10. Róisín Machine, Róisín Murphy
Ο πέμπτος δίσκος της Róisín Murphy, της electro-pop τραγουδίστριας από την Ιρλανδία, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τη δισκογραφική εταιρεία Skint. «How dare you sentence me to a lifetime without dancing when my body’s made for feeling». Πρόκειται για μία φαντασμαγορική δουλειά που τοποθετεί την Róisín Murphy στο κέντρο ενός υπέρλαμπρου dancefloor, με την ίδια να κινείται σε ρυθμούς disco, που μεταφέρουν νοητά τον ακροατή σε ένα -όχι και τόσο μακρινό- μουσικά ηλεκτρισμένο, ουτοπικό σύμπαν, στο οποίο πρωτεύοντα ρόλο έχουν το σώμα και η επιθυμία. Εντός αυτού του κόσμου που είναι φτιαγμένος κατ’ αντιστοιχία της αισθητικής των 70’ς, με την απόλυτα μεθυστική της φωνή, η Murphy αναζητά τα ίχνη ενός εαυτού που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και που διψά για αυτογνωσία, θέτοντας σε πρώτο πλάνο το συναίσθημα και εν τέλει το προσωπικό βίωμα. «I feel my story’s still untold. But I’ll make my own happy ending. I guess I’d rather be alone. Than making do and mending».
9. Alles in Allem, Einstürzende Neubauten
Ο δίσκος Alles in Allem -σε μετάφραση All in All– είναι η δωδέκατη ολοκληρωμένη δουλειά των Einstürzende Neubauten, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο. Πρόκειται για ένα συνεκτικό άλμπουμ, του οποίου τα κομμάτια είναι απολύτως αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, δημιουργώντας στον ακροατή μία ευχάριστη αίσθηση καθ’ όλη τη διάρκειά του, επιβεβαιώνοντας πως η βερολινέζικη πειραματική μπάντα -το κατ’ εξοχήν avant-garde μουσικό παράδειγμα της δεκαετίας του ’90- βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, μέσω της οποίας ξεδιπλώνεται η αστείρευτη και πληθωρική δημιουργικότητά της, που εξακολουθεί να εκπλήσσει το κοινό. Οι μαγευτικές synth μεδωδίες προκαλούν ένα παράλογο και έντονα μουσικό σκηνικό, το οποίο καταφέρνει να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά μέσω ενός κατακερματισμένου ήχου, σημείο στο οποίο έγκειται άλλωστε, η υποβλητικότητα της συνολικής δουλειάς των Einstürzende Neubauten. Θεματικά προσανατολισμένο στη γενέτειρα της μπάντας, το Βερολίνο, το αριστουργηματικό άλμπουμ λειτουργεί παρηγορητικά, σχεδόν καταπραϋντικά για τον ακροατή, τη στιγμή που συνιστά τον περισσότερο -συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλο- ηχητικά προσβάσιμο στο κοινό δίσκο, ο οποίος βέβαια, δεν υστερεί διόλου σε πρωτοτυπία.
8. Working Men’s Club, Working Men’s Club
Οι Working Men’s Club, η βρετανική μπάντα από το δυτικό Γιορκσάιρ, κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο της τον Οκτώβριο, με τη δισκογραφική σφραγίδα της Heavenly. Πρόκειται για μία μπάντα της οποίας το δυναμικό EP Teeth άκουσα για πρώτη φορά πριν περίπου ένα χρόνο. Έκτοτε, ανυπομονούσα να κυκλοφορήσει η πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά. Ο ήχος της μπάντας, μας ταξιδεύει στην αλλοτινή techno σκηνή του Ντιτρόιτ, με συνοδοιπόρο μία άκρως ηλεκτρισμένη εκδοχή των New Order. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα υπαρξιακό ταξίδι, το οποίο ακούγεται δελεαστικό· ακροβατώντας στα όρια των δυνατοτήτων της post punk, οι Working Men’s Club, μέσα από το χαοτικό ήχο των synths και της ηλεκτρισμένης, αλλά μελωδικής και δυναμικής κιθάρας, καταφέρνουν να πρωτοτυπήσουν, συνδυάζοντας μία εικόνα καταστροφής με μία αίσθηση ελπίδας.
7. Flowers of Evil, Ulver
Πρόκειται για το δωδέκατο δίσκο της νορβηγικής μπάντας, η οποία στο πέρασμα των χρόνων έχει επαναπροσδιορίσει τη μουσική της ταυτότητα, καθώς ξεκινώντας από ήχους που την κατέταξαν στο black metal, απέκτησε σταδιακά ένα πειραματικό και ηλεκτρονικό στιλ, το οποίο έχει εμπλουτιστεί με τις δύο τελευταίες της δουλειές -συμπεριλαμβανομένης αυτής του δίσκου The Assassination of Julius Caesar (2017)- οδηγώντας την σε μία σύγχρονη synth-pop κατεύθυνση με έντονες αναφορές στην αισθητική των 80’ς, ειδικά στον ήχο των Talk Talk και των Depeche Mode. «We are wolves under the moon. This is our song. We have loved and we have lost. We’re ready to go. Oh, one last dance. In this burning church». Οι στίχοι του νέου δίσκου των Ulver -με την υπέροχη και σταθερή φωνή του Kristoffer Rygg- μαγνητίζουν τον ακροατή με τη μελαγχολική και σκοτεινή τους διάσταση, τη στιγμή που ωθούν το σώμα να παραδοθεί σε μία ακανόνιστη κινησιολογία, αλλά καθ’ όλα συναισθηματική, η οποία θα μπορούσε να παραπέμπει στον Αστακό του Γιώργου Λάνθιμου, και συγκεκριμένα στη σκηνή του χορού στο δάσος.
6. The night Chancers, Baxter Dury
Άλλος ένας μουσικός του οποίου τη δουλειά ξεκίνησα να ακούω συστηματικά φέτος, παρόλο που μετράει στο ιστορικό του σχεδόν μία δεκαετία. The night Chancers είναι ο έκτος δίσκος του βρετανού μουσικού Baxter Dury, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτιο από τη δισκογραφική εταιρεία Heavenly. Το εναρκτήριο κομμάτι I am not your dog είναι αριστούργημα, χωρίς αμφιβολία· ο επαναλαμβανόμενος ήχος απο τα synths συμβάλλει στη μελωδικότητα του κομματιού, η οποία κορυφώνεται την κατάλληλη στιγμή, δημιουργώντας μία συναισθηματική έκρηξη στον ακροατή και αφήνοντας μία γλυκόπικρη επίγευση. «I’ve been following you everywhere. Some people like to show. Some people like to watch. I watch a bit too much. You show too much». Μέσω του τραγουδιού, ο Baxter Dury θα αποπειραθεί να δώσει μία μουσική μορφή στο -κατ’ εξοχήν- σύγχρονο ζήτημα της εμμονής που γεννούν τα social media στους χρήστες τους. Όλον το δίσκο διαπερνά μία σκοτεινή διάθεση, η οποία ωστόσο στέκεται ικανή να ρίξει -έστω, λιγοστό- φως στις σύγχρονες πτυχές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
5. Every Bad, Porridge Radio
Ο δεύτερος δίσκος των Porridge Radio, της τετραμελούς alt-rock μπάντας από το Μπρίγκτον της Αγγλίας, κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Secretly Canadian τον περασμένο Μάρτιο. «You will like me when you meet me, you might even fall in love». Μέσω του κομματιού Sweet η Dana Margolin, τραγουδίστρια της μπάντας, μας προειδοποίησε: ακούγοντας για πρώτη φορά το δίσκο και την μέχρι τότε άγνωστη DIY βρετανική μπάντα, το αποτέλεσμα της δουλειάς της με εξέπληξε, παρασύροντάς με να ψάξω τα πάντα για αυτήν. Πρόκειται για έναν αρμονικό και δεμένο στην ολότητά του δίσκο, τον οποίο διαπερνά ένα στιχουργικό μοτίβο που εντοπίζεται σε κάθε κομμάτι. Μέσα από τις αντικρουόμενες μα άκρως ρεαλιστικές εικόνες που δημιουργούν οι στίχοι, «I don’t know what I want, but I know what I want» ή «Maybe I was born confused, but I’m not», εκφράζεται το βάθος της συναισθηματικής παλέτας μίας μπάντας, της οποίας ο ήχος παραπέμπει ενίοτε στους Pixies και τις πολυαγαπημένες Breeders. Με εμφανείς τις επιρροές τους από τα καλύτερα παραδείγματα της shoegaze σκηνής, οι Porridge Radio είναι μία από τις αναπάντεχα ευχάριστες εκπλήξεις της χρονιάς, των οποίων την επόμενη δουλειά περιμένουμε με ανυπομονησία.
4. Common Sense (EP), Viagra Boys
Το EP Commen Sense των Viagra Boys, της εξαμελούς post punk μπάντας από τη Στοκχόλμη, κυκλοφόρησε τον Μάρτιο, λίγο πριν την ανακοίνωση του γενικού lockdown. Μπορεί να μην καταφέραμε να τους ακούσουμε στη συναυλία που ήταν αρχικά προγραμματισμένη την περασμένη άνοιξη -κρατώντας το εισιτήριο ως ενθύμιο μίας μουσικής βραδιάς που ακόμα παραμένει άγνωστη η ημερομηνία διεξαγωγής της- αλλά, τουλάχιστον, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τέσσερα κομμάτια που ακολούθησαν το δυναμικό ντεμπούτο τους Street Worms (2018). Οι ίδιοι, ως σύγχρονοι αντι-ήρωες, έδωσαν στους ακροατές τους μία ακόμα δουλειά που συνδυάζει το θεατρικό και σαρκαστικό στοιχείο ως αναπόσπαστο μέρος μίας μαύρης κωμωδίας, μίας πολιτικής παρωδίας που στον πυρήνα της εντοπίζεται η ιδιαίτερα καυστική κριτική τους απέναντι στην τοξική αρρενωπότητα και σε όλα εκείνα τα πρότυπα συμπεριφοράς που αυτή αναπαράγει. Προσωπικά, δύσκολα θα ξεχάσω το κομμάτι Common Sense, καθώς κυκλοφόρησε στην αρχή της πανδημίας στη χώρα, την ημέρα της ανακοίνωσης του μέτρου για την αναστολή της λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και σχολείων, τη στιγμή, βέβαια, που οι εκκλησίες θα συνέχιζαν κανονικά τη λειτουργία τους. «Why don’t I remember the smart things that I read? When I was young they told me to stay out of my head. “Make the wrong choices”, yeah, and you’ll end up dead. Why can’t I have a little common sense?».
3. Ultimate Success Today, Protomartyr
Περνώντας στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο πέμπτος δίσκος της post punk μπάντας από το Ντιτρόιτ, Protomartyr, κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο από τη δισκογραφική εταιρεία Domino. «Cause those who always have it. Money is no matter. And in these hungry times. Those trapped between stations. Will forget their manners», ακούμε τον frontman, Joe Casey, να τραγουδάει στο κομμάτι Modern Business Hymns, κάνοντας σαφές πως πρόκειται για έναν ακόμα δίσκο, ο οποίος αποτυπώνει σε στίχους και μουσική την εικόνα ενός δυστοπικού μέλλοντος, που είναι τόσο πραγματικό όσο και οι ανισότητες που γεννά ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής, τα καυστικά σχόλια κατά του οποίου εντοπίζονται στη στιχουργική ατζέντα της μπάντας. Η ενσωμάτωση jazz πινελιών στα κομμάτια Day Without End και Tranquilizer, με χαρακτηριστική την παρουσία του σαξοφώνου του μουσικού Jemeel Moondoc, είναι καθοριστικής σημασίας στο άλμπουμ. Μέσα από τις εμφανείς αισθητικές αντιθέσεις, με μία άκρως σκοτεινή και μελαγχολική διάθεση, αλλά ενίοτε με μία αισιόδοξη προοπτική, ο νέος δίσκος των Protomartyr αποτελεί ένα μέσο διοχέτευσης των συναισθημάτων μας σε μία συνθήκη κατά την οποία μας διακατέχει μία συνεχής αίσθηση επαναπροσδιορισμού κάθε τι οικείου, ή όπως ακούμε χαρακτηριστικά στο κομμάτι Worm in Heaven, «Remember me, how I lived. I was frightened. Always frightened. I did exist, I did. I was here, I am. And what I left behind. Never be the simple kind».
2. Ultra Mono, IDLES
Άλλος ένας δίσκος -σίγουρα πολυσυζητημένος- πίσω από τον οποίο υπάρχει η δισκογραφική σφραγίδα της Partisan Records. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο λόγος που ανεβάζει την τρίτη ολοκληρωμένη δουλειά της μπάντας από το Μπρίστολ, στη δεύτερη θέση της παρούσας λίστας. Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα δίσκο τον οποίο περίμενα με αγωνία. Δικαίως το όνομα των IDLES έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού τα τελευταία χρόνια. Τι και αν καλλιτέχνες, όπως ο Jason Williamson των Sleaford Mods, έχουν κατηγορήσει τη μπάντα πως σφετερίζεται τη φωνή της εργατικής τάξης· στην πραγματικότητα, μέσω των καυστικών τους στίχων που ορθώνονται κριτικά απέναντι σε μία κοινωνική πραγματικότητα που (ανα)παράγει τις έμφυλες διακρίσεις και τις ταξικές ανισότητες, οι IDLES παίρνουν θέση εν τέλει, με κάθε ευκαιρία που τους δίνεται, απέναντι στον αυταρχισμό των πολιτικών του Boris Johnson. Ο δίσκος Ultra Mono βρίσκει τη μπάντα αφενός να προκρίνει -για άλλη μία φορά- τη σύνδεση τέχνης και πολιτικής, αφετέρου να βρίσκεται σε μονοπάτια που έχει διαβεί στο παρελθόν, διατηρώντας βέβαια αμείωτο το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό του κοινού. Πρόκειται για ένα συνεκτικό δίσκο, στον οποίο η μετάβαση από το ένα κομμάτι στο άλλο γίνεται με έναν απόλυτα αρμονικό τρόπο. Τη στιγμή που η κλιμακούμενη δυναμική του δίσκου καθηλώνει τον ακροατή, τον ωθεί, παράλληλα, να επιζητά να τον ακούει επαναλαμβανόμενα, δίχως διακοπή. Η απαίτηση για τους IDLES να πρωτοτυπούν σε κάθε τους μουσικό βήμα, γίνεται κουραστική στο βαθμό που εκφράζεται ως αυτοσκοπός, παραμερίζοντας τη συνολική συμβολή τους στη σύγχρονη μουσική σκηνή. Απέναντι στους λόγους όλων όσοι τους κατηγορούν για φλυαρία, η μπάντα θα μπορούσε -σαρκαστικά- να απαντήσει «Kill ‘em with kindness». Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε το κομμάτι Mr. Motivator και το πως άλλαξε καθοριστικά τις ζωές πολλών από εμάς, βάζοντάς μας σε ένα καθ’ όλα εντατικό πρόγραμμα την περασμένη άνοιξη, στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας: «Let’s seize the day. All hold hands, chase the pricks away. You can do it. You can do it». Και αν ο δικός μου λόγος δεν ήταν αρκετός για να σας πείσει πως πρόκειται για έναν υπέροχο δίσκο, υποψιάζομαι πως αυτός των IDLES θα τα καταφέρει, πολύ σύντομα.
1. A Hero’s Death, Fontaines D.C.
Θα τολμήσω να υποστηρίξω πως έχουμε να κάνουμε με τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς. Η θαρραλέα απόπειρά μου αυτή, βέβαια, στηρίζεται αφενός στην περίσσεια αγάπη μου για το κουιντέτο από το Δουβλίνο, αφετέρου στην ένθερμη αποδοχή του A Hero’s Death από κοινό και κριτικούς, η οποία τους χάρισε την πρώτη υποψηφιότητα για τον καλύτερο rock δίσκο στα φετινά Grammy Awards. Με το ντεμπούτο τους Dogrel (2019) να ξεπερνά κάθε προσδοκία για την εξέλιξη της μπάντα και να γίνεται χρυσό στην Ιρλανδία μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, οι Fontaines D.C. διαβαίνουν σε ένα μουσικό μονοπάτι που προμηνύει πως το μέλλον τους θα είναι, αν μη τι άλλο, λαμπρό. Εξισορροπώντας ανάμεσα στην ανάγκη να μεταφέρουν τη δική τους εντύπωση των μεταμορφώσεων του Δουβλίνου, του σύγχρονου αστικού τοπίου που χάνεται και πάραυτα σώζεται μέσα από τις αντιφάσεις του, καθώς και την επιθυμία να δώσουν μορφή και περιεχόμενο στις εσώτερες σκέψεις και τα συναισθήματά τους, οι Fontaines D.C. κατέληξαν στη δεύτερη ολοκληρωμένη τους δουλειά, η οποία κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο από την Partisan Records. Με μία προοπτική διεύρυνσης της αρχικής post punk μουσικής ταυτότητάς τους και με μία εμφανώς νιχιλιστική διάθεση, το A Hero’s Death έχει υποκείμενο αφήγησης την ίδια την μπάντα. Τη στιγμή που ο ρομαντισμός ξεχειλίζει από κάθε κομμάτι του δίσκου, το προσωπικό βίωμα και η διαχείριση του συναισθήματος -μέσα από την άρνηση, την υπέρβαση και την αποδοχή του- κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο σε μία προσπάθεια σύζευξης μουσικής και ποίησης, η οποία φαίνεται να στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Βέβαια, παρότι θα μπορούσα να μιλάω για ώρες, θα επιλέξω να μην μακρηγορήσω, αλλά να παραπέμψω στη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Carlos o’ Connell, κιθαρίστας της μπάντας, τον περασμένο Αύγουστο με αφορμή την κυκλοφορία του A Hero’s Death.
Social Links: