοινωνικό δράμα, εάν δεν ήταν αυτό που οι ίδιοι οι δημιουργοί της χαρακτήρισαν «νεορεαλιστική σάτιρα».

Μακριά από στερεοτυπικούς ρόλους της καταναγκαστικά χαρούμενης, χρυσής εποχής του εμπορικού ελληνικού σινεμά, εδώ επιτέλους μεσουρανούν αντιήρωες. Αυτοί οι φτωχοδιάβολοι μετά βίας επιπλέουν σε μια ασφυκτική καθημερινότητα, μοιραία καταδικασμένη στην εξαθλίωση. Τα σημεία διαφυγής που παρουσιάζονται είναι άλλωστε πλασματικά, γιατί για να διαφύγουν από αυτή τη ζωή θα πρέπει να διαταράξουν ασυγχώρητα τον κόσμο από τον οποίο προέρχονται, αλλά και να παραμείνουν λαθρεπιβάτες στον κόσμο στον οποίο πηγαίνουν. Ο συμβιβασμός στη μοίρα δεν επιχρυσώνεται –περί συμβιβασμού πρόκειται– αλλά η λύτρωση έρχεται, παρ’ όλα αυτά, μέσα από τον εναγκαλισμό της ίδιας κοινωνικής ταυτότητας, από την οποία οι ήρωες είχαν προσπαθήσει λυσσαλέα να ξεφύγουν. Με άλλα λόγια, για μένα, σε αυτή την ταινία συστήνεται το αρτιότερο αφήγημα στο μέγιστο και –κάπως ειρωνικά– πάντα επίκαιρο λειβαδιτικό ιδεώδες: εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.

 

 

Guest Star: Κώστας Κωστάκος – Η γλυκιά συμμορία (Νίκος Νικολαΐδης, 1983)

 

 

Όχι επειδή την βρίσκω αψεγάδιαστη. Από ψεγάδια, ένα σωρό. Όχι επειδή ακουμπάω ή συντονίζομαι ιδιαίτερα με την οπτική και την στάση ζωής των ηρώων της. Ούτε αυτό πολυπαίζει. Αλλά επειδή έχει μια σαγήνη στην οποία δεν μπορώ να αντισταθώ. Επειδή είναι ένας προορισμός στον οποίο νιώθω την ανάγκη συχνά να επιστρέφω. Όχι για να τον πάρω από την αρχή ως το τέλος του. Αλλά για να ξαναμπώ μέσα του για λίγο. Για να ξαναπαίξει η μουσική του Χατζηνάσιου στα αυτιά μου και την καρδιά μου, να με γλυκάνει, να μου κόψει τα πόδια, να με γαμήσει. Μουσική που δεν είναι σαν να γράφτηκε για την ταινία, είναι σαν να βγαίνει μέσα από την ταινία, σαν να την παίζουν ως μουσικά όργανα τα σκηνικά και τα κουστούμια της Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου, σαν να διαχέεται ως φως μέσα από την φωτογραφία του Άρη Σταύρου. Για να τρέξω επίσης να υποδεχτώ για άλλη μια φορά τον Σπυριδάκη έξω από την φυλακή. Ή να τρέξω να βρω τον Μόσχο και την Μασκλαβάνου βγαίνοντας από την φυλακή. Δεν ξέρω που ακριβώς είμαι. Είμαι σε αυτή την αγκαλιά πάντως. Της ελευθερίας και της αγάπης. Για να κάνω τέλος για πολλοστή φορά το μάθημα ανατομίας. Μπας και εξηγήσω στον δάσκαλο ότι δεν κατάλαβε τίποτα. Ότι το να μην σε αγαπά ο άλλος όπως τον αγαπάς εσύ, δεν είναι απαραίτητα κουσούρι. Ότι παρόλα αυτά, το μάθημά του είναι από μόνο του έρωτας. Που δεν ξεθυμαίνει. Όπως ο έρωτας για τη Γλυκιά Συμμορία του Νίκου Νικολαϊδη.

  • Social Links: