Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προσαρμογή της προφορικής παρέμβασης του γράφοντος στην παρουσίαση του graphic novel Στα μυστικά του βάλτου των Παναγιώτη Πανταζή και Γιάννη Ράγκου στις 25 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα….

Στα Μυστικά του Βάλτου: εθνικό παρελθόν και δημιουργική ασέβεια

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προσαρμογή της προφορικής παρέμβασης του γράφοντος στην παρουσίαση του graphic novel Στα μυστικά του βάλτου των Παναγιώτη Πανταζή και Γιάννη Ράγκου στις 25 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα.

 

 

Δεν έχω υπάρξει παιδικός αναγνώστης της Πηνελόπης Δέλτα∙ η προσωπική μου αναγνωστική διαδρομή ξεκίνησε από τον Ντίκενς και το Χωρίς οικογένεια για να απογειωθεί με το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μενέλαου Λουντέμη. Διάβασα Δέλτα αρκετά μεγάλος, νομίζω πρώτα το Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου και μάλιστα αρκετά υποψιασμένος για το ιδεολογικό βάρος των βιβλίων της. Δεν είμαι επίσης ειδικός του graphic novel, ούτε και ο καταλληλότερος για να μιλήσω για το Μακεδονικό ζήτημα στις αρχές του αιώνα –όπως λ.χ. ο εξαιρετικός ιστορικός Σπύρος Καράβας. Αν είμαι για κάποιο λόγο εδώ είναι γιατί θέλω να συζητήσω, από τη μεριά του ιστορικού της ιστοριογραφίας, το πώς ένα graphic novel χειρίζεται και ανασυστήνει ένα ιστορικό παρελθόν, και μάλιστα υπό το βάρος της πιστής μεταφοράς ενός πολύ σημαντικού μυθιστορήματος· ενός μυθιστορήματος που γνώρισε και γνωρίζει μια μεγάλη αναγνωστική απήχηση και παράλληλα λειτούργησε καθοριστικά σε γενιές Ελλήνων για τη συγκρότηση μιας συγκεκριμένης ιστορικής αντίληψης για το ιστορικό παρελθόν. Ποια είναι η εικόνα που συγκροτείται γύρω από αυτό το συγκεκριμένο παρελθόν, πόσο ανασημασιοδοτείται μέσα από την σύζευξη λόγου και εικόνας, μέσα από τη νέα οπτική που εκ των πραγμάτων επιβάλλει η τέχνη που το προσεγγίζει;

Αναμφίβολα, το βιβλίο της Δέλτα ανήκει στην κατηγορία εκείνη των λογοτεχνημάτων που γεννήθηκαν με σκοπό όχι μόνο να συνομιλήσουν με το ιστορικό παρελθόν, αλλά και να διαμορφώσουν συνειδήσεις γύρω από αυτό. Εξ ου και η προγραμματική αφιέρωσή του στα παιδιά, το κατεξοχήν διαχρονικά αντικείμενο διαπαιδαγώγησης και καθοδήγησης –θυμίζω εδώ  όλη τη σχέση της Δέλτα με τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό και την κομβική της θέση στην κοινότητα των υποστηρικτών του. Το υπόστρωμα πάνω στο οποίο πατάει το βιβλίο είναι η πίστη στην εθνική ταυτότητα, αποτελεί μια ελεγεία του αγώνα για την εθνική ολοκλήρωση. Δεν αποτελεί μια πρωτοτυπία. Σε όλο τον δυτικό κόσμο, και στην Ελλάδα, η λογοτεχνία λειτούργησε καθοριστικά για τη συγκρότηση του εθνικού αφηγήματος. Ας σκεφτούμε τη Φλογέρα του Βασιλιά του Παλαμά ή και τον Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου της Δέλτα για την ενσωμάτωση του Βυζαντίου στην «τρισχιλιετή» εθνική ιστορία. Βιβλία όπως τα Μυστικά του Βάλτου αιτιολογούσαν απόλυτα την επεκτατική φάση του ελληνικού εθνικισμού, δικαιολογούσαν τον κατακτητικό αγώνα.

 

Όλοι οι μεγάλοι μύθοι του εθνικισμού υπηρετήθηκαν από την λογοτεχνία. Και όχι μόνο του εθνικισμού. Οι σημαντικότερες συζητήσεις που αφορούσαν την εκτίμηση και την ερμηνεία του παρελθόντος, και οι οποίες είχαν απήχηση στην κοινή γνώμη πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τα ιστορικά έργα, έγιναν στα πεδία της λογοτεχνίας, της κριτικής και της φιλολογίας. Σημειώνω τις μεγάλες αφηγήσεις για το τραυματικό παρελθόν του ελληνικού 20ού αιώνα: έργα όπως τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου για τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα για την Εθνική Αντίσταση, το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου για τον Εμφύλιο συγκρότησαν ισχυρότατες αφηγήσεις, οι οποίες λειτούργησαν καθοριστικά για την ιστορική συνείδηση των συγκαιρινών τους, στο μέτρο μάλιστα που η επίσημη ιστοριογραφία δεν ακόμη είχε ασχοληθεί συστηματικά με τα θέματα που άγγιξαν αυτά τα βιβλία.

Η αφήγηση της Δέλτα δημιούργησε ένα ισχυρότατο σύμπαν, του οποίου η επιρροή και η σημασία υπερέβη το πόσοι το έχουν διαβάσει συστηματικά ή πόσοι το έχουν εκτιμήσει πραγματικά. Η αφήγησή του, όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά έργα, φυσικοποίησε την πλοκή που διηγείται, την επέβαλε ως αληθινή. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αφορά αυτή τη σύζευξη πραγματικών ιστοριών με μυθοπλασία. Αναφέρομαι στον τρόπο που δούλεψε η μυθιστοριογράφος, η οποία συγκέντρωσε ένα πλήθος μαρτυριών και κειμένων για να μπορέσει να συγκροτήσει τον κόσμο της. Πριν καιρό, διαβάζοντας ανέκδοτες επιστολές της Δέλτα στον ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο, εντυπωσιάστηκα από τις καίριες ερωτήσεις της για την καθημερινότητα των Βυζαντινών, εξαιρετικά προωθημένες σε σχέση με τα ιστορικά ερωτήματα της εποχής. Ας σκεφτούμε, επίσης, το περίφημο αρχείο του Στρατή Τσίρκα για τη Μέση Ανατολή ή την έρευνα του Θανάση Βαλτινού για τη δεκαετία του ’60. Καμιά εικόνα για το παρελθόν δεν μπορεί να είναι πειστική αν δεν πατήσει πάνω στη βιωμένη εμπειρία, σε κάτι που πραγματικά έχει γίνει, σε κάτι που είναι αναγνωρίσιμο στους αναγνώστες τους.

Τι συμβαίνει λοιπόν όταν ένα τέτοιο κείμενο μετατρέπεται σε κόμικ και μάλιστα ένα graphic novel υψηλής αισθητικής και δύναμης. Με μια θαυμάσια τυπογραφική φροντίδα και ένα εξαιρετικό σχέδιο που πατάει πάνω στην ψιλοβελονιά του Γιάννη Ράγκου στο κείμενο. Σημειώνω μάλιστα ότι εάν στο πρώτο graphic novel της σειράς, τον Ερωτόκριτο, το σχέδιο ακουμπούσε σε διάφορες εποχές, εδώ επιχειρεί να συγκροτήσει μια εικόνα πιστή στην εποχή και στο κλίμα του μυθιστορήματος. Υπάρχουν, όμως, ήδη, σημαντικές διαφοροποιήσεις. Καταρχάς, οι συντελεστές του έργου κάνουν μια σημαντική μεταβολή στη λογική της αφήγησης. Επιλέγουν να παρουσιάσουν το κείμενο ως μια προσωπική αφήγηση ενός εκ των πρωταγωνιστών του, του Αποστόλη, εκ των υστέρων στην Πηνελόπη Δέλτα. Η επιλογή αυτή μετατρέπει όχι μόνο την αφήγηση σε μια προσωπική υπόθεση, αλλά παράλληλα εγκαθιστά τη ματιά του παιδιού ως κυρίαρχη –τη ματιά δηλαδή ενός προσώπου που ανακαλύπτει, που δεν διαθέτει τη γνώση των μεγαλύτερων, που ακόμη και σωματικά χάνεται μέσα στο τοπίο. Πρόκειται για μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση.

 

Οι δημιουργοί του graphic novel. Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

 

Κατά δεύτερο λόγο, εάν κάτι κυριαρχεί σε αυτό το graphic novel είναι το τοπίο, ο βάλτος. Πρόκειται για ένα κλειστό τοπίο, γεμάτο χρώματα που αντανακλούν και τις ψυχικές διαθέσεις των πρωταγωνιστών του. Είναι ένα περίτεχνο στην απλότητά του τοπίο, ένας χώρος, ο οποίος παράγει αν θέλετε έναν σχεδόν γεωγραφικό ντετερμινισμό. Από τη μια είναι οι ντόπιοι, εκείνοι που έχουν γεννηθεί εκεί και έχουν ζήσει ξέροντας να τον αντιμετωπίζουν, και από την άλλη εκείνοι που έρχονται για να πολεμήσουν και υφίστανται όσα ο τόπος τους επιβάλλει με κυριότερη την αρρώστια και την καταπόνηση. Η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ξένους και ντόπιους είναι καθοριστική όχι μόνο για τη νίκη αλλά και την ίδια την επιβίωση. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση διαβάζοντας συνεντεύξεις του Παναγιώτη Πανταζή η επιμονή του στην έννοια της πιστότητας, που όμως δεν αφορούσε την έννοια της μεταφοράς του κειμένου –αυτό άλλωστε το είχε αναλάβει ο Ράγκος– αλλά της εικόνας, η προσπάθεια απόδοσης ενός τοπίου που είναι ελληνικό αλλά και παράλληλα α-τοπικό,  καθώς θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε.

Η μετατροπή του τοπίου στον ουσιαστικό πρωταγωνιστή του κόμικ μετατρέπει τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην αφήγηση σε δευτεραγωνιστές. Με αυτή την έννοια, ακόμη και όταν τα εθνοτικά χαρακτηριστικά διατηρούνται – όπως συμβαίνει σε αυτό το έργο–, το μήνυμα που είναι κυρίαρχο στο βιβλίο υποχωρεί, για την ακρίβεια μένει μετέωρο. Τα σκίτσα των Βουλγάρων και των Ελλήνων παραμένουν στην ίδια λογική, και ελάχιστα πρόσωπα –όπως ο Τέλλος Άγρας– αναδεικνύονται. Τα πρόσωπα καθορίζονται από το τοπίο, ο αγώνας τους εμπλέκεται όπως και οι ιστορίες τους μέσα στις καλαμιές και στις καλύβες∙ γίνονται τμήματα μιας ατέλειωτης saga, μιας αφήγησης επικών διαστάσεων, ενός σκοτεινού σύμπαντος, ενός παλίμψηστου ιστοριών. Από πού εκκινούν οι εικονογραφικές επιλογές του σκιτσογράφου δεν είμαι σε θέση να πω. Υποπτεύομαι από πολύ μακριά και πολύ κοντά, αν θεωρήσουμε τις οθόνες του υπολογιστή και της τηλεόρασης ως κάτι τέτοιο. Αρδεύει πάντως από μια σειρά πηγών διαφορετική από εκείνη που θα χρησιμοποιούσε η δική μου η γενιά.

 

 

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στη συνέντευξη που έδωσε ο Παναγιώτης Πανταζής στο ΣΚΡΑ-punk η άγνοια του για τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και για τα περίφημα βορειοελλαδίτικά του τοπία. Θυμήθηκα μια άλλη ιστορία πριν κάνα δυο χρόνια, όταν ένας από τους συντελεστές του προηγούμενου τόμου της σειράς, του Ερωτόκριτου, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, είχε έλθει στο πανεπιστήμιο να μιλήσει στο μάθημά μου για το τελευταίο του βιβλίο, το Γκιακ. Εκεί λοιπόν κάποιοι τον ρώτησαν για τη σχέση του Γκιακ με τη Ζωή εν Τάφω του Στράτη Μυριβήλη ή την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, εισπράττοντας τις μάλλον αμήχανες απαντήσεις του συγγραφέα. Η συζήτηση άναψε όταν οι φοιτητές άρχισαν να μιλούν για σειρές στο διαδίκτυο και την τηλεόραση, κυρίως για το Game of Thrones βρίσκοντας ένα κοινό πεδίο με τον Δημοσθένη.

Πριν κάποιον καιρό, ο Χρήστος Τριανταφύλλου σε ένα ωραίο κείμενό του με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία, μίλαγε για μια καινούργια έντυπη παραγωγή τα τελευταία χρόνια, όπου πρόσθετε, μεταξύ άλλων, και τον Δ. Παπαμάρκο και τους Μυθοναύτες του Γιάννη Ρουμπούλια ως δείγματα μιας νέας προσέγγισης της παράδοσης. Το εάν αυτό είναι όντως έτσι, θα φανεί. Το αν μια νεότερη γενιά, όπως έκαναν πολλές προηγούμενές της, επιστρέφει στην παράδοση επιχειρώντας την επανανάγνωσή της είναι ένα ενδιαφέρον στοίχημα που μένει να αποδειχθεί. Το ότι αυτό εγγράφεται επίσης σε μια κουλτούρα που και μέσω των τεχνολογικών μέσων που διαθέτει μπορεί να εμφανίζεται πολύ πιο ανοιχτή και διεθνής είναι δεδομένο. Το εάν επίσης τελικά η προσέγγιση αυτή στην παράδοση γίνεται πιο επιτυχημένα, όσο πιο αποξενωμένος είναι κανείς από αυτήν, άρα και πιο ασεβής, είναι επίσης ένα ερώτημα. Αυτό που είναι σίγουρο είναι αν το κέφι, η γνώση και η τέχνη είναι απαραίτητες σε εγχειρήματα σαν κι αυτό, τότε στο συγκεκριμένο κόμικ, όλα αυτά περισσεύουν.