Ο Μ. ξύπνησε καταϊδρωμένος απο ένα βαθύ ύπνο. Οχι, μάλλον δεν ήταν ύπνος. Ηταν μια διαφορετική, περίεργη αίσθηση του χρόνου, ήταν άλματα συνείδησης σε κάποια πηχτή λίμνη. Απο το χθεσινό βράδυ, δεν θυμόταν τίποτα, είχε όμως την αίσθηση οτι κάτι πραγματικά συγκλονιστικό (ενδεχομένως και εξαιρετικά επίπονο) είχε συμβεί. Είχε μάλλον πιεί πολύ, με τον πονοκέφαλο και τα αμέτρητα μπουκάλια μπύρας που βρίσκονταν διασκορπισμένα στο δωμάτιο του, να συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας υπόθεσης. Σηκώθηκε με κόπο, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και μύρισε τη μουχλιασμένη ανάσα της πόλης. Ο ήλιος είχε ήδη πέσει. Δεν είχε ιδέα πόσες ώρες βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση. Ηταν Ιούλης, γι’ αυτό ήταν σίγουρος, κι είχε ζέστη, ένιωθε την υγρασία των λιγοστών σύννεφων να κολλάει στο δέρμα του, σαν ενοχλητικό τσιμπούρι. Εκανε ένα παγωμένο ντους και έφτιαξε κάτι πρόχειρο, αυγά μάτια με πατάτες τηγανιτές, για να φάει. Ύστερα πήρε τηλέφωνο τον κολλητό του, τον Σ. (ή ας πούμε καλύτερα, τον πιο κοντινό απο τους φίλους του), καθώς ήταν το μόνο νούμερο που μπορούσε να θυμηθεί απ’ έξω (το κινητό του είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς, έψαξε παντού, βγαίνοντας απο το μπάνιο γυμνός, αφού το κρύο νερό έκανε τον εγκέφαλο του να λειτουργήσει λίγάκι ορθότερα και να σκεφτεί οτί εκεί θα έπρεπε να βρίσκεται κάποια σχετική πληροφορία με τη χθεσινή βραδιά) και επιπλέον, δεν μπορούσε να αγνοήσει την έντονη αίσθηση πως εκείνος μόνο θα μπορούσε να τον διαφωτίσει για το κενό μνήμης που είχε.
Το σήκωσε μετά απο εφτά χτυπήματα.
Σε παρακαλώ. Μην ξαναπάρεις τηλέφωνο, είπε, αφού προσπάθησε να καθαρίσει το λαιμό του.
Τι έγινε ρε γαμώτο;
Aκούστηκε ο ήχος της πυράκτωσης του υγραερίου, της μετουσίωσης του σε φλόγα. Ο Σ. αναστέναξε, ξεφυσώντας τον καπνό.
Μετά απο αυτό που της έκανες, κανείς μας δεν θέλει να σε ξαναδεί στα μάτια του, είπε με βραχνή φωνή.
Περίμενε, δεν θυμάμαι τίποτα…, αλλά πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, το τηλέφωνο είχε κλείσει.
Τι είχε κάνει; Και κυριώς, σε ποιά; Δεν ήξερε. Μια θαμπή, εύπλαστη γυάλινη σφαίρα, γέμιζε το μυαλό του, μια μέδουσα που διογκωνόταν και τον ανάγκαζε να διακρίνει μόνο θαμπές μορφές, μαύρες σιλουέτες που χόρευαν σα φύκια στα καλοκαιρινά βορινά υποθαλάσσια ρεύματα και ν’ ακούει ήχους υπόκωφα διαθλασμένους, απόκοσμα παραμορφωμένους.
Άνοιξε το ράδιο (το παλιό καναδέζικο κασετόφωνο του πατέρα του, ένιωθε συγγένεια με τον περίεργα συμπιεσμένο ήχο που έβγαζε) και κάθισε μπροστά απο την ανοιχτή μπαλκονόπορτα στο σκαμπό που υπήρχε πάντοτε εκεί, δίπλα στη βιβλιοθήκη, αλλά ποτέ δεν καθόταν κανείς, και συνήθως χρησίμευε μονάχα στο πιάσιμο κάποιου σκονισμένου βιβλίου απο τα πάνω-πάνω ράφια. Τώρα, πάνω του υπήρχε ένα τέτοιο σκονισμένο βιβλίο, το οποίο πήρε στα χέρια του και άγγιξε σαν τυφλός τα ανάγλυφα γράμματα στο εξώφυλλο, ήταν Οβίδιος, το Amores, σε μετάφραση του Marlowe (για τον οποίο ο Μ. ήξερε ότι είχε γράψει όλα τα μεγάλα έργα του Σαίξπηρ κι άλλα πολλά ακόμη και δεν είχε πιστέψει ούτε στιγμή πως είχε πεθάνει τελικά, ας το έδειξε κι ο Τζάρμους). Δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε εκεί, σιχαινόταν τα λατινικά, κι ήταν σίγουρος πως δεν το ‘χε ανοίξει ποτέ. Κι όμως, καθώς ψηλάφιζε το βιβλίο, σιγομουρμούρησε «Qui nolet fieri desidiosus, amet» κι ύστερα απο μια μικρή παύση, όπου έστριψε ένα τσιγάρο, «sicego nec sine te nec tecum vivere possum». Δεν ήξερε καν τι σημαίνουν οι φράσεις αυτές κι όμως του φάνταζαν οικείες σαν τη μυρωδιά απο τηγανισμένα κεφτεδάκια.
Καθόταν αρκετή ώρα καπνίζοντας και σιγοπίνοντας ρούμι με πάγο, κοιτώντας έξω, βλέποντας τη γκρίζα πόλη να γίνεται μαύρη κι έπειτα λευκή απο τα φώτα (ευτυχώς, η ταμπέλα που τον τύφλωνε και με κάποιο τρόπο τον φόβιζε απο τόσο δα πιτσιρίκι, η ταμπέλα με τον κόκκινο σταυρό στο απέναντι σπίτι, αφού τρεμόπαιξε για κάποια λεπτά, έσβησε, ήταν τουλάχιστον μια κάποια ευσπλαχνία κι αυτό). Ύστερα την άκουσε σιγά σιγά να σωπαίνει, την οσμίστηκε να προχωρά αργά μα σταθερά προς κάποιο λήθαργο, ένα λήθαργο που κι ο ίδιος θα ευχόταν να μπορούσε να πέσει.
Μια μελωδία ξεκίνησε να παίζει απο το ράδιο (η μπασογραμμή της τον χτύπησε κατάστηθα). Σηκώθηκε, πήγε ως εκεί και δυνάμωσε την ένταση. ‘Ηταν το «Walk on the Wild Side», του Λου. Στάθηκε λίγο, ξεφυσώντας τον καπνό απ’ τη μύτη, κάτι πήγε να θυμηθεί, κάτι πήγε να διατρυπήσει την πηχτή μέδουσα του μυαλού του, κάποιο πρόσωπο –το προσωπό της- πέρασε φευγαλέα απο μπροστά του, άκουσε τη φωνή της να τραγουδά τους στίχους, είδε κόκκινα χείλη κι ανέπνευσε τη μυρωδιά της, μα τα χασε πάλι όλα, τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκαν. Συνειδητοποίησε οτι κανείς δεν θα τον βοηθούσε, είχε μεμιάς αποκοπεί απ’ όλα τα οικεία προσωπά του κι επιπλέον είχε χάσει τη μνήμη του πιο σημαντικού απο αυτά. Κατάλαβε πως έτσι θα έπρεπε να είναι έτσι κι αλλιώς, μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα είχε σημασία η όποια ανάκτηση. Όχι, κανείς δεν θα τον βοηθούσε. Θα έβγαινε μόνος του στην πόλη και θα ‘ψαχνε τα ίχνη των χαμένων αναμνήσεων του, ένας ντετέκτιβ που θα κυνηγούσε μνήμες. Φόρεσε το μαύρο πουκάμισο του, ένα παλιό σκούρο τζιν, τα καφέ μποτάκια που είχαν λιώσει πάνω στους καυτούς δρόμους της πόλης, και βγήκε να κολυμπήσει στην υγρή ρευστότητα της Αθήνας. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω, ούτε κλείδωσε την πόρτα.
(Η συνέχεια σε επόμενο «Late Night Zone». Ή και όχι.)
Social Links: