Κάποια χρόνια μετά την βρήκα τυχαία στην Αθήνα, την είδα να ανεβαίνει την Τσαμαδού. Δεν έχει πολλά εκεί, αλλά ήξερε που πήγαινε. Μου έλεγε πάντα για το κηπάκι και τώρα…

Late Night Zone 7: On a sentimental night

aOYc0AH

Κάποια χρόνια μετά την βρήκα τυχαία στην Αθήνα, την είδα να ανεβαίνει την Τσαμαδού. Δεν έχει πολλά εκεί, αλλά ήξερε που πήγαινε. Μου έλεγε πάντα για το κηπάκι και τώρα άρχισαν τις προβολές, το καλύτερο της. Το ξέρα ότι αν την έβλεπα ξανά, θα την έβρισκα σε ένα τέτοιο μέρος. Φορούσε τα σανδάλια της, ένα μαύρο φόρεμα λίγο πιο πάνω από το γόνατο και όπως τότε που την γνώρισα, τα μαλλιά πάντα κάτω, ανέμελα, δεν την ένοιαζαν, δεν τα έφτιαξε ούτε τα’ βάψε ποτέ.

Μου θύμισε τις εποχές που την έσερνα σε κανένα πάρτυ, από αυτά ξέρεις, που πάνε οι άνθρωποι για να γνωρίσουν άλλους ανθρώπους, και μου λέγε δεν φοράω τακούνια, της έλεγα πάμε θα’ ναι και ο Κώστας και μου λέγε σαν σουσού δεν φτιάχνομαι για κανέναν. Προσπαθούσα να την κάνω να …βγει να μιλήσει, να χορέψει. Αυτή χόρευε μόνη σε κάποιο υπόγειο σταθμό του Λονδίνου ή στον κήπο με το νυχτολούλουδο και το γιασεμί, σε κάτι αυλές που γυρνούσαμε το βράδυ με τα πόδια Καλλιθέα.

Γιασεμί… λευκό, είχε αγαπήσει κάποτε ένα τραγούδι τέτοιο. Αλλά ήταν πια περασμένα τα χρόνια και δεν μιλούσε πια στους φίλους της για όνειρα διεγερτικά όπως μια φορά της προφήτευσαν, ανεβαίνοντας προς το πολωνικό κέντρο. Πραγματικά δεν μιλούσε σε κανέναν πια, και οι λιγοστοί της φίλοι άρχισαν να αραιώνουν, να σπάνε, να σμίγουν με άλλους φίλους. Ήταν σαν να το ξέρε όμως, γιατί μια μέρα τότε μου ‘χε πει πάλι μια από αυτές τις γνωστές σοφίες «τελικά ο καθένας μόνος του πορεύεται το ξέρω, το δοκίμασα, δεν ωφελεί» και εγώ έμεινα να την κοιτάω παραξενεμένη. Προφανώς της απάντησα… προφανώς.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση της όταν μια φορά της την έπεσε ένας καλός θα έλεγα, τύπος σε ένα πάρτυ από αυτά που τελικά την κατάφερνα να πηγαίνουμε. Θυμάμαι όταν την ρωτούσα γιατί δεν… μου απάντησε με μια κλισέ ρομαντική ατάκα κρυμμένη πίσω από το σεληνόφως… «αξίζει μου λέγε, να ζεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.» Είμαι σίγουρη ότι το είχα ξανακούσει αλλά δεν την ρωτούσα.. αυτή μιλούσε πάντα έτσι, και δεν την ένοιαζε άμα κατάλαβες ή όχι. Οι ατάκες της δεν ήταν όλες πρωτότυπες. Kαι σίγουρα δεν ταίριαζαν όλες στη στιγμή που τις ξεστόμιζε. Μάλλον κάποια μαγική σύνδεση είχε κάνει μες το μυαλό της αλλά δεν την εξηγούσε ποτέ. Δεν προσπαθούσε να εφεύρει κάτι που θα σου ‘παίρνε ο μυαλό, αλλά όταν έλεγε αυτά που έλεγε τα εννοούσε τόσο πολύ, που πόναγαν τα κόκκαλα της. Και με κάποιο αναθεματισμένο τρόπο το καταλάβαινες.

Δεν ήταν σνομπ, αλλά δεν την ένοιαζε, δεν την ενδιέφερε τι γινόταν γύρω της. Σαν μια αιώνια αλλοπαρμένη παρουσία που βρισκόταν πάντα στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή. Εκείνη τη νύχτα, λίγες μέρες μετά την πανσέληνο του Αυγούστου, είχε κολλήσει τα μάτια της πάνω του. Καθόταν σε ένα πεζούλι μπροστά από μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Έπαιζε η Άννα του Μπατίστι, ήταν αργά οπότε οι ρυθμοί του djέγιναν αργοί, μελαγχολικοί και διαπεραστικοί. Όπως και το βλέμμα της. Αυτό ήταν, μόνιμα μελαγχολικό και διαπεραστικό, σαν να αντίκριζε ένα από ‘κέινα τα τοπία στους πινάκες του Constable ή σαν να ‘χε μόλις μαρτυρήσει κάτι από το δειλινό χρώμα του Turner.

Αυτός λοιπόν, ήταν τότε γύρω στα 25 με μακριά μαλλιά και χέρια σαν από τα αγάλματα του Μπερνίνι, έτσι τα έλεγε η Φωτεινή. Με είχε ζαλίσει τότε σε μια εκδρομή στην Τζια για την «έκσταση της Αγίας Θηρεσίας». Θεέ μου έλεγα, και σε μένα αρέσουν οι τέχνες δηλαδή όλα εκτός από την γλυπτική, δεν καταλάβαινα τι τα έκαναν έτσι σκληρά και άκαμπτα τα σώματα, και τους έβαζαν και κάτι στόματα ανοιχτά και κάτι μάτια, μπα.. προτιμούσα Μονέ. Σκεφτόμουν λοιπόν, πώς και εγώ αγαπούσα τις τέχνες αλλά αυτή από το Σούνιο μέχρι την Τζια μου περιέγραφε το μισάνοιχτο στόμα και τα κλειστά μάτια της Αγίας. Τη ζωντάνευε..

Κάπως έτσι τον ζωντάνευε και αυτόν εκείνο το βράδυ. Αυτός, καθόταν εκεί με μια μπύρα και ένα σκύλο. Ήταν της γειτονιάς ο Δίας, τον είπαν έτσι για να σπάσουν πλάκα και όποτε πλάκωναν οι μπάτσοι στην κοντινή πλατεία, ένας φώναζε «Δίας» και οι μισοί έψαχναν τον σκύλο και οι άλλοι έτρεχαν να πάρουν θέση. Ήταν inside joke που θα λέγε και η Φωτεινή, αλλά αυτή είχε ώρα κολλήσει το βλέμμα της στα χέρια του..

Ήταν προς το τέλος του καλοκαιριού, τα σώματα μας είχαν όλα το σημάδι απτό μαγιό, άσπρο κατάλοιπο επιτυχημένων διακοπών. Στην Φωτεινή δεν άρεσαν τα σημάδια. Ούτε οι επιτυχημένες διακοπές. Αυτός φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι, και μια βερμούδα μπλε, ωραίος ήταν δεν λέω, αλλά όχι από αυτούς που θα ερωτευόμουν εγώ. Είχε κάτι το απόμακρο, κάτι που σου λέγε, δεν ενδιαφέρομαι να επικοινωνήσω πέρα από την μπύρα –παγωμένη έσταζαν σταγόνες στα χέρια του- και τον σκύλο. Με το σκύλο, σαν παιδί, του έπιανε το σαγόνι το φέρνε στο πρόσωπο του και μετά τον έδιωχνε γλυκά, ο Δίας τον ξαναπείραζε…ήταν φανερό πώς ήθελε χάδια..και όχι μόνο ο Δίας. Πριν τελειώσω το μοχίτο, αυτή και αυτός κάθονταν στο ίδιο πεζούλι και για πρώτη φορά μέσα στο βράδυ την είδα να σκάει χαμόγελο, τόσο που έμοιαζε επιτέλους με το όνομα της.

Τώρα την έβλεπα μπροστά μου, 10 χρόνια μετά. Δεν ήξερα πώς να της μιλήσω, πώς να της πω ότι δεν ήθελα να χαθούμε και πώς ήταν δύσκολα όταν έφυγα για σπουδές. Εκείνη, με μια τρύπα στη μύτη, και μια πάνινη τσάντα, από αυτές που μάζευε από τα ταξίδια της, περπατούσε αργά στο δρομάκι στην Τσαμαδού, σαν να ήταν στο σπίτι της. Φαντάζομαι πόσες φορές θα πήγε εκεί, ήξερε τα δέντρα, ήξερε και τον κυρ Τζίμμυ. Το ‘ξέρε τόσο καλά που ήξερε τον περίεργο παππού στο δεύτερο πάτωμα και την κοπελιά στο απέναντι μπαλκόνι που διασκέδαζε τις νύχτες την αυτοδιάθεση του σώματος της. Ποιος ξέρει, μπορεί να έμενε εκεί τώρα!

Το σώμα της καμένο από ένα ακόμα καλοκαίρι – χωρίς σημάδια. Αν έπρεπε να στοιχηματίσω, θα έλεγα χωρίς επιτυχημένες διακοπές επίσης. Αυτή όταν έλεγε διακοπές εννοούσε το βιβλίο και την παγωμένη λεμονάδα της δίπλα σε μια θάλασσα, με ήχους από τον Ρόρυ, τον Νικ, μέχρι την Τάνια και τον Θανάση. Στεκόταν πού και πού και διάβαζε κάτι που κρατούσε στα χέρια, ένα μικρό βιβλίο τσέπης, κοίταζε ένα διώροφο νεοκλασικό, σαν εκστασιασμένος Ιάπωνας τουρίστας την Ακρόπολη, αλλά το βλέμμα της είχε ένα αντικείμενο. Cet obscur objet du désir.

Εκείνη την νύχτα δεν σταμάτησε να μιλάει μαζί του.

I can feel your breath against my ear

I might just disappear…

Shoot me down

In flames

Ο Νικ γέμιζε τα ντουβάρια ενός μπαρ σε ένα ξεχασμένο μέρος της πόλης… Ήταν δυο άγνωστοι, που είχαν να πουν τόσα όσα δεν έγραφε κανένα βιβλίο ή όλα τα βιβλία μαζί. Και ας μην πρόλαβαν την αυγουστιάτικη πανσέληνο, ήταν και οι δυο σεληνιασμένοι, σαν δυο φαουστικές ψυχές που βουτούσαν λαίμαργα ο ένας στο βυθό του άλλου για να ψαρέψουν το πιο όμορφο κοράλλι. Ο Δίας την αγάπησε επίσης, είχε και αυτή ένα χάσκι κάποτε, δεν ξέρω τι απέγινε, όπως δεν ξέρω τι απέγινε και αυτός, αυτοί οι δύο μαζί. Εγώ ήμουν η καλύτερη της φίλη, αλλά νομίζω αυτή δεν πίστευε στις καλύτερες φίλες.. Έπαιζε Doors τώρα, When the musics over και αλήθεια τελείωνε η μουσική τελείωνε και το πάρτυ.. αποφάσισα να φύγω μόνη, την χαιρέτησα και στο γυρισμό βρήκα το Στέλιο, που με πήγε μέχρι το σπίτι, και μέχρι μέσα και στο σπίτι, με το μηχανάκι.

Ήταν αλήθεια..δεν είχε αλλάξει, το κρικάκι στη μύτη της ταίριαζε πιο πολύ τώρα. Θυμάμαι τότε στο Λονδίνο με τράβαγε να το κάνει ένα χρόνο, τελικά πήγε και το κάνε μόνη της. Έτσι ήταν αυτή. Σε στιγμές όταν γυρνούσε, και τύχαινε ο ήλιος να συναντιόταν στο πρόσωπο της, πίσω από το ψηλό δέντρο στη Τσαμαδού, την έβλεπα ξεκάθαρα. Είχε, χωρίς κανένα δισταγμό, ακόμη εκείνο το βλέμμα. Εκείνο το βλέμμα που φτιάχνει δαίμονες από νεφέλες. Θα της μιλούσα, μας χώριζαν τώρα μόνο βήματα και ξεχώρισα τον τίτλο /μεθυσμένα παιδιά/. Ένα αποκηρυγμένο κάποιου ασώτου μεταξύ λογίων. Θα της μιλούσα, ένα άγγιγμα στην πλάτη, ή το όνομα της θα φώναζα. Θα γυρνούσε και θα με κοίταζε στα μάτια, όπως κοιτούσε όλους όσους φώναζαν το όνομα της πρώτη φορά.

Ήθελα να μάθω, πώς πέρασαν 10 χρόνια μέσα από τα μάτια της..

Ο Dj θα’χε βάλει τώρα Nick Cave & The Bad Seeds – Green Eyes και η σερβιτόρα θα μάζευε τα τελευταία ποτήρια από τα τραπέζια…
 

 

  • Social Links: