Χρήστος Τριανταφύλλου – The Mandalorian     Το Star Wars ως διευρυμένο σύμπαν είναι από τους βασικούς πυλώνες της ποπ κουλτούρας εδώ και πολλές δεκαετίες, και ακριβώς λόγω του…

Πώς έμοιαζε η καλή τηλεόραση το 2020;

 

Χρήστος Τριανταφύλλου – The Mandalorian

 

 

Το Star Wars ως διευρυμένο σύμπαν είναι από τους βασικούς πυλώνες της ποπ κουλτούρας εδώ και πολλές δεκαετίες, και ακριβώς λόγω του συμβολικού του βάρους θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι «too big to fail». Στην πραγματικότητα όμως, εδώ και πολλά χρόνια είναι κάτι σαν τον παππού με τα παράσημα από τον Πόλεμο της Κορέας που κοιμάται στον καναπέ μετά το οικογενειακό γεύμα: είναι εκεί, όλοι τον σέβονται, αλλά κανείς δεν περιμένει και πολλά από αυτόν πια. Η τρίτη τριλογία προσπάθησε κάπως να το αλλάξει αυτό, με αποτέλεσμα να βγάλει μία μέτρια ταινία (την 7η) μια εξαιρετική (την 8η, που είναι ένα καλό μέτρο για το αν θέλω να κάνω παρέα με κάποιον/α ή όχι ανάλογα με το αν του/της άρεσε) και ένα καταστροφικό μπλέξιμο για το οποίο θα ήταν καλύτερα να μην ξαναμιλήσουμε ποτέ (την 9η).

Μέσα από τις διαστημικές φλόγες, όμως, ήρθε καβάλα στο μηχανικό του άλογο το Mandalorian. Με κάποιον μαγικό τρόπο, η Ντίσνεϋ κατάλαβε ότι, μέσα στον ωκεανό ποπ πληροφορίας που προσπαθούμε να περιηγηθούμε, ΑΛΛΗ μια ιστορία για το πώς ο τάδε γνωστός χαρακτήρας απέκτησε το αγαπημένο του γιλέκο δεν θα ενδιέφερε απολύτως κανέναν. Έτσι, γύρισε στη μήτρα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας, και ταυτόχρονα στις ίδιες του τις ρίζες: το Mandalorian είναι ένα υπέροχο διαστημικό γουέστερν που διηγείται μια απλή, αρχετυπικά όμορφη ιστορία, με μια αισθητική που αποτίει τιμή στα 70s με υπέροχα πρακτικά εφέ χωρίς να προσπαθεί να σου τα ταΐσει με το κουτάλι ως «νέα φάση».

Τα περισσότερα επεισόδια είναι δομημένα έτσι ώστε να μπορείς να προβλέψεις πάνω-κάτω από την αρχή τι θα γίνει, αν έχεις μια εξοικείωση με τις σταθερές αυτών των ειδών, αλλά αυτό δεν πειράζει καθόλου· ταυτόχρονα, το παγκόσμιο φαινόμενο Baby Yoda, άλλη μια ενδοφλέβια ένεση γλύκας από τη Ντίσνεϋ για να πουλήσει κουκλάκια, εντάσσεται οργανικά στην ιστορία, ενώ και οι αναφορές στο ευρύτερο σύμπαν του Star Wars δεν είναι απλώς fan-service που καλύπτει την έλλειψη ιδεών.

Ομολογώ πως, όταν ξεκίνησε η δεύτερη σεζόν, είχα τις αμφιβολίες μου για το πώς θα καταφέρουν οι δημιουργοί να εντάξουν τη σειρά στο σύμπαν χωρίς να νερώσουν το όμορφο απόκοσμο αίσθημα που αποπνέει. Ευτυχώς, τα κατάφεραν περίφημα, η απόκοσμη γλύκα της σειράς απογειώθηκε, το τέλος της σεζόν –που με λάθος εκτέλεση θα ήταν καταστροφή– ήταν ταυτόχρονα συγκινητικό και συναρπαστικό, το Star Wars σώθηκε από τον εαυτό του μέχρι νεότερας, και αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά πως, όταν η ψυχή ενός franchise είναι ένα διαστημικό παραμύθι, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως Όλα είναι Δρόμος.

 

 

Νίκος Σταματίνης – The Last Dance

 

 

Είναι φανερό από την αρχή ότι ο Jordan αποφάσισε να κάνει αυτό το documentary με έναν και μόνο σκοπό: Να απαντήσει σε όσους γελοιωδώς αμφισβητούσαν ότι αυτός είναι ο καλύτερος όλων. Αυτό που δεν μπορούσε πια να το κάνει μέσα στο γήπεδο επέλεξε να το κάνει μέσα από το ESPN και τελικά μέσα από το NETFLIX.

Για να είμαι ειλικρινής. Δεν θεωρώ ότι πρόκειται για το καλύτερο πράγμα που είδα φέτος. Αν έχει νόημα τέλος πάντων να χώσουμε όλα αυτά τα διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα σε έναν διαγωνισμό, ομολογώ ότι θα διάλεγα είτε το Better Call Saul είτε το Mandalorian είτε και τον Bojack.

Για να είμαι ειλικρινής για δεύτερη φορά. Δεν είμαι κανένας λάτρης του NBA και πολλά από όσα αφηγείται το Last Dance συνέβαιναν σε καιρό που δεν είχα φτάσει σε αυτόν τον κόσμο. Δεν μπορώ όμως παρά τα δύο παραπάνω να μη γράψω για το Last Dance σε αυτό το κομμάτι.

O Μichael Jordan με κόκκινα μάτια και με μια τρομερή ένταση στη φωνή, σε μια εντυπωσιακή μα και βαρετή θαλάσσια βίλα, συνεχίζει ακόμα και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του documentary να ψάχνει τα φαντάσματά του, αυτά που θα ανταγωνιστεί και θα κερδίσει, αυτά που τελικά δίνουν νόημα σε όλη τη ζωή του. Αφηγείται την ιστορία του σαν όλα να έγιναν χθες, σαν να τα βιώνει πάλι από την αρχή.

Στο τέλος ατενίζει τη θάλασσα. Είχε μόλις πει την ιστορία του. Για λίγο οι αμφισβητίες του θα σώπαιναν. Ο ίδιος όμως φαινόταν ακόμα ένα θηρίο μέσα στο κλουβί του. Ο τρόπος που στήθηκε το Last Dance δείχνει πως το γεγονός ότι δεν μπορεί να ξαναπαίξει μπάσκετ στο επίπεδο που κάποτε μπορούσε είναι κάτι που δεν θα το ξεπεράσει ποτέ.

Κάθεται στον θρόνο του προσπαθώντας πια με νύχια και με δόντια να προστατεύσει το legacy του πλέον μόνο μέσα από μνήμες. Τα κατάφερε. Προς το παρόν. Οι αμφισβητίες του θα αρχίσουν ξανά να εμφανίζονται στον επόμενο πρωτάθλημα, στο επόμενο μεγάλο ταλέντο. Κοιτώντας το παρκέ, την ενεργό δράση. Και εκείνος πάλι θα πρέπει να επιστρατεύσει τις μνήμες που και πάλι θα αρχίσουν να σβήνονται.

Ο καλύτερος όλων, ισόβια φυλακισμένος στον χρόνο του.

 

Γιώργος Βασιλάκος – Fargo

 

Σε καμία περίπτωση δεν κάνω αυτήν την επιλογή επειδή πιστεύω πως πρόκειται πραγματικά για την καλύτερη ή πιο αγαπημένη μου σειρά/σεζόν για το 2020, αλλά ξεκάθαρα γιατί με αιφνιδίασε και εντυπωσίασε θετικά σε σχέση με τις προσδοκίες που μου είχαν δημιουργήσει το trailer και μαζί σκόρπια μισόλογα που έτυχε να έχει πάρει το μάτι μου. Άλλωστε η 3η σεζόν του Fargo  –η μάλλον αγαπημένη μου– φαινόταν πως είχε προδιαγράψει την διαδικαστικού χαρακτήρα κυκλοφορία της επόμενης. Οι Κασσάνδρες ευτυχώς διαψεύστηκαν.

Η 4η σεζόν καταφέρνει να διατηρήσει στο ακέραιο την ποιότητα της 3ης, αποκτώντας μια ξεχωριστή υπόσταση στην ούτως ή άλλως ιδιαίτερη ανθολογία των Fargo series, ενώ εξελίσσει εν συνόλω το κουρασμένο, όντας χιλιοπαιγμένο, γκανγκστερικό είδος. Το ξεκίνημα γίνεται σχετικά δειλά, με ένα μάλλον υπέρ το δέον στυλιζάρισμα, όμως καθώς η αφήγηση βρίσκει ρυθμό, υπό το άγρυπνο βλέμμα του γνώριμου μάστορα Νoah Hawley, σε κρατά σε ακατάπαυστη υπερένταση. Η σεζόν μοιάζει να απορροφά στοιχεία από την τελευταία –εξίσου εξαιρετική– του True Detective, υπό την έννοια ότι μελετά και ύστερα αναπαράγει και επαναδιαπραγματεύεται μεθοδικά την ιστορική μνήμη των ΗΠΑ και πολύ περισσότερο τις διαδρομές της μαύρης της κοινότητας.  Η υπόνοια της επιβεβλημένης ιστορικής δικαίωσης της τελευταίας, ειδικότερα υπό το φως του πιο πρόσφατου ξεσπάσματος του BLM, είναι πανταχού παρούσα, αποφεύγοντας συνειδητά να φτάσει έστω και στις παρυφές του φτηνού Blaxploitation που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα τελευταία χρόνια.

Φυσικά τo κοενικό δέος είναι μπολιασμένο σε κάθε ατάκα και σκηνή, συνοδευόμενο από το all time classic αγαπημένο επεισόδιο-σήμα κατατεθέν της σειράς, (East/West, Ep. 9) το οποίο σπάει για λίγο την γραμμική αφήγηση, για να κινηθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν που βγάζει απολύτως νόημα εντός των συμφραζομένων του.

Mόνο αρνητικό σημείο, η άνιση ερμηνεία του Chris Rock, μάλλον λόγω των απαιτήσεων του πρωταγωνιστικού ρόλου που εκτείνονται σε ένα δραματικό ύφος κάπως διαφορετικό από εκείνο που προσπαθεί να προσεγγίσει ο γνωστός κωμικός. Από την άλλη, η Jessie Buckley έρχεται με φόρα από το I’m Thinking of Ending Things, παίζοντας και εδώ με τα όρια της παράνοιας, ενώ ο Jason Schwartzman αποδεικνύεται σε αποκάλυψη, ενσαρκώνοντας μια αυθεντικά νέα και ίσως ακόμα πιο ρεαλιστική απεικόνιση του νεποτιστικού πνεύματος της ιταλικής μαφίας, εναλλάσσοντας και ισορροπώντας τις κωμικοτραγικές δόσεις του ρόλου του με χειρουργική ακρίβεια.

O πήχης για το Fargo S 05 έχει ανέβει τόσο ψηλά που μοιάζει με τελεία.

YΓ: μερικώς spoiler alert: Tο easter egg αμέσως μετά τους τίτλους τέλους, παραπέμπει σε μια αυτοαναφορική πληροφορία του φαργκικού κόσμου με mind fucking κλείσιμο του ματιού που κρεμάει το σαγόνι των fans ως αποφώνηση.

 

 

Δημοσθένης Γαβαλάς Better Call Saul

 

 

Μια από τις μεγαλύτερες ντροπές που έφερα σε όλο το εύρος των φοιτητικών και μεταφοιτητικών μου χρόνων ήταν το γεγονός ότι δεν είχα καταφέρει ποτέ να δω το Breaking Bad. Για κάποιο λόγο, οι αντοχές μου έφταναν πάντα έως το 7ο επεισόδιο της πρώτης σεζόν. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος τι άλλαξε φέτος. Πιθανότατα, ήταν το τέλος του κόσμου, που για πρώτη φορά πλησίασε με έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο αυτό που με ώθησε επιτέλους να ολοκληρώσω το –φανταστικό εντέλει– Breaking Bad. Ίσως ήταν η όλη ανάγκη συμπλήρωσης της λίστας «τοπ 10 σειρές που πρέπει να δείτε πριν καταστραφεί ο κόσμος», ίσως όμως ήταν και ο ελεύθερος χρόνος της πρώτης καραντίνας. Ας μην μακρηγορώ. Το απολαυστικό Breaking Bad, με ώθησε στο ακόμη απολαυστικότερο Better Call Saul (και στο μέτριο El Camino, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).  Για το Better Call Saul, στο περιοδικό μας έχουν γραφτεί πολλά, άλλωστε, κάθε χρόνο βρίσκεται σε αυτήν την περιβόητη λίστα με τις αγαπημένες σειρές των συντακτών μας.

Με έναν τρόπο όμως, η 5η σεζόν ήταν ξεχωριστή. Δεν είναι μόνο αυτή η περίπτωση του spin off που απλά καταλήγει να είναι καλύτερο από την γενεσιουργό σειρά, αποφεύγοντας την λογική τoυ fan service, είναι περισσότερο αυτό το διαρκές χτίσιμο των χαρακτήρων που τελικά συγκροτεί και εξελίσσει ένα πραγματικά ολοκληρωμένο σύμπαν. Είναι και αυτή η έντονη διαπραγμάτευση της διάκρισης μεταξύ «κακού» και «εγκλήματος», σχετικοποίησης θύτη και θύματος. που σπάει τα δεσμά των παραδοσιακών μας θεωρήσεων και γίνεται όλο και πιο περίπλοκη με κάθε επεισόδιο που περνά. Η πλοκή ακολουθεί το μοτίβο των προηγούμενων κύκλων καθώς κινείται σε δυο επίπεδα στον βαθμό που αυτά καταλήγουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους· από τη μια ο Jimmy McGill και η διαδρομή του προς την άνοδο (ή την πτώση;), μέσα από την  (τοξική) σχέση του με την Kim Wexler και από την άλλη ο Mike Ehrmantraut, που μέσα από την προσπάθεια διαχείρισης του προσωπικού τραύματος, μας οδηγεί στις καταβολές του μεξικανικού καρτέλ ναρκωτικών που θα μας απασχολήσει κατά κύριο λόγο στο Breaking Bad. Αυτή η αλληλεπίδραση των δύο επιπέδων εξιστόρησης, του Jimmy και του Mike, συναντάται στο 8ο επεισόδιο, την εκρηκτική περιδιάβαση στην έρημο, χαρίζοντας μας σε ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα την απόλυτη κορύφωση της σειράς και ταυτόχρονα την συγκλονιστικότερη στιγμή της φετινής τηλεόρασης.

 

Γιώργος Αρχόντας – The Crown

 

 

Εφόσον αποφασίσει κανείς να δει το Crown, μπορεί να το δει με πολλούς τρόπους: μεταξύ άλλων, ως χρηστοζαμπουνική σαπουνόπερα εποχής (ναι, ο 20ος αιώνας είναι πλέον «εποχή»), ως κοινωνική κριτική για το πώς επενεργεί η εξουσία στους ανθρώπους που την ασκούν και την υφίστανται παρά τη θέλησή τους, ως μια τραγωδία για το πώς επενεργεί η εξουσία στους ανθρώπους που την επεδίωξαν.

Αυτή η τελευταία ανάγνωση, ιδιαίτερα στον τελευταίο κύκλο της σειράς, ήταν πιστεύω η πιο ενδιαφέρουσα παρά το γεγονός ότι ως θέμα δεν είναι καθόλου πρωτότυπο – μάλιστα, παίζει να είναι το πιο πολυφορεμένο κλισέ στην ιστορία των πολιτικών δραμάτων, από τον Οιδίποδα και τον Μακμπέθ, μέχρι το House of Cards και το MCU.

Τη διαφορά εδώ για μένα την έκανε η ερμηνεία της Τζίλιαν Άντερσον ως Μάργκαρετ Θάτσερ. Ένας ρόλος εξαιρετικά δύσκολος, καθώς πανεύκολα μπορεί να γλιστρήσει σε μια άκοπη καρικατούρα, αρκεί να διαλέξει κανείς στα τυφλά κάποια από τα πολλά χούγια της μακαρίτισσας και να τα ξεχειλώσει μέχρι αηδίας.

Κι όμως, η Άντερσον -περισσότερο μάλιστα αυτή, παρά οι σεναριογράφοι- κατάφερε σε ολόκληρο το πέρασμά της από τη σειρά να βρίσκεται πάντα ακριβώς πάνω στη γραμμή που χωρίζει την τραγωδία από τη φάρσα: Δίπλα στη Θάτσερ που επιδεικτικά υποκλινόταν βαθύτερα από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη βασίλισσά της, που έκανε καψόνι σε ολόκληρη την Κοινοπολιτεία για μία λέξη (υπερασπιζόμενη μάλιστα την Ν. Αφρική του απαρτχάιντ), που έβλεπε απολύτως φυσικό να θεωρεί την κόρη της υποδεέστερη του γιου της καθότι γυναίκα, υπάρχει η Θάτσερ που μίλησε αυστηρότερα από οποιονδήποτε άλλο –άντρα ή γυναίκα- στην Ελισάβετ, που κατήγαγε την τελευταία αυτοκρατορικού τύπου πολεμική νίκη της Βρετανίας, που λύγισε μόνο όταν αισθάνθηκε ότι προδόθηκε από τους πολιτικούς της φίλους (εντάξει, κι όταν χάθηκε στη Σαχάρα ο γιόκας). Απέχοντας εξίσου από λιβανιστήρια και λιβέλους, η Θάτσερ της Άντερσον είναι μια υπερ-ρεαλιστική απεικόνιση μιας υπερ-ρεαλιστικής προσωπικότητας.

Η Θάτσερ της Άντερσον είναι εντέλει η Ελισάβετ αν η τελευταία ορμούσε στη θέση και τα καθήκοντά της, αντί να τα αποδεχθεί με το ζόρι. Κι αυτός ο αντικατοπτρισμός ανάμεσα στις δύο γυναίκες είναι που έδωσε στο Crown το τραγικό βάθος που του έλειπε τις προηγούμενες σαιζόν. Η εξουσία διαφθείρει, και η στιγμή της απόφασης είναι η ίδια η κόλαση. Πράγματα γνωστά βεβαίως, αλλά που η Άντερσον με τη μέχρι σήμερα ερμηνεία της ζωής της, μας τα υπογράμμισε ξανά με τρόπο απολαυστικότατο, με τρόπο συγκλονιστικό.

 

Εύη Μότσιου – What we do in the Shadows

 

 

Η 2η σεζόν του δημιουργήματος των Jemaine Clement και Taika Waititi, What we do in the shadows, είναι το ίδιο μαγικά σαγηνευτική, όπως οι προκάτοχοί της, η 1η σεζόν του 2019 και η ομώνυμη ταινία του 2014˙ όπως αρμόζει άλλωστε σε μια σειρά/mockumentary τρόμου που ακολουθεί τη ζωή τεσσάρων βρικολάκων, τριών παραδοσιακών αιμοβόρων και ενός ενεργειακού, τους Nandor the Relentless, Nadja, Laszlo Cravensworth και Colin Robinson, που συγκατοικούν στο σύγχρονο Staten Island.

Για όσους την έχουν παρακολουθήσει, καταλαβαίνουν γιατί μπορεί να είναι μία από τις καλύτερες κωμικές σειρές των τελευταίων ετών. Η κάμερα του συνεργείου συνεχίζει να παρακολουθεί της δυσκολίες της καθημερινότητας αυτών των πλασμάτων εν έτει 2020, όπως το ότι βουλιάζει ο κήπος τους από τα υπερβολικά πολλά θαμμένα πτώματα, το σπίτι τους προσβάλλεται από φαντάσματα, οι άντρες απάγονται από μάγισσες, ώστε να τους κλέψουν το σπέρμα και να μείνουν νέες. Και μέσα σε όλα αυτά, ο λατινοαμερικανός υπηρέτης τους,  Guillermo De la Cruz, που προσμένει μάλλον άδικα να μετατραπεί σε βρικόλακα, προσπαθεί να κρύψει ότι κατάγεται από τον γνωστό κυνηγό βρικολάκων Abraham Van Helsing.

Ο τέταρτος τοίχος σπάει πολύ έξυπνα, με το να απευθύνονται οι ήρωες στην κάμερα/θεατή εν είδει συνέντευξης. Η αντίθεση του σύγχρονου εξωτερικού κόσμου με τον διατηρημένο στην φορμόλη οικιακού εσωτερικού δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για πολύ κωμικά άβολες καταστάσεις. Πολύ όμορφα κοστούμια, ατμόσφαιρα, ήχος, αλλά για μένα το διαμάντι της σειράς είναι ο Matt Berry στο ρόλο του πομπώδη ευγενή βρικόλακα Laszlo Cravensworth.

  • Social Links: