Ή Γιατί χρειαζόμαστε το Sci–Fi (και) ως συνέχεια του μεταφυσικού   Mερικές ακόμα σκέψεις Γράφοντας ένα τρίτο κείμενο που αφορά το DARK και επιβεβαιώνοντας το σχεδόν εμμονικό ενδιαφέρον μου γι’…

Το DARK τελικά δεν είναι άλλη μια φιλοσοφική μπούρδα

Ή

Γιατί χρειαζόμαστε το SciFi (και) ως συνέχεια του μεταφυσικού

 

Mερικές ακόμα σκέψεις

Γράφοντας ένα τρίτο κείμενο που αφορά το DARK και επιβεβαιώνοντας το σχεδόν εμμονικό ενδιαφέρον μου γι’ αυτό, πρωταρχικός στόχος μου είναι να ψηλαφίσω μερικές νέες θολές σκέψεις που μου γεννήθηκαν μετά και την ολοκλήρωσή του, κι όχι τόσο να επικεντρωθώ σε μια εξαντλητική κριτική της τρίτης σεζόν, δεδομένου ότι δεν αλλάζει κάτι αποφασιστικά ως προς τη συνολική λογική της σειράς, η οποία είναι εμφανής από το πρώτο κιόλας επεισόδιο.

Έχουμε άλλωστε ήδη μιλήσει διεξοδικά για τη δομή και τη θεματολογία της, αλλά και για το πόσο έντονα διαφοροποιημένες είναι οι αντιδράσεις του κοινού κατά την πρόσληψή της. Μάλιστα η τελευταία παρατήρηση μας είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα πως πιθανώς έχουμε να κάνουμε με μια σειρά που μιλάει στην εποχή της. Από πού προκύπτουν όμως αυτές οι αντίρροπες διαθέσεις και τι σημαίνουν για το παρόν;

Αν μετά και την παρακολούθηση της τρίτης σεζόν, έχει προστεθεί κάτι στις αρχικές μας εντυπώσεις, είναι το γεγονός πως όλο και πιο πολλές συζητήσεις γίνονται γύρω από το DARK, υποδεικνύοντας πως η μαζική του απεύθυνση δεν έσκασε σαν βόμβα όπως στην περίπτωση του Stranger Things ή του Casa de Papel, αλλά επιτεύχθηκε ως αποτέλεσμα μιας εκθετικά αυξανόμενης γνωστοποίησης. Τι είναι αυτό λοιπόν που κάνει μια σειρά αργή, συχνά βαρετή, με ένα storytelling που γίνεται συνεχώς και πιο περίπλοκο, να αποκτά αυτήν την απήχηση;

Μια σύντομη απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα μπορούσε να υποδείξει συστατικά στοιχεία της σειράς, όπως τη βιβλικότητα, τους συμβολισμούς, τα αρχέτυπα, εν τέλει τη μυθολογία, ως τα σταθερά εκείνα μοτίβα που χτυπάνε εδώ και αιώνες στο μεδούλι του συλλογικού ασυνειδήτου μέχρι να κεφαλαιοποιηθούν. Ωστόσο η επιτυχία μιας σειράς δεν μπορεί να έγκειται μόνο σε μια τόσο ρηχή επίκληση. Το DARK μοιραία θα επαναφέρει τον μύθο για να προβάλλει μια νέου τύπου μεταφυσική, πιο θελκτική ή απλώς εκ νέου θελκτική για τον σύγχρονο θεατή. Ειδικότερα, η εφεύρεση του μύθου με νέα μέσα, συγκροτεί αυτό που είχαμε ορίσει ως μετααφήγημα για το μεταφυσικό.

 

 

Η επιλογή των δημιουργών να πάρουν το ρίσκο να ρίξουν στην αφηγηματική πιατέλα παραπάνω φαντασία απ’ όση θα μπορούσαμε να καταναλώσουμε, θα πρέπει να αναγνωριστεί ως γενναία. Τα υπολείμματα που μένουν δεν χρειάζεται να πεταχτούν. Εδώ μπορούν να βρεθούν δάνεια από την Sci-Fi εργαλειοθήκη (σωματίδιο του θεού, σκοτεινή ύλη, σκουληκότρυπες, ταξίδι στο χρόνο, παράλληλοι κόσμοι κ.τ.λ.) που μιας και δεν έχουν ξαναγίνει αντικείμενο επεξεργασίας με τη συγκεκριμένη συνδυαστική προσέγγιση (ανεξάρτητα απ’ το αν αυτή ήταν άστοχη) αποκτούν τη δική τους ξεχωριστή αξία, μόνο και μόνο για τον εμπλουτισμό της γραμματολογίας του είδους, αλλά και της κουλτούρας των σειρών και της τηλεόρασης εν γένει.

Πράγματι στο γράψιμο του σεναρίου δεν εντοπίζεται εκείνο το βάθος που θα φέρει ρίγη από συγκίνηση και θα δημιουργήσει συναισθηματική φόρτιση. Οι χαρακτήρες είναι σε μεγάλο βαθμό χάρτινοι, φαίνονται μονόπλευροι και δύσκαμπτοι, η βεντάλια των συναισθημάτων τους δεν ανοίγει πλήρως, ενώ η εξέλιξη της ιστορίας δεν ευνοεί το ξεδίπλωμα διαφορετικών πτυχών τους. Κατά συνέπεια είναι σχεδόν αδύνατο, όχι μόνο το να ταυτιστεί κανείς μαζί τους, αλλά πολλές φορές ακόμα και να συναισθανθεί τα βάσανά τους.

Ας κάνουμε όμως ένα ακόμα βήμα πίσω και ας αναρωτηθούμε κάτι ακόμα: γιατί ο κανόνας των πραγματικά καλών σειρών να περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά καλογραμμένους κουλ αντιήρωες με βάθος στην ψυχοσύνθεσή τους; Μήπως δεν έχουμε χορτάσει να τρώμε στη μάπα ξεπεσμένους ή κατεστραμμένους μεσήλικες που μάχονται με τους εσωτερικούς τους δαίμονες, εσωτερικούς μονολόγους που εκφράζουν υπαρξιακά αδιέξοδα και ηθικά διλήμματα, αλλά και λιτούς διαλόγους που εκφράζουν τον δυναμισμό και την ευαλωτότητα των ανθρώπινων σχέσεων;

 

Έχω την εντύπωση  –διατηρώντας την επιφύλαξη του ότι μπορεί να είναι μόνο τέτοια–  ότι σε μεγάλο βαθμό έχουμε εθιστεί (και με το «έχουμε» εννοώ προφανώς όσους/-ες καταναλώνουμε έστω σε μια σχετικά σταθερή συχνότητα τις κατασκευές τις ποπ κουλτούρας και αρεσκόμαστε στο να την κρίνουμε με σκοπό να την ανατροφοδοτήσουμε) να θεωρούμε ευκολότερα πιο αξιόλογες σχεδόν αποκλειστικά ιστορίες που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που μόλις περιέγραψα παραπάνω. Αυτό το παράδειγμα που επαινείται και κερδίζει τις πρώτες θέσεις στις λίστες της σημερινής μαζικής κριτικής, θα μπορούσε να συνοψιστεί στον όρο «νέος υπαρξισμός».

Αντίθετα, σειρές Fantasy και Sci-Fi που εστιάζουν στο παράδοξο και στο εξω-ανθρώπινο για τον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπινου, παρότι επιτυχημένες, υποτιμούν τις δυνατότητές τους εγκλωβίζοντάς τις σε προκαθορισμένα καλούπια. Μοιραία έτσι πάσχουν από κακό γράψιμο και είτε τείνουν στην καυλάντα (Stranger Things), είτε αδυνατούν να διαχειριστούν καλλιτεχνικά το βάρος τους ξεπέφτοντας στο απόλυτο fan service (GoT), συνήθως καταλήγουν να μην παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους και αποτυγχάνουν να διατηρήσουν οποιαδήποτε ποιότητα διεκδικούσαν.

Το DARK δεν ξεφεύγει από τον παραπάνω κανόνα. Τα αρκετά προβληματικά του σημεία δεν θα του επέτρεπαν ποτέ να χαρακτηριστεί μια μεγάλη σειρά. Ωστόσο χαράσσει μια εντελώς διαφορετική γραμμή από εκείνη των τελευταίων παραδειγμάτων, αφού δεν επαναπαύεται σε σεναριακές και σκηνοθετικές επιλογές που θα το έκαναν άλλη μια σειρά για να περνάει η ώρα. Η λαοφιλία μιας σειράς που δοκιμάζει κάτι που δεν είναι παραδοσιακά λαοφιλές  –να θέσει φιλοσοφικά ερωτήματα– ακόμα και αν το κάνει προσχηματικά, μπορεί και πρέπει να επανεξεταστεί από την κριτική. Αν δεν επανεξεταστεί και προσπεραστεί με τη βιαστική ερμηνεία της εύκολης αοριστολογίας για τις μάζες (όπως έχω παρατηρήσει πως συμβαίνει), δεν ξέρω κατά πόσο γίνεται πλέον κάτι στο παραμικρό διαφορετικό από την απλή μετατόπιση προηγούμενων στερεοτύπων για την τέχνη σε νέα χωράφια, που συχνά συνεχίζουν να βρίσκονται μακριά από εκείνα των λαϊκών αισθητηρίων και κυρίως των αιτίων που τα διαμορφώνουν ως τέτοια.

 

 

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν μια δική μας ερμηνεία σχετικά με το ζήτημα. Το DARK στήνει τη στρατηγική του δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο περιβάλλον και στις καθολικές έννοιες που ο άνθρωπος μόνο μέσω της αφαίρεσης μπορεί να πλησιάσει, αλλά ποτέ να αγγίξει. Η ανάγκη του κόσμου να δει ένα τέτοιο εγχείρημα να ανθεί είναι παρούσα και η παραδοχή της έχει την δική της ξεχωριστή σημασία, όσο και αν συμφωνούμε ότι η σειρά μάλλον υπερπροσπαθεί να την καλύψει, αναλωνόμενη σε περιττή σεναριακά πληροφορία. Μαζική ανάγκη για αναστοχασμό λοιπόν, σχετικά με την θέση και την ουσία της ιστορίας, της πραγματικότητας, της λογικής, του χρόνου, του έρωτα, της ίδιας της ουσίας.

Αυτή η προγραμματική είσοδος της φιλοσοφίας σε μια σειρά είναι αναμφισβήτητα σπάνια. Όταν αυτή γίνεται, δε, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, είναι τόσο δειλή και αμήχανη, που βρίσκει διέξοδο μόνο μέσω της κωμικής δομής∙ της στρέβλωσης δηλαδή της αλήθειας ή των αληθειών που υποτίθεται ότι αναζητούνται. Εκεί η ολοκλήρωση της σκέψης  επιτυγχάνεται με το γέλιο ως λύτρωση από τη βάσανο της αναζήτησης των απαντήσεων. Ενδεικτικό τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση του The Good Place, του οποίου η ενασχόληση με την φιλοσοφία γίνεται παραπλεύρως της χιουμοριστικής επιδίωξης. Η φιλοσοφία εμφανίζεται ως ντεκόρ και τα ρεύματά της ως λίστα του supermarket, ως αναφορά που ντύνει το χιουμοριστικό περιεχόμενο, καταλήγοντας να στραγγαλίζει τόσο το χιούμορ, όσο και τον στοχασμό. Κι αυτό γιατί απ’ την πλευρά της φιλοσοφίας τίθενται ερωτήματα που πραγματικά μπορούν να πονέσουν, όμως καθώς αυτά ξεπερνιούνται στην προσπάθεια να σαρκαστούν, τελικά υποβιβάζεται και το χιούμορ μαζί με την ίδια την φιλοσοφία που προβάλλεται ως αφεαυτού ανεπίλυτη ή ανιαρά διδακτική. Η σκέψη εκεί φλεξάρει τον εαυτό της και δεν τον απολαμβάνει, οι δραστηριότητες των χαρακτήρων οριοθετούνται και ορίζονται, αντί να απελευθερωθούν με την κίνησή τους στον φακό.

Σε αντιδιαστολή με το The Good Place, το DARK δεν καταπιάνεται με την εξέταση της φιλοσοφίας ως ενός εξωτερικού αντικειμένου προς παρατήρηση με αναλυτικό τρόπο, αλλά προσπαθεί το ίδιο να φιλοσοφήσει σαν ένα οργανικό σύνολο, ως ενιαίο έργο, χωρίς να αναφέρεται ρητά το πότε μεταφέρεται στον φιλοσοφικό χώρο.

 

 

Εδώ βέβαια δεν θα συγκρίνουμε αξιολογικά το DARK ή το οποιοδήποτε DARK με το The Good Place ή το οποιοδήποτε The Good Place, γιατί κάτι τέτοιο δεν αποτελεί αντικείμενο της ίδιας της κριτικής. Στόχος της κριτικής δεν θα πρέπει να είναι να βάζει κάτω διαφορετικά έργα, (πόσο μάλλον διαφορετικών genres) και να τα συγκρίνει με μεζούρες, χώνοντάς τα σε λίστες ωσάν κατεξοχήν μετρήσιμα εμπορεύματα.

Εκείνο που εμάς νοιάζει, είναι να αναδειχθούν ή και κυρίως να εκτιμηθούν διαφορές τεχνοτροπιών και μεθοδολογιών που διέπουν τα εκάστοτε έργα, ώστε να μαντέψουμε τι μπορεί αυτά να λένε κάθε φορά για την εποχή τους και πώς τα ίδια στέκονται μέσα σε αυτή, φωτίζοντας εναλλακτικούς δρόμους.

«Κριτικές» που αντί να επιτελούν την λειτουργία τους, επιμένουν σε ασύμμετρες συγκρίσεις, καταλήγουν να γίνονται καταδίκες, ακόμα κι αν δεν το κάνουν ρητά. Αυτό βέβαια ήδη το γνωρίζουν, απλά παίζουν το σαφώς εμπορικότερο παιχνίδι του κραξίματος και όχι του feedback με γνώμονα την δημιουργία καλύτερων όρων παραγωγής της τέχνης.

Όχι πως κανείς ή καμία από εμάς θα μπορούσε έτσι με δυο-τρεις αράδες να υπερβεί τους σιδερένιους νόμους της πολιτιστικής βιομηχανίας, για να τους κατανικήσει. Ωστόσο, αν μη τι άλλο, καλό θα ήταν να γράφουμε δείχνοντάς τους κι όχι αφομοιώνοντάς τους πλήρως, (τουλάχιστον αν υποτίθεται πως γράφουμε από μια αριστερή μπάντα) πριν αυτοί γίνουν ολότελα αυτονόητοι.

Από τη δική του πλευρά, το παράδειγμα του νέου υπαρξισμού για τον οποίο κάναμε λόγο παραπάνω, συνηθίζει να προβάλλει προσωπικά αδιέξοδα ως παράγωγα των σαπισμένων κινητήρων των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων κοινωνιών, μόνο και μόνο για να μπορέσουν οι τελευταίες να μονταριστούν ξανά και ξανά ώστε να παραμείνουν σε κίνηση, σε έναν αέναο φαύλο κύκλο που αυτοτροφοδοτεί και αναπαράγει τη ματαιότητα φετιχιστικά. Τα memes που φτιάχνονται για να αποθεώσουν το νέο αυτό παράδειγμα στα social media, αντίστοιχα αρέσκονται να κράζουν ακρίτως με τον τρόπο που δείξαμε ό,τι ξεφεύγει από αυτό, αλλάζοντας όψεις κατά βούληση στο ίδιο υπερτιμημένο νόμισμα της ματαιοδοξίας των δημιουργών τους. Αναπόφευκτα έτσι και οι σύγχρονες μεγάλες σειρές δεν ξεφεύγουν από την παγίδα του να μετατρέπονται σε αυθεντίες, λιγότερο διαθέσιμες προς παρακολούθηση, περισσότερο προς συνεχή κατανάλωση και μαζική χρήση, λες και η μαγεία τους βρίσκεται στην παράλυση αντί στην όξυνση οποιασδήποτε κριτικής ικανότητας.

 

 

 

DARK Season 3 – (Spoilers Alert)

Σε ό,τι αφορά την ίδια την σεζόν, θα λέγαμε ότι ανήκει εξολοκλήρου στο τελευταίο της επεισόδιο. Μέχρι και πριν από αυτό, η δράση ακροβατεί σε οριακά μονοπάτια μεταξύ δύο παράλληλων κόσμων, καταφέρνοντας μεν να διατηρήσει ένα κάποιο νόημα σε σχέση με την ιστορία όπως την γνωρίζαμε μέχρι τότε, αναιρώντας δε αναπόδραστα την όποια πρόθεση πρωτοτυπίας υπήρχε, καθώς ανακυκλώνεται η ίδια μυστηριακή και ατμοσφαιρική αισθητική, που αρχίζει κι αυτή εμφανώς να κουράζεται και να κουράζει.

Το κλίμα αυτό λοιπόν αλλάζει μόνο στο τελευταίο επεισόδιο. Αφενός, προς επίρρωση των ψυχαναγκασμών, εκεί όλα τα κομμάτια του παζλ βγάζουν επιτέλους νόημα, γεγονός που προσωπικά δεν με ενδιαφέρει και τόσο, όσο και αν μου προκαλεί μια πρόσκαιρη ικανοποίηση κατώτερων ενστίκτων.

Αφετέρου, από την οπτική ενός πειραματικά χαοτικού σεναρίου που καταφέρνει και γίνεται μαζική τέχνη, η ενοχλητική (και συχνά βαρετή) επιμονή της σειράς να θέτει ερωτήματα που δεν σηκώνουν απαντήσεις, παρότι μετά βίας κρατά τον μηχανισμό της παρακολούθησης ενεργό, είναι εκείνο το καύσιμο που τελικά πετυχαίνει να φτάσει τον θεατή στο συναίσθημα της λύτρωσης, ισορροπώντας υφές ματαίωσης και ολοκλήρωσης. Το concept της καρατόμησης ανθρώπινων ψυχών και ταυτοτήτων, δεν προδίδει την βαρβαρότητα των δημιουργών του DARK, αλλά την ανησυχία τους. Εκείνο που προτείνεται είναι η συνεχής άρνηση των βεβαιοτήτων, ακόμα και για τον ίδιο τον εαυτό, που εν τέλει γίνεται θυσία στο βωμό της ατέρμονης ανακάλυψης του όλου∙ του καθολικού με φιλοσοφικούς όρους. Η αντικατάσταση της κριτικής συνείδησης του Διαφωτισμού από τη μετανεωτερική αυτοκριτική της ύπαρξης, σαφώς και δεν μπορεί να αποτελέσει την μόνη αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργία των σύγχρονων μεγάλων σειρών. Η νοοτροπία αυτής της γνώριμης πια γενεαλογίας οφείλει να σπάσει τα στεγανά της για την εξέλιξή της.

Η προβολή της αυτοθυσίας αντί της αυτοκριτικής όμως, δεν σημαίνει την ανάσυρση του χριστιανικού χαρακτήρα αντίληψης και πρόσληψης της πραγματικότητας, αφού δεν γίνεται για τη διάσωση ενός αιώνια αμετάβλητου όλου, αλλά για την γνωστοποίηση της κίνησης ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου. Η αυτοθυσία με λίγα λόγια δεν είναι το παράδειγμα μιας τιμωρίας για την συγχώρεση στο ατέλειωτο παρόν, αλλά το παράδειγμα μιας καθολικής άρνησης για την αναδημιουργία του παρόντος στο σύνολό του.

 

 

Απ’ αυτήν ακριβώς τη σκοπιά παρατήρησης, είναι ενδιαφέρουσα και η ερμηνεία του συμβόλου της Triquetra ως αναπαράστασης του τρισυπόστατου υλικού κόσμου του DARK, αντί της υπερβατικής φύσης του τρισυπόστατου Θεού. Πρακτικό αποτέλεσμα της διαφοροποίησης αυτής, είναι ότι στη θέση της ανθρώπινης αντρικής φύσης που θυσιάζεται για να μεταρσιωθεί σε θεϊκή και να παγιωθεί ως τέτοια, προδιαγράφοντας τον απόλυτα σκληρό και αδιαμεσολάβητο προνεωτερικό δυϊσμό (υλικό – υπερβατικό), στο τελευταίο επεισόδιο του DARK έχουμε ουσιαστικά το ανάποδο. Δύο ξεχωριστά άτομα με τον έρωτά τους ως διαμεσολάβηση, συντονίζουν τις ενέργειές τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε η τελική έκβαση της μη-ύπαρξής τους να μην επέρχεται μετά από συνεννόηση, αλλά μετά από μια μη-απόφαση που δεν προτείνεται ποτέ. Πρόκειται για κίνηση που προκύπτει φυσικά, σαν από ένα κοινό σώμα που αντικαθρεφτίζεται, όπως άλλωστε μαρτυρά και η σεκάνς της εξαφάνισης των πρωταγωνιστών, χαρακτηριστική πύκνωση των διάσπαρτων διπλασιασμένων εικόνων που εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια της σειράς, ήδη από τους τίτλους αρχής της.

Επομένως η ενότητα είναι το μόνο που απομένει και μάλιστα σε κάθε πιθανή εναλλακτική πραγματικότητα, διατηρώντας απλά την αμφίδρομη δυναμική σχέση των μερών της, μέχρι αυτά να καταλήξουν ξανά στην ίδια ενότητα.

Είναι κατά κάποιο τρόπο ειρωνικό και ταυτόχρονα βεβαιωτικό όσων μόλις ειπώθηκαν, το γεγονός πως ενώ η σεζόν ξεκινά με την ρήση του Schopenhauer: «Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει», η συνειδητοποίηση αυτού του ορίου της υποκειμενικής βούλησης έναντι της αντικειμενικής πραγματικότητας, δεν εκτίθεται στο τέλος με ένα νιχιλιστικό ή απαισιόδοξο πνεύμα, όπως ενδεχομένως θα ταίριαζε στον κάτοχο της ρήσης, αλλά με ένα διαλεκτικά δραστικό, πιο κοντά σ’ εκείνο του σύγχρονού του και εκφραστή ανταγωνιστικών ιδεών, Hegel.

H σειρά στην τελευταία σκηνή της εξομαλύνει την δραματική ένταση που έχει προηγηθεί με μια μεταμοντέρνα χροιά που οι δημιουργοί επιδιώκουν να αφήσουν σαν καταληκτική εντύπωση. Το χιούμορ διεισδύει άξαφνα μέσω μιας υπολογισμένης αυτοαναφορικότητας που διατηρεί την σεναριακή εμμένεια και λειτουργεί σαν μια χαμηλόφωνη αποφώνηση που έρχεται στρωτά, σαν κύμα που δεν παφλάζει πάνω σε βράχια, αλλά διαγράφεται μαλακά στην άμμο.

Η τελευταία πρόταση που διατυπώνεται, περιέχει το όνομα του πρωταγωνιστή για να τον επανεισάγει, κλείνοντας το μάτι στον θεατή και διατηρώντας την αρχή της ροής του χρόνου. Τα γεγονότα θα ξαναγίνουν, όμως αυτή τη φορά διαφορετικά, ακόμα κι αν αυτή η φορά έχει ξαναϋπάρξει. Μια τέτοια σεναριακή επιλογή σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει να «Νολανίζει», όμως η μπάλα δεν πετιέται στην εξέδρα. Το στίγμα που μένει φαίνεται καθαρά. Οι παράλληλοι κόσμοι στην πραγματικότητα βρίσκονται ήδη εντός του δικού μας, αρκεί μόνο να τους φέρουμε στην επιφάνεια, ακόμα κι αν χρειαστεί να κρατήσουμε την επαναμάγευση αντί της ψευδοεπιστήμης.

 

 

After the Dark

Ας σταχυολογήσω λοιπόν αυτό το αναμφίβολα σύντομο κείμενο. Είχαμε ήδη πει πως το DΑRK στρέφεται στην φιλοσοφία καταστατικά και συμπληρώνουμε πως ίσως το κάνει και κατ’ επίφαση. Mπορεί ένα τέτοιο πρόγραμμα να γίνει ευρύτερα πρόσφορο συμβάλλοντας στην συλλογική αφύπνιση ή είναι άλλο ένα αισθητικό αποτύπωμα μιας δηθενίστικης διάθεσης που θέλει μόνο να προκαλέσει μια παροδική τέρψη και δεν αφήνει περιθώρια για ουσιαστική φιλοσοφική αναζήτηση; Τα ερωτήματα προφανώς και πρέπει να μείνουν ανοιχτά.

Θα πρέπει να συνεκτιμηθεί όμως και το εξής: Τα ερωτήματα που το ίδιο το DARK θέτει, δεν περιστρέφονται γύρω από την φιλοσοφία εν γένει, αλλά μάλλον αφορούν τον πιο σκληρό πυρήνα της∙ την οντολογία. Εκεί το άτομο βρίσκει τον εαυτό του μόνο αφήνοντάς τον κι όχι απλώς βουτώντας πιο βαθιά μέσα σε αυτόν, προκατειλημμένο από τον κανόνα των σειρών του νέου υπαρξισμού.

Γιατί αν όντως σπανίζουν ή και εκλείπουν οι σειρές που θέτουν επιτυχημένα οντολογικά ερωτήματα, ίσως χρειαζόμαστε περισσότερες αποτυχημένες προσπάθειες, όπως αυτή του DARK, μέχρι να αρχίσει να γίνεται πραγματικά κάτι. Τι μπορεί να είναι αυτό; Μάλλον το ότι για να υπάρξει η παραμικρή ελπίδα για συνολική κοινωνική χειραφέτηση στο μέλλον, χρειάζεται πού και πού να αφουγκραζόμαστε την σταθερή λαϊκή ανάγκη για ξεπέρασμα των αδιεξόδων της μέσω ενός εσκαπισμού που θα βασίζεται στην φιλοτέχνηση πιο προσεγμένων και πειστικών φανταστικών κόσμων.

Μόνο η εξοικείωση με μια εναλλακτική πραγματικότητα φέρει την πιθανότητα της προσέγγισης της κοινωνικής ουτοπίας, μέχρι τυχόν η τελευταία να υλοποιηθεί, μέχρι να γίνει κι αυτή με τη σειρά της κανονικότητα και μέχρι να χαθεί κι η ίδια.

Αυτός εξάλλου είναι κι ο κύκλος της πραγματικότητας που στερούμαστε και που το DARK, έστω και ασύνειδα, απεικονίζει στο τέλος της ημέρας.