Με το 2018 να μας αποχαιρετά και το 2019 να βρίσκεται προ των πυλών, δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή να κοιτάξουμε πίσω σε έναν από τους καλύτερους χρόνους για την pop culture των τελευταίων ετών. Απέναντι στο χάος των δεκάδων, εικοσάδων και βάλε πραγμάτων που για κανένα λόγο δεν πρόλαβες να καταναλώσεις ή δεν πήρες καν χαμπάρι, εμείς, συνεχίζοντας τον περσινό μας κανόνα, έχουμε να σου προτείνουμε κάτι διαφορετικό. Απέναντι στην χαώδη ποσότητα, σου φέρνουμε μικρές μπουκίτσες ποπ κουλτούρας που είτε μας άρεσαν είτε μας έκαναν εντύπωση μέσα στο 2018. Εμπρός λοιπόν για την αλλαγή.
Αγαπημένες Σειρές
1. Δημοσθένης Γαβαλάς – Bojack Horseman
Η 5η σεζόν του πάντα εξαιρετικού Bojack Horseman, είχε κάτι το ιδιαίτερο. Για πρώτη φορά έσπασε ή μάλλον προσπάθησε να σπάσει την αλυσίδα της ταύτισης με τον μετα-αντιήρωα και την ατέρμονη αναζήτηση αυτού που (δεν) θα τον γεμίσει, αναδεικνύοντάς τον -συνομιλώντας με το διαχρονικά επικαιρικό #metoo- σε καταστροφέα της ζωής όλων των γυναικών του κοινωνικού του κύκλου. Τα παραπάνω θα αρκούσαν και από μόνα τους για μια από τις καλύτερες σειρές του 2018, όμως αυτή η σεζόν φέτος ήταν η καλύτερη καθώς είχε το «Free Churros». Γράφω αυτές τις γραμμές, και ανατριχιάζω ακόμα σκεπτόμενος την επικήδειο performance του Bojack προς τη μητέρα του. Είχαμε τη διαπράγματευση της μνήμης, της λήθης, της διαχείρισης του ανοικτού τραύματος αλλά και την επιρροή τους στην καταστροφή του ανεπανόρθωτα κατεστραμμένου ήρωα μέσα από έναν πραγματικά συγκλονιστικό μονόλογο.
2. Θέμης Πανταζάκος – Sharp Objects
Αν γυριζόταν ποτέ μια σειρά με θέμα κάποιο έγκλημα στην ελληνική επαρχία, η απολύτως ιδανική περίπτωση θα ήταν να είναι το ελληνικό Sharp Objects. Με πρωταγωνίστρια την αριστουργηματική Amy Adams, η σειρά της Marti Noxon φτιάχνει ένα αισθητικά απόκοσμο ψηφιδωτό πολλών καταβολών (από gothic μέχρι millennial nihilism) που δεν αναλώνεται όμως σε εύκολα κλισέ και μηδενιστικές ονειρώξεις. Αντίθετα, διαυγάζει τις συνθήκες δυνατότητας ενός εγκλήματος σε μια μικρή πόλη των νότιων Ηνωμένων Πολιτείων: τον τρόπο που οι κοινωνικές σχέσεις, πιέσεις και επιδιώξεις είναι έτσι διαρθρωμένες ώστε να μπορούν να σκοτώσουν τους ανθρώπους πολύ πριν αυτοί πέσουν νεκροί. Εξαιρετική και η εξερεύνηση της ψυχικής ζωής των χαρακτήρων, του πώς οι παθολογίες μιας αυτοαναφορικής μικρο-κοινότητας ανισοτήτων κληροδοτούνται, συχνά κρυφά από τους ανθρώπους, από γενιά σε γενιά.
3. Γιώργος Κόσσυφας – The Haunting of Hill House
Οι “Δαίμονες του Χιλ Χάουζ” δεν είναι απλά ένα καλογραμμένο, καλογυρισμένο και καλοπαιγμένο horror mini-series του Νέτφλιξ, με ένα ταλαντούχο κάστ και έναν έμπειρο σκηνοθέτη/ παραγωγό ταινιών του είδους στο ρόλο του δημιουργού (Mike Flanagan), με τρύπες στο ζωνάρι του όπως το Oculus και το Oujia: Origin of Evil (το δεύτερο, το καλό). Η σειρά βασίζεται στο ομώνυμο κλασικό μυθιστόρημα τρόμου της Σίρλεϊ Τζάκσον, ωστόσο δεν φέρει τίποτα το κλασικό πάνω του. Ολόκληρη η σειρά αποτελεί ένα μετα-σχόλιο στις ταινίες τρόμου, ερωτώντας από το πρώτο επεισόδιο κάτι που πολύς κόσμος δεν αναρωτάται βγαίνοντας από την αίθουσα του κινηματογράφου μετά την παρακολούθηση μιας οποιασδήποτε ταινίας τρόμου: Πως συνεχίζουν τις ζωές τους αυτοί που επιβίωσαν από το Κακό; Τι γίνεται όταν οι επιζήσαντες είναι παιδιά; Πόσο χαριτωμένο παιδάκι είναι η Violet McGraw, η Nell των φλασμπακ; (οκ αυτό το ρωτάω εγώ). Εντός αδρών γραμμών: Υπάρχουν δυο αφηγηματικοί χρόνοι, αλλά το ταξίδι στο παρελθόν και το παρόν δεν μπερδεύει, δεν έχει κενά. Αντιθέτως, στα μάτια του θεατή η μια ιστορία εξηγεί την άλλη, όχι τόσο στην δόμηση του μυστηρίου, αλλά πολύ περισσότερο στο υπαρξιακό και συναισθηματικό ταξίδι των βασανισμένων πρωταγωνιστών μας, που ο καθένας έχει μια ολοκληρωμένη και “γήινη” προσωπικότητα. Η ζωή του καθενός από τους επιζήσαντες έχει μεταστραφεί τόσο βίαια, λόγω της μεταφυσικής εμπειρίας τρόμου που βίωσαν. Οι σκηνές τρόμου έρχονται σαν λύτρωση από το αναπάντεχα βαθύ δράμα της σειράς. Στα θετικά, έχει μόνο ένα jumpscare σε όλη τη διάρκεια των επεισοδίων. Σπεύσατε να το δείτε. You are expected.
4. Χρήστος Τριανταφύλλου – Big Mouth
Ζούμε σε μια περίεργη εποχή, όπου ο νιχιλισμός είναι η πιο κουλ μόδα μαζί με τη νοσταλγία, και όπου τα μικιμάου στην τηλεόραση είναι έργα μεγάλου βάθους και σοβαρής καλλιτεχνικής εκλέπτυνσης. Τα έχουμε πει πολλές φορές για την ιδιαιτερότητα και το μεγαλείο των σύγχρονων πυλώνων του ανιμέισον, ιδίως του Bojack Horseman και του Rick and Morty, καθώς και για το πώς διαφέρουν από τους κολοσσούς της, περασμένης πια, εποχής της ψυχρής ειρωνείας (ας πούμε ενδεικτικά από το South Park και το Family Guy).
Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκε το τηλεοπτικό διαμάντι που λέγεται Big Mouth. Επηρεασμένο από τις σύγχρονες ποπ συζητήσεις για τις πολιτικές ταυτότητας και βασισμένο στις πραγματικές εμπειρίες των δημιουργών του, το Big Mouth αφηγείται με συναρπαστικό τρόπο μία από τις πιο σκληρές ανθρώπινες ιστορίες: το πέρασμα στην εφηβεία. Το Big Mouth είναι μια σειρά βασανιστικά ανθρώπινη, ευφάνταστη, τρομερά καλογραμμένη και ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΑΣΤΕΙΑ. Είναι ακριβώς η σειρά που χρειαζόμαστε σήμερα, και ταυτόχρονα η σειρά που εκφράζει το σήμερα. Κεντρικό αφηγηματικό όχημα της σειράς είναι οι παρανοϊκές προσωποποιήσεις συναισθημάτων και ορμών σε φιγούρες τεράτων, μάγων και άλλων πλασμάτων της φαντασίας, τα οποία, όμως, αλληλεπιδρούν με τους ανθρώπους και καταλαμβάνουν έναν αυτόνομο παράλληλο κόσμο. Το παραδοσιακό escapism της νερντ κουλτούρας ενώνεται, λοιπόν, με τη ζεστασιά της ανθρώπινης εμπειρίας και το αίτημα για σύνδεση με τους άλλους –κάτι που θεωρώ πραγματικά πολύ σημαντικό.
Μέσα από αυτή τη λογική, οι δημιουργοί της σειράς εξερευνούν πολύ σοβαρά ζητήματα όπως το φύλο και η σεξουαλικότητα με έναν εντελώς μοναδικό τρόπο: παντρεύουν τον μαγικό ρεαλισμό και το παραδοσιακό χοντροκομμένο χιούμορ που λατρέψαμε στο South Park και στο Family Guy με τους σημερινούς προβληματισμούς, αποδεικνύοντας περίτρανα πως η περίφημη πολιτική ορθότητα δεν είναι ένα ναρκοπέδιο ή ένα φίμωτρο, άλλα ένα σετ νέων αντιλήψεων και η ένδειξη μιας ευαισθησίας σε ζητήματα που παλαιότερα δεν γίνονταν αντικείμενο συζήτησης. Με άλλα λόγια, το να κάνεις χοντροκομμένα, παρανοϊκά και slapstick αστεία για την σεξουαλικότητα και για τα αδιέξοδα της εφηβείας δεν σημαίνει ότι πρέπει να είσαι αναίσθητος ή να προσβάλλεις κάποιον –εκτός, ίσως από τον εαυτό σου, πράγμα πολύ υγιές αν θέλετε τη γνώμη μου
5. Εύα Πλιάκου – My Brilliant Friend
Το παγκόσμιο μπεστ σέλλερ της Έλενα Φερράντε «Η τετραλογία της Νάπολης» γίνεται σειρά από το HBO. Κι επειδή μιλάμε για το HBO, φυσικά και κατάφερε κι έκανε την πιο πιστή μεταφορά βιβλίου στην οθόνη που έχει γίνει ίσως στην ιστορία των τηλεοπτικών/κινηματογραφικών μεταφορών. Η αφήγηση της ιστορίας μέσω της φωνής την ενήλικης πρωταγωνίστριας που παρεμβάλλεται μεταξύ των σκηνών βοηθάει να μη χαθεί ούτε μία σκηνή από τα βιβλία, ενώ η σκηνοθεσία, η πανάκριβη παραγωγή, οι ηθοποιοί, η Νάπολη η ίδια, κάνουν τον θεατή να μην μπορεί να θυμηθεί καν την εικόνα που είχε στο μυαλό του όταν διάβαζε το βιβλίο. Το συγκλονιστικό σάουντρακ του Max Richter και η χρωματική παλέτα συμπληρώνουν αριστουργηματικά το ξεδίπλωμα της ιστορίας. Η πρώτη σεζόν πιάνει όλο το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας και κάνει ένα πέρασμα από την εργατική τάξη της Νάπολης του ’50, από την θέση της γυναίκας και τις ερωτικές σχέσεις που ίσως είναι ίδιες ανά τις δεκαετίες και μοιάζει όλη σαν μια επίρρωση της δήλωσης της πρωταγωνίστριας του Roma του Alfonso Cuaron: «Εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες».
6. Γιώργος Βασιλάκος – Better Call Saul (4η σεζόν)
Τα έχει ξαναπεί εδώ εξαιρετικά ο Νίκος Σταματίνης. Αυτή η σεζόν όμως αξίζει μια ειδική αναφορά επειδή το γράψιμο της σειράς φτάνει σε ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα ρεαλισμού και κάθε πρωταγωνιστικός χαρακτήρας αποκτά βάθος σε τέτοιο βαθμό που αναρωτιέσαι αν υπάρχει τελικά ποτέ πάτος. Οι σεναριογράφοι Vince Gilligan και Peter Gould μας επιφυλάσσουν μια ιδιαίτερη ιστορία γύρω από τον χαρακτήρα του Mike Ehrmantraut, η οποία καταλήγει σε μια δυνατή συγκινησιακή φόρτιση. Eκείνο το στοιχείο που ξεχωρίζει όμως είναι το πώς χειρίζονται την απουσία ενός πρωταγωνιστή, έτσι ώστε ουσιαστικά κατορθώνουν να ξεπεράσουν ακόμη και την ποιότητα της παρουσίας του στη σειρά. Μιλάμε φυσικά για τον Chuck, τον μεγάλο αδερφό του Jimmy, o οποίος βλέπουμε ότι αυτοκτονεί στην προηγούμενη σεζόν. Η (αν)ισορροπία με την οποία δέχεται τον θάνατο ο Jimmy, είναι και η πεμπτουσία της σεζόν. Ο Jimmy στοιχειώνεται μια ζωή από την ύπαρξη του μεγάλου αδερφού, που τυχαίνει να είναι ιδιοφυής και ταυτόχρονα αποκλεισμένος, δημιουργώντας του ανέκαθεν το αίσθημα της σύγχυσης μεταξύ μίσους και συμπόνιας, το οποίο καθηλώνει τη δική του χαρισματική ευφυΐα ή την στρέφει σε αδιέξοδα, καθώς φοβάται να αναμετρηθεί με την πιο οικεία και συνάμα αποκρουστική. Ο θάνατος εκείνου που στη ζωή για τον Jimmy είναι φάντασμα, τον προκαλεί να ξαναζήσει ελεύθερος, γι’ αυτό και εξαρχής αρνείται κάθε επαφή με την ανάμνηση του προσώπου και το γεγονός του χαμού του. Ο Jimmy μέσα του πιστεύει ότι πια μπορεί να γίνει ο αδερφός του ̇ αντικρίζοντας όμως μέρα με τη μέρα τα αδιέξοδα της πραγματικότητας από την οποία ο Chuck ακόμα δεν είναι απών, ακόμα και ως ανάμνηση, εντείνεται η τραγικότητα της δικής του ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε σκηνοθετικά ότι ο Chuck επανέρχεται στο προσκήνιο σε σκηνές flashback. Η πολυπόθητη λύτρωση θα έρθει στο τελευταίο επικό επεισόδιο, μόνο όταν σαν ύστατη κατάληξη των εγχειρημάτων του, ο Jimmy θα βρεθεί να αρνείται τον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος εμπεριέχει εσωτερικευμένο το φάντασμα που ακόμα τον καταδυναστεύει. Μόνο όταν ο Jimmy υπερβεί την ύπαρξή του, δημιουργώντας έναν άλλο χαρακτήρα γι’ αυτήν, θα μπορέσει να προχωρήσει. Καλωσήρθες Saul. (It’) Saul Goodman.
7. Νίκος Σταματίνης – Atlanta
Τι κάνει μια σειρά που έμοιαζε να είναι προορισμένη να κάνει μια γενεαλογία της χιπ-χοπ μουσικής να μετασχηματίζεται σε ένα ακόμα υπαρξιακό δράμα; Μα προφανώς η εποχή της. Aυτό που θα περίμενε κανείς να είναι μια σειρά για το πώς είναι να είσαι μαύρος στην Αμερική, ξεπερνάει τα όρια και γίνεται μια πραγματεία του δρόμου για την κατασκευή ρευστών ταυτοτήτων και πολύ στέρεων αδιεξόδων. Ας είμαστε ειλικρινείς, κατά κύριο λόγο, όταν μιλάς για υπαρξιακό δράμα, σκέφτεσαι κάποιον λευκό μεσήλικα (κατά συντριπτική πλειοψηφία άντρα) με προβλήματα που οικουμενοποιούνται. Κατά το κλισέ, οι μαύροι δεν έχουν υπαρξιακά προβλήματα,γιατί ζουν πολύ δύσκολα για να τα έχουν. Και ο Glover έρχεται να κλωτσήσει και αυτή τη λευκή φαντασίωση. Και όμως υπαρξιακά αδιέξοδα μπορεί να αποκτήσει και ένας 35άρης ράπερ που δεν έχει λεφτά. Και ας μην μοιάζει με τον Louis CK, τον Dan Draper ή τον Bojack Horseman (που καταφέρνει να είναι λευκός ακόμα και ως άλογο). Αυτό που κάνει τη δεύτερη σεζόν του Atlanta, ακόμα σπουδαιότερη από την πρώτη,είναι αρχικά κάποια εκπληκτικά αυτοτελή επεισόδια (το εξαιρετικό Teddy Perkins και τα μεγαλειώδη Barbershop, Woods και FUBU). Δεύτερον, σχεδόν νομοτελειακά, το υπαρξιακό δράμα του Atlanta έχει στη βάση του ταυτοτικά ζητήματα. Δεν επιζητά να μιλήσει για όλους, όπως συνήθως γίνεται. Μιλάει για τα αδιέξοδα ανθρώπων με συγκεκριμένα ταξικά, ηλικιακά και άλλα ταυτοτικά χαρακτηριστικά. Με βάση αυτά, το hip-hop συνεχίζει να είναι τελικά πυρηνικό κομμάτι της ίδιας της ύπαρξης του Atlanta, όχι ως αναλυτικό εργαλείο, ούτε ως αντικείμενο προς ανάλυση. Το hip-hop δίνει το αισθητικό στίγμα μέσα στο οποίο φιλτράρεται όλη η αφήγηση της σειράς. Ο Glover δεν μιλάει ως μαύρος στους λευκούς. Συνεχίζει να μιλάει ως αφροαμερικανός στην αφροαμερικανική κοινότητα και εμείς, οι λευκοί, απλά παρακολουθούμε με λοξή ματιά αυτή τη συνομιλία.
Αγαπημένες Ταινίες
1. Στεφανία Κουτσουπιά – A Star is Born
Το A Star Is Born (2018) παρακολουθεί τη ρομάντζα μεταξύ μιας ανερχόμενης pop τραγουδίστριας κι ενός ξεπεσμένου θρύλου της country μουσικής. Η οριακά αρχετυπική πλέον ιστορία κυκλοφόρησε πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1937 και έκτοτε έχουν γίνει 3 remakes με τρανταχτά ονόματα του Hollywood (υπάρχουν και οι ελληνικές εκδοχές, μια που είχε το όνομα και άλλη τη χάρη, μην κάνετε πως δεν το ξέρετε). Αυτό που συμβαίνει επί της οθόνης λοιπόν, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, είναι όμως μια ιστορία σωστά συγχρονισμένη στην εποχή μας, καλοειπωμένη και μεστή ως θέαμα. Αμιγώς νέα στοιχεία για την κλασική αυτή ιστορία είναι τα τραγούδια, πρωτότυπες συνθέσεις που δίνουν αυτό το κάτι παραπάνω στην αφήγηση (το δε Shallow πάει με φόρα για Oscar).
Το βασικότερο όλων όμως είναι το δίδυμο Bradley Cooper – Lady Gaga. Ο μεν πρώτος καταφέρνει μια λιτή και άμεση αφήγηση σαν σκηνοθέτης, αποφεύγοντας επιδέξια το μελόδραμα ενώ ο (συμ)πρωταγωνιστικός ρόλος του ταιριάζει γάντι, λες και προέρχεται από τη βαθιά καρδιά της Αριζόνα και της country rock, λες και αυτό έκανε πάντα. Η σκηνοθετική του ακρίβεια δεν περνά απαρατήρητη, όχι γιατί συγκλονίζει με τη μοναδικότητά της, αλλά γιατί είναι η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα και μοιάζει απολύτως αξιοσημείωτο το ότι δεν την έχει επιβαρύνει με τίποτα από το οραματικό άγχος κάθε νέου σκηνοθέτη (πολλώ δε μάλλον που είναι ήδη ηθοποιός) να μας τα δώσει όλα, με την πρώτη, όσο πιο περίτεχνα και σπουδαία μπορεί, σαν να θέλει να αποδείξει μονομιάς το μεγαλείο στο οποίο ελπίζει. Όχι, ο Cooper σκηνοθετεί χωρίς άγχος, χωρίς ηδονοβλεψία για την ίδια του την αφηγηματική ματιά, λέει μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με απλότητα, που δεν είναι καθόλου δεδομένη και τελικά, μας συγκινεί. Από κει και πέρα, όλη η δόξα και χάρη ανήκει στη Lady Gaga (αρκεί να πούμε πως παραλαμβάνει ένα ρόλο που πέρασε από Judy Garland και Barbra Streisand), που με αυτή την αδιανόητη φωνάρα και την γήινη, παθιασμένη ερμηνεία της έρχεται να σαρώσει το συναίσθημα του θεατή και να καθηλώσει απολύτως με την ηλεκτρική παρουσία της. Όχι, δεν είναι η ταινία που θα σας αλλάξει τη ζωή, δεν είναι καν η καλύτερη ταινία του ’18, είναι όμως η καλύτερη που είδα για φέτος (με επίγνωση ότι δεν κατάφερα να δω πολλές), γιατί μερικές φορές ό,τι χρειαζόμαστε είναι ένα heartland rock love story.
2. Χρήστος Τριανταφύλλου – Mandy
Γι’ αυτή την ταινία έχει γράψει (άλλο) ένα εξαιρετικό κείμενο ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, οπότε δεν έχουν μείνει και πολλά να πω. Πρόκειται για μια πραγματική σπουδή στο μανιασμένο cult –το οποίο έχει κι αυτό τη δική του ιστορία και αξίζει να προβληματοποιείται–, όπου οι επιρροές του δημιουργού δεν μένουν σε ένα επιφανειακό επίπεδο κλεισίματος ματιού, ούτε επιδιώκεται το παβλοφικό γέλιο των θεατών με κάθε ανθυποαναφορά στα χρυσά 80s. Ο Kosmatos νιώθει βαθιά αυτό που κάνει, και το κάνει με πραγματικό σεβασμό∙ ακριβώς γι’ αυτό έχει την ελευθερία να πλάσει το υλικό του με τη συγγραφική λιτότητα ενός αρχέγονου μύθου και την οπτική φαντασμαγορία ενός βιντεοπαιχνιδιού. Ο Nicolas Cage δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον: να υποδύεται μια αρσενική μαινάδα, με την εντελώς κυριολεκτική έννοια του όρου. Η ταινία, όντας σαφώς διαιρεμένη σε δύο μέρη, ακολουθεί μια λογική κλιμάκωσης και κορύφωσης, φτάνοντας τελικά στην αναμενόμενη λύση του δράματος με κύριο οδοδείκτη τη βία. Σαν ένα μεταμοντέρνο γουέστερν, η ταινία δεν κάνει ελιγμούς, δεν ακροβατεί σε ανατροπές, όλα είναι εκεί από την αρχή για να ακολουθηθεί το προδιαγεγραμμένο μονοπάτι. Και όταν οι θεατές χειροκροτούν το όνομα του Cage στα credits, όλα είναι ήδη δικαιωμένα
3. Εύα Πλιάκου – Shoplifters – Hirokazu Koreeda
Ο φετινός χρυσός φοίνικας των Καννών πήγε σε μια ταινία υπερβολικά ανθρώπινη, συναισθηματική και γλυκιά, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η καθημερινότητα των χαμηλότερων τάξεων στην Ιαπωνία και η σημασία της οικογένειας. Πρόκειται για ένα πανέξυπνο έργο με πολύ όμορφη σκηνοθεσία που επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες και συνθέτει ένα αφήγημα για τους δεσμούς που μας ενώνουν με τους άλλους ανθρώπους. Χωρίς να παίρνει ο σκηνοθέτης σαφή θέση στο τέλος, αφήνει το δράμα να κορυφωθεί λόγω της επιλογής των πρωταγωνιστών να σχηματίσουν τη δική τους οικογένεια που καθόλου δεν βασίζεται σε δεσμούς αίματος. Ανάμεσα στη φτώχεια, τη σκληρότητα και την παρανομία ο Koreeda φτιάχνει εν τέλει μία υπέροχη ιστορία για την αγάπη.
4. Δημοσθένης Γαβαλάς – Black Panther
Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν καλύτερες ταινίες από το Μαύρο Πάνθηρα μέσα στο 2018, δεν είμαι καθόλου σίγουρος όμως για το αν υπήρξαν τόσο βαθύτατα πολιτικές ταινίες ενώ σίγουρα καμιά δεν εμπεριέχει την ισχύ του προσωπικού βιώματος. Πριν την προβολή, τα συναισθήματα μου ήταν μάλλον υποτονικά. Γενικά νιώθω πολύ κουρασμένος από την υπερκατανάλωση του υπερηρωικού περιεχομένου των Marvel και DC σε έναν βαθμό που αναρωτιέμαι πια για τα όρια αυτού του πράγματος. Όμως με το Black Panther, ήταν αλλιώς, δεν ήταν απλά η πιο ώριμη ταινίας της Marvel. Είδα την ταινία στην προβολή της, σε ένα μεγάλο κινηματογράφο της Κυψέλης Το Black Panther αποτέλεσε τη μετουσίωση ενός κινήματος το οποίο απέκτησε πλέον μαζικό χαρακτήρα, ξέφυγε από τα φυλετικά του όρια και σε μεγάλο βαθμό για το 2018 αποτέλεσε βασική τομή για την ποπ κουλτούρα. Δε θα ξεχάσω τη στιγμή, στο τέλος της ταινίας, όταν το καλό είχε νικήσει, όπου διάσπαρτες παρέες από μαύρα παιδάκια ζητωκράυγαζαν για την ταινία – αλλά κατά βάση για τον ήρωα. Επιτέλους μπορούσαν να ταυτιστούν. Το όνειρο για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, έστω και στην ουτοπική – κινηματογραφική του αποτύπωση επιτέλους έχει να κάνει και με τους ίδιους. Ή μάλλον μπορεί να εμπεριέχει και τους ίδιους.
5. Θέμης Πανταζάκος – 2001: A Space Odyssey 50th Anniversary
Αντίθετα με το εξαιρετικό ταινιακό 2017 – ή τέλος πάντων με όσες ταινίες έχω συνδέσει με το τέλος του ανεξάρτητα από το πότε βγήκαν στην Ελλάδα (βλ. Three Billboards Outside Ebbing, Missouri) – το 2018 μου προσέφερε ελάχιστες κινηματογραφικές συγκινήσεις (ομολογουμένως δεν έχω δει και αρκετά φερόμενα ως αριστουργήματα όπως το Roma). Τραμπαλίστηκα ανάμεσα στο να πιεστώ να αναβαθμίσω την γνώμη μου για κάποια ταινία που πρωτογενώς μου φάνηκε ψιλομέτρια (βλ. Widows) και στο να κλέψω λίγο υμνώντας το remake του 2001 και την επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη. Τελικά επέλεξα το δεύτερο για λόγους ειλικρίνειας και διότι το αριστούργημα του Κιούμπρικ το αξίζει και με το παραπάνω. Το γιατί είναι αδύνατον να αποτυπωθεί σε μια μικρή παράγραφο. Θα πω απλώς πως, αν προλαβαίνετε ακόμα, σπεύσατε να δείτε την ταινία που αναβάθμισε ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος όπως δεν έχει συμβεί ποτέ ξανά στην ιστορία του σινεμά.
6. Γιώργος Βασιλάκος – Black Panther
Το επιλέγω γιατί παρότι κυκλοφόρησε τη χρονιά που οτιδήποτε έβγαλε η Marvel στο σινεμά επισκιάστηκε από το Infinity War, τη συμπύκνωση μιας πολυετούς κινηματογραφικής εποποιίας σε μια ταινία μέχρι σήμερα, θεωρώ ότι το Black Panther πέτυχε κάτι μάλλον σημαντικότερο και πιο ελπιδοφόρο. Κατάφερε να γίνει η πιο πολιτική ταινία που αφορά το MCU, αν όχι ever, σίγουρα για το 2018. Σε μια science fiction κοπής σαφή αλληγορία της ιστορίας των Αφροαμερικανών και συγκεκριμένα των εναλλακτικών οδών δράσης που επέλεξαν δύο από τις ιστορικότερες μορφές της σύγχρονης μαύρης κουλτούρας, ο Μartin Luther King και ο Μalcolm X, (αν και όχι σε πλήρη αντιστοιχία) ανακινεί προβληματικές που είτε μπορεί να μην είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε, είτε γνωρίζοντάς τες, τις αντιμετωπίζουμε ως λυμένες, κλειδώνοντάς τες στο ιστορικό χρονοντούλαπο. Το Black Panther όμως πέρα από το ότι φέρει την υπενθύμιση της ιστορικότητας που κουβαλούν οι μειονοτικές μαύρες κοινότητες και την συνειδητοποίηση των διακρίσεων που οι ίδιες ακόμη δοκιμάζουν σήμερα από κάθε πιθανή μορφή εξουσίας, μας καλεί να στοχαστούμε για την αντίσταση συνολικότερα, γύρω από το δίλημμα της ριζοσπαστικότητας ή του συμβιβασμού. Κι αν καλώς ή κακώς τελικά και αναμενόμενα παίρνει την (spoiler alert!) μεριά του συμβιβασμού, τουλάχιστον το κάνει με τον λιγότερο παρωχημένο τρόπο, χωρίς ηθικοδιδακτικούς τόνους. Και ναι το ξέρω ότι προφανώς όσα βήματα προόδου κι αν έχει κάνει η ποπ κουλτούρα, διατηρούνται κάποιες τετριμμένες μάτσο φόρμες μέσα από τις οποίες παίζεται το ξυλίκι και τις οποίες ακόμη η Marvel δεν έχει υπερβεί ώστε να γίνει ακόμα και οσκαρική, αλλά η συγκεκριμένη επιλογή έγκειται ακριβώς στο ότι καθιστά μια τέτοια προοπτική έστω και λίγο πιο πιθανή, συνυπολογίζοντας και το γεγονός ότι η παρουσία δυναμικών γυναικών με στιβαρούς ρόλους στην ταινία είναι χαρακτηριστικά σημαντικότερη σε σχέση με άλλες αντίστοιχες του είδους.
7. Γιώργος Κόσσυφας – Avengers: Infinity War
Το φαραωνικό πρότζεκτ της Μάρβελ, το δίχως προηγούμενο αφηγηματικό πλέγμα των “Εκδικητών” που διήρκεσε 10 χρόνια, 3 Φάσεις, 20 ταινίες (συμπεριλαμβανομένου του Ant-Man and the Wasp) και εννιά τηλεοπτικές σειρές, έκλεισε τον κύκλο του. Ναι μεν αναμένεται το “Endgame” τον Απρίλιο του ‘19, όμως το μέχρι τώρα σύνολο (με ορισμένες τροποποιήσεις) θα ήταν μια συνολικά συνεκτική αφήγηση και χωρίς αυτό, το οποίο εξυπηρετεί καταρχήν την αντιστροφή ενός από τα Καλύτερα Τέλη Ταινιών – Cliffhanger έβερ (μιας και η αγελάδα έχει πολύ γαλά ακόμα να αρμέξουμε), το άνοιγμα για την Πέμπτη Φάση των ταινιών και το νέο μαρβελικό σύμπαν, μετα την Κοσμική Πανωλεθρία που προκάλεσε ένας απίστευτα γραμμένος και ερμηνευμένος Κακός, ο Τρελός Τιτάνας Thanos, μετά από πολλή προσπάθεια και ναι, το γιορτάζει. Φυσικά και αυτή η δεκαετία είχε τα πάνω και τα κάτω της, δεν γινόταν όλες οι ταινίες να άρεσαν σε όλους. Συν ότι συνετέλεσε αποφασιστικά στο δημιουργηθεί και να γιγαντωθεί η μόδα που όλες οι ταινίες πρέπει να αποτελούν ένα μεγαλύτερο σύνολο ταινιών (DCEU, Dark Univerχαχαχαχαχ) εξαντλώντας την υπομονή κοινού και κριτικών και επέδρασε εμμέσως (και) αισθητικά στην επιδημία των “Νταξ καλή είναι αλλά δε θα τη θυμάμαι αύριο” ταινιών. Παρ’όλα αυτά πρόκειται για ένα σημείο αναφοράς σε μια ανεπανάληπτη κινηματογραφική προσπάθεια με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ποπ κουλτούρα, λόγω όγκου, έκτασης και διάρκειας. Μακάρι οι παραγωγοί να είχαν την αντίληψη και την ακεραιότητα που αρμόζει στην εποχή του Πόπ Νιχιλισμού (ΠΡΩΤΟΙ ΣΑΣ ΤΟ ΦΕΡΑΜΕ, ΕΔΩ Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ) και να σφύραγαν τη λήξη του αγώνα για τους Εκδικητές, εκεί που είχαν ηττηθεί κατά κράτος (ή κατά Thanos), που το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού εξαχνώνεται και οι επιζήσαντες να έπρεπε να ζήσουν σε έναν κόσμο σαν του Leftovers, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα για να αντιστρέψουν το αποτέλεσμα.
8. Νίκος Σταματίνης – Roma
Ετοιμαζόμουν να γράψω για το Αnnihilation, μέχρι να έρθει το Roma του Cuaron. Όσο και αν θες να αποφύγεις ταμπέλες που δεν ξέρω αν έχουν ακριβώς νόημα, δεν μπορείς να μην ονομάσεις το Romaένα νεορεαλιστικό δράμα. Kαι αν κάτι λάτρεψα στο Roma, όπως και σε άλλα νεορεαλιστικά αριστουργήματα, είναι το πώς διαχειρίζεται το συναίσθημα.Πρόκειται για μια ταινία που ουσιαστικά διαχειρίζεται τη μνήμη, και πιο συγκεκριμένα τη μνήμη του δημιουργού της, με όλο τον κίνδυνο αυτοαναφορικότητας που έχει αυτή η επιλογή. Μέσα στο κομμάτι αυτο, το συναίσθημα είναι πανταχού παρόν, με ελάχιστες εξάρσεις, παρά μόνο τις απαραίτητες, εκεί που χρειάζεται να τον απαιτούμενο χώρο να εκφραστεί. Είναι εκεί υποβλητικά σε τέτοιο σημείο, ελάχιστα εντυπωσιακό, ώστε κάποιες φορές να νομίζεις ότι πρόκειται για δικές σου μνήμες. Μέσα στην ταινία, γεγονότα πολύ τραυματικά για την παιδική ψυχοσύνθεση, όπως ο χωρισμός των γονιών, παρουσιάζονται σχεδόν ψυχρά μέχρι να έρθει η έξαρση συναισθήματος σε μια άκυρη φαινομενικά στιγμή, ακριβώς όπως είναι συνήθως τα ξεσπάσματα των ανθρώπων: το αποτέλεσμα της σιωπής, το τελικό στάδιο μιας πορείας, μια λύτρωση μετά τα αδιέξοδα που δεν λύνει η απομόνωση, η έκφραση της ανάγκης για συνύπαρξη, όπως ποτέ δεν εκφράστηκαν στην ηρεμία.
Αγαπημένοι Δίσκοι
1. Στεφανία Κουτσουπιά : Tranquility Base Hotel + Casino – Arctic Monkeys
Μπορώ να γράψω κι άλλα γι’ αυτό το δίσκο; Ίσως όχι. Ίσως τα είπα όλα εδώ. Αλλά επιτρέψτε μου την ελάχιστη φλυαρία, που θα δικαιολογήσει την επιλογή. Το 2049 μπορεί να μην έχουμε androids που θα πείθουν απολύτως ως άνθρωποι, μπορεί και να έχουμε (εντάξει, οι πιθανότητες είναι υπέρ μας), μπορεί να ταξιδεύουμε όχι μόνο στον Άρη αλλά και ακόμα παραπέρα, μπορεί και όχι. Αυτό που σίγουρα θα έχουμε είναι αυτός ο δίσκος των Arctic Monkeys, που αποτελεί ένα υπέροχο space pop/rock ‘n’ roll στοίχημα, για να βάζουμε στα ακουστικά όσο διανύουμε το Γη-Άρης σαν ένα νέο Κολιάτσου-Παγκράτι. Απ’ την καρδιά μου εύχομαι να πάρουν και το Grammy το 2019. Μέχρι τότε, ακούστε και το b-side.
2. Χρήστος Τριανταφύλλου : Καταχνιά – «Κρεσέντο Απελπισίας»
Για τους υποκειμενικά καλύτερους δίσκους της χρονιάς τα είπαμε αλλού. Εδώ θα ξεχωρίσω μόνο μία επιλογή από τη δεκάδα, γιατί είναι πιο εύκολο να διαφύγει της προσοχής κάποιου ένας δίσκος που δύσκολα θα συναντήσει σε διεθνείς λίστες. Οι Καταχνιά, λοιπόν, έβγαλαν έναν υπέροχο δίσκο, ως ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα της ανερχόμενης crust punk (δηλαδή μιας ανάμειξης πανκ και μέταλ) σκηνής της χώρας. Με εμφανώς καλύτερη παραγωγή σε σχέση με τα προηγούμενα έργα τους, με πιο ολοκληρωμένα riffs, και, κυρίως, με μια άγρια σπαρακτικότητα, οι Καταχνία έβγαλαν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους που άκουσα φέτος. Αν δεν σας είναι οικείος αυτός ο ήχος, μην αποθαρρυνθείτε∙ μέσα –και όχι κάτω από– στην οργή και την ακρότητα βρίσκεται η πιο ευαίσθητη ποιητική ματιά.
3. Δημοσθένης Γαβαλάς : Conception – My Dark Symphony
Σε μεγάλο βαθμό τα είπα τόσο στο άρθρο μου για τους Conception, όσο και στους υποκειμενικά καλύτερους δίσκους της χρονιάς, αλλά και εδώ οφείλω να τονίσω ότι οι λόγοι εδώ είναι ξεκάθαρα βιωματικοί. Περίμενα αυτήν την επιστροφή όσο τίποτα για μια δεκαετία οπότε είναι δεδομένη η ύπαρξη τους σε αυτή τη λίστα. Ας μείνουμε -πέρα από το πόσο εξαιρετικός ήταν ο δίσκος, που ήταν – στο ότι πέρασαν 21 χρόνια μετά την τελευταία κυκλοφορία τους και ότι η μπάντα παραμένει τόσο φρέσκια όσο στην πρώτη ημέρα της αλλά και ένα από τα σημαντικότερα και επιδραστικότερα συγκροτήματα του prog/ power. Αυτό νομίζω αποτελεί μια καλή δικαιολογία.
4. Θέμης Πανταζάκος: ΛΕΞ –2ΧΧΧ
Μιας και έχω γράψει ήδη μια ακατάσχετη πολυλογίαγια το τι ήταν για ‘μενα ο τελευταίος δίσκος του Λεξ, εδώ θα αρκεστώ στο εξής: το ότι ένας τέτοιος δίσκος έγινε με άνεση ποπ στην Ελλάδα του σήμερα μιλάει από μόνο του και γιατον δίσκο αλλά και για την Ελλάδα του σήμερα.
Αγαπημένο Βιβλίο
1. Γιώργος Κόσσυφας : Νίκος Βεργέτης – Χόλι Μάουντεν
Η νουβέλα του πρωτοεμφανιζόμενου Νίκου Βεργέτη κυκλοφόρησε περί τα τέλη του περασμένου έτους, όμως απέκτησε το κοινό της, καθώς διαδόθηκε από στόμα σε στόμα μέσα στο 2018, αποκτώντας έτσι τη φήμη ενός πολύ σημαντικού και ιδιαίτερου βιβλίου – ιδιαίτερο λόγω ύφους, αφήγησης και σημαντικό λόγω των θεμάτων που πραγματεύεται, όπως είναι ο Χρόνος και ο Θάνατος. Ο λόγος του ανώνυμου αφηγητή είναι αποσπασματικός, ένας επιθανάτιος ρόγχος 140 σελίδων ενός καρκινοπαθή σε τελευταίο στάδιο. Το βιβλίο δεν έχει κεφάλαια, ούτε έχει ορθολογική άρθρωση, η αφήγηση σταματά με το που ο χαρακτήρας χάνει τις αισθήσεις του και συνεχίζεται με το που τις ανακτά. Κάθε σελίδα και ένα χτύπημα, πιο δυνατό, καθώς ο αναγνώστης βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στους αναστοχασμούς του αφηγητή. Ένα ευαίσθητο, εσωτερικό, υπαρξιακό βιβλίο που δεν έχει τίποτα να κρύψει, παρότι ο συγγραφέας ξεκίνησε να το γράφει σαν “έναν ύμνο στο ψέμα, ή έστω μια προσπάθεια ανίχνευσης της σχέσης αλήθειας – ψέματος”. Έκπληκτικό βιβλίο, θα με συνοδεύει για χρόνια.
2. Εύα Πλιάκου: Paul Aster – Βιβλίο: 4321
Υποστηρίζεται ότι υπάρχει κάποια στιγμή στη ζωή ενός συγγραφέα, είτε νωρίς στην καριέρα του είτε -συνήθως- πιο αργά, όπου γράφει ένα βιβλίο που περιλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα βιβλία του. Για τον Auster αυτό το βιβλίο είναι το 4321, η κορωνίδα της συγγραφικής του πορείας. Στο βιβλίο παρουσιάζονται τέσσερις εκδοχές για το πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή του πρωταγωνιστή του, και περικλείονται όλα τα ζητήματα με τα οποία έχει ασχοληθεί ο Auster στα 30+ χρόνια της καριέρας του. Είναι ένα πανέξυπνο και συγκλονιστικό αφήγημα, ένα βιβλίο για τα βιβλία, για τη μουσική, τον κινηματογράφο και την ενηλικίωση. Ένα μυθιστόρημα που διδάσκει πως θα έπρεπε να γράφονται τα μυθιστορήματα, με ένα τέλος αντάξιο της μεταμοντέρνας αφήγησης που καθιέρωσε τον συγγραφέα ως έναν από τους πιο αξιόλογους εν ζωή συγγραφείς του 21ου αιώνα. Και γι’ αυτό δικαιωματικά είναι το καλύτερο βιβλίο που διάβασα φέτος, σε μια χρονιά με πολύ δυνατό ανταγωνισμό στον εκδοτικό χώρο
Καλύτερο Meme Page
Θέμης Πανταζάκος – Μηζενισμός
Παραφράζοντας τον Βιτγκενστάιν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια πλήρης φιλοσοφική πραγματεία θα μπορούσε να αποτελείται εξ ολοκλήρου από memes. Τα πολύ καλά memes καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν τη φόρμα τους, που δεν είναι δεσμευμένη στην λογική των επιχειρημάτων, για να συμπυκνώσουν τεράστιο όγκο πολιτικού και κοινωνιολογικού περιεχομένου. Τα πραγματικά σπουδαία memes όμως καταφέρνουν και να αποδώσουν πιστά την πρωτοπρόσωπη, συναισθηματική εμπειρία του τι σημαίνει να είσαι κάποιος, κάπου, σήμερα. Σε αυτόν τον προσανατολισμό, ο Μηζενισμός, ένα blue screen of depth της εποχής μας, έχει παράξει αριστουργήματα.
Social Links: