Έτρεχε σαν τρελός. Τον κυνηγούσαν πολλή ώρα, χωρίς να φαίνονται κουρασμένοι στο ελάχιστο. Ο ώμος του είχε αρχίσει να τον πονάει από το βάρος. Λαχανιασμένος, και με κίνδυνο να χάσει…

Late Night Zone 4

Έτρεχε σαν τρελός. Τον κυνηγούσαν πολλή ώρα, χωρίς να φαίνονται κουρασμένοι στο ελάχιστο. Ο ώμος του είχε αρχίσει να τον πονάει από το βάρος. Λαχανιασμένος, και με κίνδυνο να χάσει την ισορροπία του, γύρισε, όπλισε και σημάδεψε τον έναν από αυτούς.

Η γαλάζια δέσμη τον χτύπησε στη μέση του στήθους, αλλά δεν έγινε κάρβουνο όπως οι άλλοι, μόνο τινάχτηκε προς τα πίσω. Οι άλλοι γύρισαν στιγμιαία, και μόλις είδαν ότι ο σύντροφός τους ήταν ζωντανός συνέχισαν την καταδίωξη. Έτσι κέρδισε μερικά μέτρα. Μπροστά του έβλεπε ένα αναποδογυρισμένο λεωφορείο · μην προλαβαίνοντας να κάνει το γύρο, όπλισε και ανατίναξε το λεωφορείο με μια χοντρή γαλάζια ριπή. Αυτό κατανάλωσε πολύ υλικό και η αμπούλα ήταν πλέον σχεδόν άδεια. Αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε, είχε σχεδόν φτάσει.

Οι διώκτες του, τυφλωμένοι από τον καπνό, έχασαν αρκετό δρόμο. Όρμησε μέσα στο ερειπωμένο εργαστήριο και άρχισε να κινείται στους γεμάτους από σαπισμένα μηχανήματα διαδρόμους σαν να ήταν το σπίτι του. Ίσως και να ήταν. Πού και πού, κάποια κληματσίδα έμπαινε στη μέση. Προτίμησε να μην τις ταρακουνήσει, είχε μάθει πως δεν είναι καλό να ξυπνάς πράγματα που κοιμούνται καιρό κάπου. Η θήκη στην πλάτη του ήταν κατειλημμένη πια, δεν υπήρχε λόγος να είναι έτοιμος για βολές εδώ μέσα. Ποιος θα τον ακολουθούσε εδώ μέσα άλλωστε; Άφησε να του ξεφύγει ένα μικρό γέλιο, που αντήχησε σε όλο το εργαστήριο και τον έκανε να νιώσει σαν να είχε παρέα.

Είχε πια φτάσει, έβλεπε το γαλαζοπράσινο φως στην γωνία να τρεμοπαίζει. Πλησίασε με αργά βήματα και έφτασε στην προθήκη. Το χάζεψε χαϊδεύοντας την γενειάδα του. Ήταν εκεί, αιωρούνταν μέσα σε ένα θαλαμίσκο, χωρίς μέτρα ασφάλειας. Ποιος θα ήθελε να το αποκτήσει άλλωστε; Είχαν πει ότι δεν αξίζει, είχαν πει ότι είναι μια σαχλαμάρα, είχαν πει ό,τι λένε οι φοβισμένοι άνθρωποι. Το χέρι του δεν έτρεμε πια, το άπλωσε και έπιασε την διάφανη κάψουλα. Ήταν κρύα. Την έβαλε στην τσέπη του και προχώρησε προς την έξοδο.

Το μυαλό του ήταν κενό από σκέψεις, ακολουθούσε απλά τον νοητό του χάρτη προς την έξοδο. Τη βρήκε. Οι διώκτες του τον περίμεναν ακριβώς εκεί. Τους κοίταξε, χάιδεψε τη γενειάδα του και όπλισε. Δεν πρόλαβαν να τον αποφύγουν. Ποιος θα προλάβαινε άλλωστε;

Εκσφενδονίστηκαν πάνω σε μερικά καμένα αυτοκίνητα, λυγίζοντας και τις τελευταίες λαμαρίνες που είχαν μείνει στη θέση τους. Άρχισε πάλι να τρέχει, αυτοί και πάλι τον ακολούθησαν, πιο αργά αυτή τη φορά. Δεν αναρωτήθηκε γιατί, αν και ήταν σίγουρος πως δεν ήταν η κούραση, ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι για κάτι τέτοιο. Το μυαλό του δεν ήταν πια άδειο από σκέψεις. Ήταν γεμάτο από μια αίσθηση, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει στο ελάχιστο. Ενώ έτρεχε, έβγαλε την σχεδόν άδεια κάψουλα από το όπλο και την πέταξε στο χώμα. Η τσέπη του εξέπεμπε μια πρασινογάλαζη λάμψη. Έβαλε το χέρι μέσα και τράβηξε το λάφυρό του. Έβαλε τη νέα κάψουλα στο όπλο. Σταμάτησε να τρέχει. Δεν ήξερε αν τον καταδίωκαν ακόμα, δεν τον ένοιαζε. Συγκεχυμένες εικόνες περνούσαν από το μυαλό του. Όπλισε και σήκωσε το όπλο προς τον ουρανό. Έκλεισε τα μάτια και πάτησε τη σκανδάλη.

Άνοιξε τα μάτια και είδε την πρασινογάλαζη δέσμη με το τεράστιο πάχος να φτάνει στον ουρανό. Ήταν πια τελείως ακίνητος. Η δέσμη ήταν ακόμα εκεί. Με μεγάλη προσοχή, αλλά ταυτόχρονα μην έχοντας καμία συναίσθηση του εαυτού του, άρχισε να κινεί το όπλο. Η δέσμη κινούνταν. Η δέσμη προχωρούσε αφήνοντας μια γραμμή στον γεμάτο από δισεκατομμύρια αστέρια ολοκάθαρο, νυχτερινό ουρανό. Η δέσμη ακολούθησε μια πορεία καμπυλωτής γραμμής.

Και τότε, η γραμμή έγινε σχισμή. Ο ουρανός σχιζόταν. Δεν άνοιγε, μα σχιζόταν σαν ύφασμα που το έκοβες με ξυράφι. Ο ουρανός ξέφτιζε. Πίσω του, άρχισε να εμφανίζεται η λάμψη. Η παλλόμενη λάμψη. Συνέχισε να σκίζει τον ουρανό, ενώ από πίσω ξεπρόβαλλε αργά και όλο λαμπρότερα το μυαλό του θεού. Δεν σκεφτόταν τίποτα, τα μάτια του ήταν σαν γυάλινα. Τα αστέρια έπεφταν ένα ένα από τον θόλο, καίγοντας τα πάντα στο έδαφος. Και το μυαλό του θεού πρόβαλλε όλο και λαμπρότερα, όλο και λαμπρότερα, μέχρι που η λάμψη κάλυψε τα πάντα, αλλά εκείνος συνέχισε να κόβει, να σκίζει τον ουρανό, κι ας είχε πια τυφλωθεί, κι ας είχαν όλα χαθεί γύρω του, κι ας μην υπήρχε πια ούτε καν έδαφος για να σταθεί, και συνέχιζε να κόβει μέχρι που η κάψουλα άδειασε, αλλά εκείνος συνέχισε σαν αυτιστικός να κάνει την ίδια κίνηση, τις καμπυλωτές κινήσεις για να κόψει όλο τον ουρανό, και δεν υπήρχε ούτε καν ουρανός πια. Και το μυαλό του θεού φαινόταν σε όλο του το μεγαλείο, και παντού πια ακουγόταν εκκωφαντικά η υπέροχη, κατάλευκη σιωπή.