Η δίμηνη -λόγω καραντίνας- εκδοτική αδράνεια που προηγήθηκε οδήγησε στην παραγωγή πολύ καλών βιβλίων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Φυσικά δεν μπορούμε να αγοράσουμε όλους αυτούς τους καινούριους τίτλους, γιατί -λόγω καραντίνας- δεν έχουμε πια δουλειά. Δεν μπορούμε να πούμε ψέματα στους εαυτούς μας ότι αγοράζουμε βιβλία για τις διακοπές γιατί -λόγω καραντίνας- δεν ξέρουμε αν θα πάμε διακοπές. Και το πιο σημαντικό, δεν είναι και πολύ σίγουρο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να χαλαρώσουν διαβάζοντας, όπως ίσως συνέβαινε πριν την άνοιξη. Επειδή όμως όσοι διαβάζουν -και θέλουν και μπορούν να το κάνουν ακόμη-, ενδεχομένως να βρίσκονται σε μία τρομερή σύγχυση, βομβαρδιζόμενοι κάθε μέρα από όλους τους ωραίους καινούριους τίτλους που βγαίνουν στην αγορά, μάζεψα εδώ πέντε από τα βιβλία που διάβασα, αυτά που μου έκαναν περισσότερη εντύπωση και τα θεωρώ σημαντικά για διαφορετικούς λόγους.
Σταχυολογώντας, λοιπόν, τα τελευταία μου αναγνώσματα, για να καταλήξω σε αυτά για τα οποία θέλω να μιλήσω, συνειδητοποίησα ότι όλα είναι γραμμένα από γυναίκες. Ευτυχώς, αυτό έγινε τελείως τυχαία και είναι κάτι που μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει πριν μερικά χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια μεταφράζεται στα ελληνικά πολύ περισσότερη λογοτεχνία γραμμένη από γυναίκες, στοιχείο που καταδεικνύει πως γενικότερα παράγεται και πολύ περισσότερη λογοτεχνία από αυτές, κάτι που τον 20ο αιώνα, ακόμα και στα τέλη του, θα ήταν αδιανόητο. Στην μετάφρασή τους στα ελληνικά ίσως βοηθάει και η τάση για απονομή σημαντικών βραβείων σε γυναίκες, όπως αυτό του Man Booker (τόσο το αγγλικό όσο και το διεθνές περιλαμβάνουν στις βραχείες λίστες τους πολύ σημαντικό αριθμό γυναικών συγγραφέων) · και πάλι καλά να λέμε, για ένα βραβείο που έχει στον τίτλο του τη λέξη Man. Όπως και να χει, τα παρακάτω βιβλία ανήκουν σε πέντε διαφορετικά είδη, είναι όλα εξαιρετικά, κι ελπίζω να σας κάνουν να ξεφύγετε για λίγο από αυτήν την περίεργη κατάσταση που συνεχίζουμε να βιώνουμε.
Πλάνητες, Olga Tokarczuk, εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου
Οι Πλάνητες της Tokarczuk, είναι ένα βιβλίο συγκλονιστικό και ιδιοφυές, δεν μοιάζει με τίποτα άλλο, δεν εντάσσεται ακριβώς σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, είναι πρωτότυπο, σύγχρονο και κλασικό ταυτόχρονα. Όλες αυτές οι ιδιότητές του όμως, καθιστούν δύσκολη και την περιγραφή του. Τι είναι αυτό το βιβλίο; Μία συλλογή διηγημάτων στα οποία παρεμβάλλονται σχόλια της αφηγήτριας; Ένα συνονθύλευμα ταξιδιωτικών απομνημονευμάτων με μυθοπλαστικά στοιχεία; Μία φιλοσοφική πραγματεία πάνω στη μετακίνηση, τον τόπο, το σώμα, την επικοινωνία; Είναι όλα αυτά μαζί, και αυτή του η μοναδικότητα κι ιδιαιτερότητα ήταν που συνέβαλε στο να βραβευτεί και με το διεθνές Booker και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2018. Το βιβλίο ξεκινάει με τις νοσταλγικά δοσμένες αναμνήσεις της αφηγήτριας από τα παιδικά της χρόνια, συνεχίζει με την ίδια να πηγαίνει από αεροδρόμιο σε ξενοδοχείο και από πόλη σε πόλη, ενώ η αφήγηση διακόπτεται συνεχώς με πολυσέλιδες ιστορίες που διατρέχουν τέσσερις αιώνες ιστορίας σε όλο το μήκος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μοιάζει σαν η συγγραφέας να κρατάει ένα μεγάλο ημερολόγιο από τις ιστορίες που άκουσε ή διάβασε στην περιπλάνησή της. Είναι εμφανής μία συγγένεια με τους W.G. Sebald, Joseph Roth, και Danilo Kiš, αλλά η Tokarczuk δίνει μία άλλη πιο σύγχρονη πνοή στην ταξιδιωτική αφήγηση.
Η χορτοφάγος, Han Kang, εκδ. Καστανιώτη (μτφρ. Αμαλία Τζιώτη)
«Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό». Με αυτή την πρόταση ξεκινάει το βιβλίο της νοτιοκορεάτισας Han Kang, το οποίο της χάρισε και το διεθνές Booker το 2016. Η ΓιόνγκΧιε, μία γυναίκα εξαιρετικά απλή, με όχι ιδιαίτερα πάθη, όπως την περιγράφουν όλοι, ξυπνάει μία μέρα και μετά από ένα όνειρο που είδε αποφασίζει να γίνει χορτοφάγος. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, στο πρώτο μιλάει ο σύζυγός της, ένας τελείως συμβιβασμένος και μονότονος άνθρωπος, που όπως λέει παντρεύτηκε την ΓιονγκΧιε ακριβώς επειδή ήταν πολύ κανονική: «δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία πάνω της, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο μειονέκτημα». Στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε την αφήγηση του άντρα της αδερφής της, ενός καλλιτέχνη, που παθαίνει εμμονή μαζί της, αφού μαθαίνει για ένα εκ γενετής σημάδι που έχει σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματός της. Και στο τελευταίο μέρος, το λόγο έχει η αδερφή της, αυτή που λόγω σύνδεσης αλλά και φύλου, δείχνει να την καταλαβαίνει έστω και λίγο. Δεν είναι ένα ευχάριστο βιβλίο. Για την ακρίβεια, σε κάθε σελίδα του υπάρχει κάτι που τριγκάρει, ενοχλεί και στεναχωρεί τους αναγνώστες. Κι αυτό γιατί συνεχώς εναλλάσσεται η οικογενειακή βία με πολύ οριακά ζητήματα συναίνεσης, οι διατροφικές διαταραχές με θέματα ψυχικής υγείας, με τους πρωταγωνιστές να φοβούνται να δουν και να συζητήσουν όλα αυτά που τους συμβαίνουν. Ενδιαφέρον έχει και η ιστορία της ίδιας της Kang σχετικά με τη συγγραφή της Χορτοφάγου που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου. Πολύ σημαντικό έργο, σοκαριστικό, προβοκατόρικο, βίαιο, μέχρι και αισθησιακό, μακάρι να βρει το κοινό του στην Ελλάδα, μια χώρα που σοκάρεται με πολύ λιγότερα.
Space Invaders, Nona Fernandez Silanes, εκδ. Gutenberg, μτφρ. Κώστας Αθανασίου
«Βρισκόμαστε εκεί, βυθισμένοι.
Δεν ξέρουμε πως να ξυπνήσουμε.»
Στη Χιλή του Πινοσέτ της δεκαετίας του ’80 τα παιδιά πηγαίνουν σε ένα σχολείο που δεν τους αφήνει να σκέφτονται πέρα από τα επιτρεπτά όρια, παίζουν βιντεοπαιχνίδια που τα σταματάνε για να δουν τους φόνους και τις εξαφανίσεις στις ειδήσεις, ανταλλάσσουν γράμματα, ερωτεύονται, ονειρεύονται και φοβούνται. Σε αυτή τη μικρή νουβέλα -της οποίας η έξυπνη διαρρύθμιση θυμίζει το πολύ διάσημο παιχνίδι Space Invaders-, αφηγητές είναι οι συμμαθητές της Εστρέγια, της κόρης ενός στρατιωτικού της δικτατορίας του Πινοσέτ. Όταν αυτή εξαφανίζεται, οι συμμαθητές της προσπαθούν να ανακαλύψουν τι έχει συμβεί, κάτι που δεν θα γίνει παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου, όταν το «παιχνίδι έχει πια τελειώσει». Με το έξυπνο εύρημα της αφήγησης σε πρώτο πληθυντικό (κάτι που μέχρι τώρα έχω συναντήσει μόνο στις Αυτόχειρες Παρθένους του Ευγενίδη), εξυπηρετείται ακόμα καλύτερα ο σκοπός της Fernandez, που είναι το χρέος στη μνήμη. Έχοντας η ίδια μεγαλώσει επί του καθεστώτος Πινοσέτ, προσπαθεί να ανακαλέσει όλη τη βία, την παράνοια, ακόμα και τη συνενοχή των απλών ανθρώπων που έβλεπε γύρω της. Η ίδια, εμμονική με την ιστορία, πιστεύει ότι «η μνήμη είναι ο μοναδικός τρόπος να κατανοήσουμε το παρόν», και συνακόλουθα ότι πάντα η λογοτεχνία έχει ιστορική ευθύνη. Η έκδοση συνοδεύεται από δύο εξαιρετικά κείμενα του μεταφραστή, ένα επίμετρο του Χάιμε Πίνος και κάποια αποσπάσματα από συνεντεύξεις της συγγραφέα, που φανερώνουν την πολυσχιδή κι ενδιαφέρουσα προσωπικότητά της. Μετά τις πρόσφατες εξεγέρσεις στη Χιλή, αυτή η νουβέλα φωτίζει ακόμα περισσότερο την ψυχολογία ενός λαού που ενδεχομένως μόλις τώρα αρχίζει να ξεπερνάει τον φόβο που έχει εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση.
Βερνόν Σουμπουτέξ 1, Virginie Despentes, εκδ. Στερέωμα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη
Πρέπει να είναι τρομερά κολακευτικό αλλά και τρομερά δύσκολο να σε συγκρίνουν με τον Michel Houellebecq. Κάτι έχει πάει πάρα πολύ καλά ή πάρα πολύ λάθος. Στην περίπτωση της Despentes συμβαίνει το πρώτο. Μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά το πρώτο μέρος της τριλογίας της με τίτλο Βερνόν Σουμπουτέξ, όπου ένας υπερβολικά κουλ ιδιοκτήτης δισκάδικου αφού κλείνει το κατάστημά του (επειδή ποιος αγοράζει πια δίσκους;), στηρίζεται στους πολλούς γάλλους μεσοαστούς φίλους που έκανε όλα αυτά τα χρόνια. Όταν πεθαίνει η βασική του πηγή εσόδων, ο πασίγνωστος ροκ σταρ Αλέξ Μπλιτς, αναγκάζεται να μένει από καναπέ σε καναπέ, να λέει ψέματα, ακόμα και να βρεθεί στο δρόμο προκειμένου να επιβιώσει. Παρελαύνουν πάρα πολλοί χαρακτήρες από τις σελίδες του πρώτου τόμου, διανοούμενοι, οικογενειάρχες, εντερπρενέρς, άτομα όλων των σεξουαλικών προσανατολισμών, άλλοι ισλαμοφοβικοί, άλλοι μισογύνηδες, κανένας τους πολίτικαλλυ κορρεκτ. Κι εδώ εξαντλούνται οι ομοιότητες με τον Houellebecq. Αν και οι δύο συγγραφείς θέλουν να σοκάρουν και να ασκήσουν σοβαρή κοινωνική κριτική, η Despantes βλέπει τους ήρωές της με μια μεγαλύτερη συμπάθεια, προσπαθεί να δικαιολογήσει τις πράξεις τους και τις σκέψεις τους, επιφυλάσσει γι’ αυτούς μια τρυφερότητα που σπάνια συναντάμε στον Ουελμπέκ. Και οι δύο πολύ συνειδητοποιημένα προκαλούν τους αναγνώστες τους, και την γαλλική κοινωνία ακόμα περισσότερο, ωστόσο η Despantes αν και δεν φτάνει σε μισανθρωπισμό τον γάλλο συγγραφέα, σίγουρα δεν αφήνει τη σκέψη της να καταδυθεί στα απύθμενα βάθη του στοχασμού του Houellebecq. Το βιβλίο είναι τρομερά απολαυστικό, σύγχρονο και σκληρό, με ήρωες αληθινούς γεμάτους οργή, όπως και η συγγραφές του που στέκεται απέναντι σε όλα, στον σεξισμό, την ομοφοβία, την αστική τάξη, την θρησκεία.
Τίποτε δεν χάνεται, Cloe Mehdi, εκδ. Πόλις (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς)
H Cloe Mehdi, μόλις 27 χρονών, σπάει το στερεότυπο που θέλει μόνο λευκούς μεσήλικες άντρες να γράφουν καλά νουάρ μυθιστορήματα, με πρωταγωνιστές λευκούς μεσήλικες άντρες. Το Τίποτε δεν χάνεται, πολυβραβευμένο μυθιστόρημα στην Γαλλία, μιλάει για το πώς ο φόνος ενός 15χρονου παιδιού αραβικής καταγωγής, του Σαΐντ, από έναν αστυνομικό επηρεάζει τις ζωές δύο οικογενειών. Μιλάει με μεγάλο σεβασμό για ζητήματα ψυχικής υγείας και κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς να χάνει καθόλου την ατμόσφαιρα που πρέπει να διατηρεί για να χαρακτηρίζεται γνήσιο νουάρ. Πρωταγωνιστής του βιβλίου, αλλά και αφηγητής στο μεγαλύτερο μέρος του, είναι ο Ματιά, ένα εντεκάχρονο αγόρι που αναγκάζεται να μεγαλώσει απότομα, να γίνει ο κηδεμόνας των κηδεμόνων του, και να ψάξει την αλήθεια για τον θάνατο του Σαΐντ. Βιβλίο σύγχρονο, όχι ιδιαίτερα γρήγορο, με μία τρομερή ψυχαναλυτική ματιά στους ήρωές του, εξετάζει την αστυνομική βία και την αυτοδικία, θέτοντας προβληματισμούς που ταλανίζουν ακόμα τους νομικούς επιστήμονες. Η πολιτική του θέση όμως είναι σαφής. Η αστυνομία δεν προστατεύει, σκοτώνει. Ο 15χρονος άραβας Σαΐντ είναι ο 46χρονος μαύρος George Floyd και κανείς (μας) δεν μπορεί να αναπνεύσει.
Social Links: