Σκηνοθεσία: Μπρούνο Ντιμόν
Παίζουν: Αντελαΐντ Λερού, Σαμουέλ Μπουαντάν, Ανρί Κρετέλ
Διάρκεια: 91’
Υπάρχουν πολλών ειδών χαμένα όνειρα. Αυτά που φθίνουν, αυτά που φθείρονται, αυτά που τσακίζονται, αυτά που ξεθωριάζουν και εν τέλει σβήνουν. Τι συμβαίνει, όμως, στην ακόμη πιο στενάχωρη περίπτωση που δεν υπήρξαν ποτέ; Το φιλμικό σύμπαν στη «Φλάνδρα», την τέταρτη ταινία του Μπρούνο Ντιμόν –η οποία έμελλε να του χαρίσει, το 2006, για δεύτερη φορά το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών– παραμένει αμετάλλακτο.
Ένα ασφυκτικό μονοπλάνο που μεταδίδει μία ακαθόριστη αίσθηση ανησυχίας μας καλωσορίζει σε ένα περιβάλλον αφιλόξενο και σκληρό, δίχως τίποτα το εξωραϊσμένο. Τόπος η αγαπημένη γαλλική επαρχία του Ντιμόν, με τη γνώριμη ισοπεδωτική της αδράνεια. Την απάθεια που ισοσκελίζεται με ζώντα θάνατο, τη συναισθηματική δυσκαμψία που μοιάζει ενδημική. Κινηματογράφηση ψυχρή και απόμακρη, απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα. Όπως ακριβώς η επαφή, σωματική και ψυχική, των ηρώων, η οποία κατατείνει στην αυτό-απαλοιφή της, στην ίδια της την εξάλειψη. Σε ένα μηχανιστικό περιβάλλον, άχρονο και ακίνητο, οποιαδήποτε έκλαμψη ζωής είναι καλοδεχούμενη, όπως μία μακρινή και ακαθόριστη πολεμική εκστρατεία. Σε σύγκριση με το «τίποτα» και το «πουθενά», το «κάτι» και το «κάπου» υπερτερούν. Καμία έκπληξη, κανένας φόβος, καμία αίσθηση απώλειας, καμία λογική διερεύνηση. Η φυγή σηματοδοτεί την είσοδο σε ένα μοτίβο σκόπιμης αοριστίας και συσκότισης. Ο προορισμός και ο αντίπαλος δεν συγκεκριμενοποιούνται ποτέ. Τα κίνητρα πρέπει να αναζητηθούν στη διαφυγή από το κολαστήριο της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας και όχι στην ύπαρξη κάποιου υψηλού ιδανικού ή σκοπού. Ο εχθρός είναι αόρατος και άυλος και πάνω απ’ όλα εσωτερικός, γεγονός που τον καθιστά πανίσχυρο.
Μετάβαση στο πεδίο της μάχης. Προς επίρρωση όλων των παραπάνω, οι πρώτες στιγμές που οι πρωταγωνιστές απεικονίζονται ενεργοί και «ζωντανοί» είναι στην εναρκτήρια σκηνή του στρατοπέδου. Τόπος ένα σκηνικό που θυμίζει Ιράκ, Αφγανιστάν ή οτιδήποτε παρεμφερές, δίχως περαιτέρω διευκρινήσεις. Περιπλάνηση σε άνυδρα, τραχιά μέρη, ξεχασμένα από Θεό και ανθρώπους και εν τέλει, μία οδυνηρή αιχμαλωσία. Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ φωτογενής, δεν είναι ποτέ υπερθέαμα, μοιάζει να μας λέει ο Ντιμόν. Στη «Φλάνδρα», η πολεμική σύρραξη δεν έχει ποτέ πρωσοποκεντρικούς γενναίους ήρωες και ανήθικα καθάρματα. Τίποτα δεν μοιάζει ολότελα αληθινό, μα τα πάντα δείχνουν αφόρητα πραγματικά. Το άτομο εκμηδενίζεται, η αποστασιοποίηση μεγαλώνει και θεριεύει και εμείς οφείλουμε να επικεντρώνεται αλλού το βλέμμα μας. Η φρίκη προφανώς και καταπίνει τα πάντα. Εφόσον με περισσή ευκολία εξαφανίστηκε από παντού η αθωότητα, προς τι η άτοπη αναζήτηση αθώων;
Μοντάζ που αντιπαραβάλλει τους δύο κόσμους, το μπρος και το πίσω, διαταράσσοντας φαινομενικά την αίσθηση συνοχής, μονάχα για αποκρυσταλλώσει μία εικόνα συμπαγή και πλήρη. Δεν υπάρχει διαχωρισμός των δύο κόσμων, αλλά αντίθετα μία ολοκληρωτική ενοποίησή τους, σε μία αντίστιξη – κομψοτέχνημα. Πόση διαφορά άραγε έχει ο βιασμός από τους στρατιώτες εν καιρώ πολέμου από τον αποκτηνωμένο έρωτα back home; Ο νευρικός κλονισμός της πρωταγωνίστριας που έχει μείνει πίσω ολομόναχη δεν γίνεται αντιληπτός ως μία κραυγή αγωνίας, αλλά ως μία απεχθής εικόνα που επισείει εγκλεισμό σε ψυχιατρείο. Πίσω, όμως, από τα σπαρακτικά ουρλιαχτά της κρύβεται μία φρίκη υπέρτερη και ολοκληρωτική. Η αποκτήνωση δεν είναι διάττοντας αστέρας, καλλιεργείται μέρα με τη μέρα, εξυφαίνεται. Έχει ρίζες βαθύτατες και απλώς μεταφέρεται αυτούσια στη μάχη, όπου και βρίσκει διέξοδο να εκδηλωθεί. Οι δύο κόσμοι είναι δοχεία συγκοινωνούντα, η ειρήνη με τον πόλεμο έχουν καταλήξει πλέον να μην διαφέρουν τελικά και τόσο πολύ. Η πρώτη μετατρέπει τον άνθρωπο σε κρέας και ο δεύτερος το αλέθει.
Παλιννόστηση και επίλογος, όπου ο Ντιμόν, υπό μία έννοια, αυτοαναιρείται. Μετά από έναν ανηλεή βομβαρδισμό σκληρότητας, μας χαρίζει μία χαραμάδα αισιοδοξίας και ελπίδας. Ίσως μία πρωτόλεια μορφή αυτογνωσίας. Πιθανώς μία αντανακλαστική αντίδραση, οι παρενέργειες μίας ευεργετικής κόπωσης και εξάντλησης ή μία στιγμή αφελούς ψευδαίσθησης. Όπως και να έχει, ακόμη και έτσι, άγαρμπα, άτσαλα, αμήχανα, ίσως εκβιαστικά και επιφανειακά, σίγουρα όμως τρυφερά, οι τελευταίες λέξεις εν μέσω απόγνωσης θα είναι κάποια λόγια αγάπης. Υποτυπώδη και λιτά, αλλά πάντα βαριά. Όπως κάθε άλμα πίστης προς το άγγιγμα.
Social Links: