Το 1959, το ελληνικό κράτος καθιέρωσε τον εορτασμό της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων», δηλαδή ένα φαντασμαγορικό (για τα δεδομένα της εποχής) σόου που βασικά τιμούσε τη νίκη απέναντι στους κομμουνιστές…

Το Τρισχιλιετές μας Κιτς και η Ψηφιακή Αρετή των Ελλήνων

Το 1959, το ελληνικό κράτος καθιέρωσε τον εορτασμό της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων», δηλαδή ένα φαντασμαγορικό (για τα δεδομένα της εποχής) σόου που βασικά τιμούσε τη νίκη απέναντι στους κομμουνιστές στον Εμφύλιο του 1946-1949 και αξιοποιούσε εικόνες από ολόκληρη την γκάμα του εθνικού παρελθόντος, όπως αυτό είχε κωδικοποιηθεί στο μυαλό των πολιτών: αρχαίοι οπλίτες, βυζαντινοί πολεμιστές, φουστανελοφόροι επαναστάτες, μακεδονομάχοι στρατηλάτες και ένα σωρό άλλες μορφές του παλιού και πρόσφατου παρελθόντος παρήλαυναν μπροστά από μεγάλα πλήθη που συγκεντρώνονταν σε στάδια για να παρακολουθήσουν τη φιέστα του τρισχιλιετούς πολεμικού έθνους.

Αυτές οι γιορτές, αν και αντλούσαν από ένα εορταστικό ρεπερτόριο που χτιζόταν, με προσθήκες και παραλλαγές ανάλογα με τη συγκυρία, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μας είναι σήμερα οικείες κυρίως από τις γιορτές της «Πολεμικής Αρετής» της περιόδου της δικτατορίας του 1967-1974. Η χούντα κληρονόμησε, δηλαδή, μια γκάμα από εορταστικές πρακτικές από τις προηγούμενες περιόδους και τις έντυσε με το δικό της, ξεχωριστό κιτς.

Αυτός είναι και ο λόγος που, για πολλούς και πολλές, οι εθνικόφρονες πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης θυμίζουν την αισθητική της δικτατορίας – και αυτή η εντύπωση ενισχύεται από την απαγόρευση κυκλοφορίας, την άγρια καταστολή και τις πρόσφατες απαγορεύσεις συγκεντρώσεων της πρωτοφανούς συνθήκης της πανδημίας. Στην πραγματικότητα, όμως, το κράτος έχει συνέχεια, βαθιές ρίζες και ιδεολογικές σταθερές. Η «Πολεμική Αρετή των Ελλήνων», άλλωστε, μετονομάστηκε στη Μεταπολίτευση σε «Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων» και μεταφέρθηκε αρχικά στις 15 Αυγούστου, στη συνέχεια –και μέχρι σήμερα– στις 21 Νοεμβρίου. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, συμπίπτει με θρησκευτικές γιορτές, σε μια πάγια τακτική του ελληνικού κράτους.

Ο λόγος που τα γράφω αυτά είναι για να γίνει σαφές ότι το απίστευτο, για τα δεδομένα του 21ου αιώνα, κιτς που είδαμε να εκτυλίσσεται στην πρόσοψη της Βουλής χθες δεν ήρθε από το πουθενά. Δεν ήρθε καν από το πουθενά για τη σημερινή κυβέρνηση: έχουμε επισημάνει πρόσφατα αρκετές περιπτώσεις όπου η Νέα Δημοκρατία παράγει έναν συγκεκριμένο δεξιό λόγο για το εθνικό παρελθόν (για τις Μυκήνες, για την Ακρόπολη, για τα 200 χρόνια από το 1821, για τη Μεταπολίτευση), έναν λόγο βασισμένο στην παμπάλαια αίσθηση της Δεξιάς πως η ιστορία και το κράτος τής ανήκει· έναν λόγο ιδιοκτήτη.

 

Στην ίδια λογική κινήθηκε και το κιτς εθνωφελές υπερθέαμα που προβλήθηκε στην πρόσοψη της Βουλής: ενώ όσοι και όσες θα δυσαρεστούνταν από αυτό ήταν αποκλεισμένοι/ες στα σπίτια τους υπό απειλή προστίμου, ο στρατός αφηγήθηκε την ιστορία του ως μια σειρά από μαχητικές επιτυχίες που ξεκινούν από τη Μάχη του Μαραθώνα και φτάνουν μέχρι τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο –και, όχι, βέβαια, μεταγενέστερα– για να συνδεθούν με το σήμερα μέσα από μια γιγαντιαία εικόνα της Παναγίας, που δικαίως έγινε ήδη φανταστικό meme. Εμείς εδώ στο ΣΚΡΑ-punk νιώθουμε μια ιδιαίτερη περηφάνια, βέβαια, γιατί στα στιγμιότυπα του βίντεο συμπεριλαμβάνεται και η Μάχη του Σκρα.

 

 

Με αυτό το δρώμενο, έθνος και στρατός γίνονται ξανά ένα: σε μια περίοδο έντονων προβλημάτων με την Τουρκία και εν μέσω πανδημίας, ο στρατός βγαίνει μπροστά για να ταυτίσει την πορεία του με την «τρισχιλιετή» μας ιστορία και να δείξει, σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία, πως θωρακίζει τις «δημοκρατικές αρχές και τις ανθρωπιστικές αξίες».  Σε μια περίοδο εκτάκτου ανάγκης, η κυβέρνηση προωθεί ένα εξαιρετικά δεξιό και παρωχημένο αφήγημα που θυμίζει τη μετεμφυλιακή περίοδο, σύμφωνα με το οποίο ο στρατός αποτελεί τις πιο ζωτικές δυνάμεις του έθνους, ενός έθνους που εν έτει 2020 δεν έχει κανένα πρόβλημα να πει ευθέως σε όσους δεν είναι χριστιανοί, ή σε όσους δεν θέλουν να ταυτίζεται το κράτος με την επικρατούσα θρησκεία, ένα ηχηρό «deal with it».

Αυτή η αντίληψη, λοιπόν, δεν έρχεται ούτε μόνο από τους σημερινούς κυβερνώντες, ούτε από τη χούντα. Έρχεται από την κρατούσα ιστορική κουλτούρα της ελληνικής Δεξιάς, την οποία η σημερινή κυβέρνηση ανασύρει όλο και συχνότερα, ενώ ταυτόχρονα προχωράει και σε ισχυρές κινήσεις οικειοποίησης μνημονικών τόπων που παραδοσιακά την κάνουν να νιώθει άβολα: οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για την Αντίσταση και η κίνησή του να καταθέσει μόνος, φρουρούμενος και με χιλιάδες αστυνομικούς στην ευρύτερη περιοχή, στεφάνι στο Πολυτεχνείο είναι ενδεικτικές περιπτώσεις, όχι επειδή δεν υπήρχαν δεξιοί αντιστασιακοί στην Κατοχή και τη δικτατορία –που υπήρχαν ορισμένοι–, αλλά γιατί αυτοί οι μνημονικοί τόποι εκπορεύονται από την Αριστερά και από τμήματα του Κέντρου.

Αυτές οι κινήσεις οικειοποίησης είναι, βέβαια, δευτερεύουσες και έχουν να κάνουν περισσότερο με την αντίληψη της Δεξιάς πως ήρθε η ώρα να σπάσουν κάποιοι «μύθοι» στους οποίους βασίζεται η υποτιθέμενη «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Όπως έχουμε ξαναγράψει σε αυτό το περιοδικό, τα σύμβολα δεν είναι απλώς υποπροϊόντα της πολιτικής, αλλά κομβικό συστατικό της. Έτσι, η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να δείξει σε όλα τα πεδία πως οι ψηφοφόροι της ορθώς την εμπιστεύθηκαν, καθώς συγκρούεται με όλες τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται και αυτοί οι «μύθοι». Το ιδιαίτερο είναι πως αυτό το κάνει σε μια εγγενώς άνιση συνθήκη, όχι απλώς με την παραδοσιακή δύναμη της εξουσίας να διαχέει αντιλήψεις για το παρελθόν, αλλά με την ωμή κατασταλτική δύναμη που της δίνει η έκτακτη ανάγκη της πανδημίας.

 

 

Οι μνημονικές πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης είναι, λοιπόν, ένα μείγμα παλιού και νέου: πατώντας στις βασικές αντιλήψεις της Δεξιάς για το παρελθόν, οι οποίες πλέον προβάλλονται πιο έντονα ακόμη κι απ’ ό,τι επί Αντώνη Σαμαρά, η Νέα Δημοκρατία –στελεχωμένη, μεταξύ άλλων, με πωλητές νανογιλέκων, φερέλπιδες της ελληνικής alt-right, και πρώην μακεδονομάχους– ικανοποιεί έναν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων τολμώντας να υψώσει με σθένος τα λάβαρα του πατροπαράδοτου συντηρητισμού, ενώ ταυτόχρονα αυτοπροβάλλεται ως φιλελεύθερη και αποτελεσματική.

Όλα αυτά μάλιστα τα κάνει με χαρακτηριστική άνεση εκμεταλλευόμενη τα μέτρα λόγω πανδημίας, όπως ακριβώς ο δήμαρχος της Αθήνας εκμεταλλεύτηκε το προηγούμενο λοκντάουν για να κάνει το κέντρο της πόλης προσωπική του πίστα στο SimCity. Και για να θυμηθούμε έναν γίγαντα της παράταξης που προέβαλε χθες πάνω στο κτήριο-σύμβολο του κοινοβουλευτισμού στρατιωτικά αναμνηστικά, το 1952 ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος χρησιμοποίησε ως ένα από τα κύρια προεκλογικά του συνθήματα το ότι πρέπει να απαλλαγούμε από τις «προκαταλήψεις του παρελθόντος». Ας το κάνουμε, λοιπόν· ζούμε, άλλωστε, σε μια εποχή που μπορεί σε έναν αιώνα από τώρα να αποκαλείται «η Ψηφιακή Αρετή των Ελλήνων».