Kevin Richardson, Raymond Santana, Antron McCray, Yusef Salaam και Korey Wise.
Λίγο πριν τις 9 το βράδυ της 19ης Απριλίου 1989, η εικοσιοκτάχρονη Τρίσα Μέιλι ξυλοκοπήθηκε, βιάστηκε και αφέθηκε να πεθάνει στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Την επόμενη μέρα, η Αστυνομία της Νέας Υόρκης, σε μια επιχείρηση-σκούπα, προσήγαγε κάτι παραπάνω από τριάντα Αφροαμερικανούς και Λατίνους έφηβους ως ύποπτους γι’ αυτό το ειδεχθές έγκλημα, με αφορμή καταγγελίες ότι μια απροσδιόριστη ομάδα εφήβων με αυτά τα εθνολογικά και ηλικιακά χαρακτηριστικά προκαλούσε, την ίδια νύχτα, μικροεπεισόδια στους χώρους του πάρκου (έκτασης, 3.410 στρεμμάτων, περίπου 8 φορές το Βατικανό ή κάπου το μισό Σαν Μαρίνο). Υπό το κράτος της κοινωνικής κατακραυγής για το αποτρόπαιο έγκλημα αυτό και λόγω της έντασης και της έκτασης του εγκληματικού φαινομένου στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, η Αστυνομία συνέλαβε και ανέκρινε υπό απάνθρωπες συνθήκες 5 νεαρούς, παγιδεύοντάς τους με ψέματα (ότι για παράδειγμα οι φίλοι τους τους κατέδωσαν), χωρίς γονική επίβλεψη –καίτοι ανήλικοι– παραπέμποντάς τους σε δίκη. H κοινωνική κατακραυγή για το συγκεκριμένο έγκλημα, βεβαίως, δεν ήταν εντελώς αυθόρμητη σε όλη της την έκταση. Άλλωστε εκείνη την εποχή η Νέα Υόρκη μαστίζονταν από υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας – ουδεμία σχέση με σήμερα.
Την Πρωτομαγιά του ίδιου έτους και ενώ οι ως άνω είχαν συλληφθεί, ο τότε απλώς μεγιστάνας, το καπιταλιστικό είδωλο ονόματι Ντόναλντ Τραμπ, αγόρασε χώρο στα εξώφυλλα των μεγαλύτερων σε κυκλοφορία εφημερίδων της πόλης καταβάλλοντας κάτι λιγότερο από 200.000 δολάρια σε σημερινή ισοτιμία, για να δημοσιεύσει μια ολοσέλιδη επιστολή που έφερε την υπογραφή του, με την οποία ζητούσε την επιστροφή της θανατικής ποινής, με αφορμή το έγκλημα εις βάρος της Μάιλι, στοχοποιώντας τους πέντε συλληφθέντες. Με την επιστολή του αυτή εγκαλούσε τον τότε Δήμαρχο της πόλης για ολιγωρία και για τη δήλωσή του ότι «Πρέπει να αφαιρέσουμε το μίσος και την απέχθεια από τις καρδιές μας», ζητούσε από την αστυνομία να γίνει πιο σκληρή και δήλωνε ότι έπρεπε, ασχέτως ηλικίας, όλοι οι δολοφόνοι και ληστές να φοβούνται. Με αυτό τον τρόπο τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας και στα Μέσα της εποχής και ο διάλογος περί επαναφοράς της θανατικής ποινής, η οποία, σύμφωνα με το πολιτειακό δίκαιο, δεν προβλεπόταν, σε αντίθεση με άλλες αμερικανικές πολιτείες στις οποίες συνεχίζει να υπάρχει και να είναι επιβεβλημένη. Τότε ο Τραμπ ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο, επιχειρηματίας-σελέμπριτι, το είδωλο των απανταχού γιάπηδων και, κυρίως, ένας επιφανής πολίτης της Νέας Υόρκης. Υιοθετώντας τη ρητορική αυτή συνετέλεσε στο να αυξηθεί η κοινωνική εντροπία της Νέας Υόρκης κατακόρυφα.
Δίχως ενδοιασμό να ρισκάρουν να καταστρέψουν τις ζωές 5 ανήλικων ατόμων (σπόιλερ, τις κατέστρεψαν σε ανυπολόγιστο βαθμό) και σε τρομερή ανάγκη να ανατρέψουν την κακή δημόσια εικόνα τους, η Αστυνομία και οι Εισαγγελικές Αρχές έσυραν τους ανήλικους Πέντε του Σέντραλ Παρκ σε μια δίκη-παρωδία, όπου η κοινωνία ήταν ήδη αποφασισμένη, μετά τη διαλυτική –ως προς το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση σε δίκαιη δίκη– κινητοποίηση του μετέπειτα Πλανητάρχη, σύμφωνα με ένα από τα θύματα της σκευωρίας, μετέπειτα συγγραφέα και ακτιβιστή, Γιουσέφ Σαλάαμ. Συγκεκριμένα, ο ίδιος δήλωνε πως από τη δημοσίευση της επιστολής αυτής η οικογένειά του άρχισε να λαμβάνει απειλές για τη ζωή και την ακεραιότητα όλων των μελών της.
Η αστυνομία ήδη είχε εκβιάσει τις καταθέσεις των ανηλίκων, το οποίο ήταν το βασικό αποδεικτικό για τη καταδίκη τους, διότι τόσο τα ίχνη στο τόπο του εγκλήματος όσο και το χρονοδιάγραμμα που είχε προκύψει δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πειστικά πώς και γιατί βρέθηκαν στο σημείο όπου τελέστηκε το έγκλημα. Η κοινή γνώμη, μέσα από εμπρηστικές παρεμβάσεις στη δημόσια σφαίρα, είχε εκδώσει ετυμηγορία.
Για τα επόμενα 12 έτη, οι ανήλικοι έζησαν το σκληρό πρόσωπο του σωφρονιστικού συστήματος. Το 2002, ένας άλλος κατάδικος για βιασμούς και δολοφονίες, ονόματι Ματίας Ρέγιες, ομολόγησε τον βιασμό της Μάιλι και οι Πέντε του Σέντραλ Παρκ απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες. Ο Ρέγιες που ήταν γνωστός στις αρχές ως καταζητούμενος για άλλους βιασμούς, δεν αναζητήθηκε ποτέ από τις αρχές. Συγκεκριμένα, εξαιτίας μιας σειράς τεχνικών ζητημάτων και επίδειξη αμέλειας από πλευράς διωκτικών αρχών, το έγκλημα καταχωρήθηκε μόνο ως έγκλημα κατά της ζωής και όχι και κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Αυτό στα τότε λοτζίστικς της Αστυνομίας της Πολιτείας συνεπαγόταν διαφορετικές βάσεις δεδομένων για δράστες, υπόπτους, υπόδικους και κατάδικους ανάλογα τη φύση του εγκλήματος. Αλλά τότε λίγη σημασία είχε. Αφού οι δράστες είχαν βρεθεί και καταδικαστεί, τι σημασία είχε η ορθή καταχώρηση των στοιχείων του εγκλήματος…
Η όλη ιστορία έχει γίνει μια εκπληκτική σειρά από την Ava DuVernay, ένα τηλεοπτικό εκχύλισμα που περιέχει τα καλύτερα στοιχεία από τα The Shawshank Redemption, The Green Mile και The Thin Blue Line – και δεν υπάρχει λόγος να μη τη δείτε. Η DuVernay έχει αποδείξει την ευαισθητοποίησή της σε σχέση με τη ποινική δικαιοσύνη και το αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα στη φιλμογραφία της (13th, Middle of Nowhere) αλλά δεν είναι υπεράνω του ανθρώπινου δράματος· ακόμα και στο Selma, αυτό ήταν εμφανές. Οι ιστορίες της εμπνέονται και παίρνουν ζωή από τον κοινωνικό αποκλεισμό και αφορούν τους πάντες. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι το When They See Us, όπου προσθέτει ένα επιπλέον στοιχείο: Τις συνέπειες.
Παρά το τύποις αισιόδοξο και θετικό μήνυμα στο τέλος της σειράς, όπου η ομολογία του Ρέγιες –μετά την παραγραφή του εγκλήματος– ότι αυτός επιτέθηκε βάναυσα κατά της Μάιλι οδήγησε άμεσα στην απελευθέρωση των Πέντε, παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια η Πολιτεία τούς αποζημίωσε με ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό για την άδικη καταδίκη τους, παρά το γεγονός ότι –κάνοντας και μια αντιπαραβολή με το σήμερα–οι ζωές τους είναι αποκατεστημένες, οι ίδιοι βιοπορίζονται και είναι κοινωνικά επανενταγμένοι (αν και εκτός της Πολιτείας της Νέας Υόρκης), η δημιουργός της σειράς χρησιμοποιεί την ιστορία ως κάτοπτρο για τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Η κουλτούρα της κατακραυγής και του αντιδραστικού λόγου δεν είναι ξένη προς εμάς· ιδίως δε σήμερα είναι πιο βίαια δίπλα μας από ποτέ. Ο ίδιος ο Τραμπ, την περίοδο της πανηγυρικής δικαίωσης, έβγαινε ευθαρσώς στα Μέσα και αρνούνταν να απολογηθεί για τη στάση που τήρησε στην υπόθεση, ανάβοντας δαυλούς και μοιράζοντας τσουγκράνες σε όποιον ήταν πρόθυμος να τις πάρει, στο κυνήγι των αποδιοπομπαίων τράγων. Έγχρωμων ιδίως. Ο Τραμπ, όπως εκ του αποτελέσματος της πολιτικής ρητορικής του, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά (τα έχουμε ξαναπεί), δεν έχει πρόβλημα με την εγκληματικότητα καθαυτή αλλά με την εγκληματικότητα ως ένα φαινόμενο που αποκλειστικά προκαλείται από τους «ξένους», τους αλλοδαπούς, τους αλλόθρησκους, τους έγχρωμους. Το κλίμα αυτό ήταν καλλιεργημένο από τότε, ο σπόρος του μισαλλόδοξου λόγου ήταν ήδη φυτεμένος και τα άνθη του κακού ανέμεναν τη κατάλληλη στιγμή να αναδυθούν. Ο Τραμπ τότε επίσης δεν ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτήσει· κανένας επίσημος φορέας δεν μπορεί να σου επιβάλλει κάποιου είδους κυρώσεις όταν επηρεάζεις αρνητικά την κοινή γνώμη, με την έννοια της ανενημέρωτης, θυμικής, αντιδραστικής και ρατσιστικής ρητορικής. Αυτό είναι αδιανόητο στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ως ανεπίτρεπτος περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης. Η τιμωρία που μπορείς να υποστείς σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να δοκιμάσεις το ίδιο σου το δηλητήριο: το ίδιο το κοινό που έγινε υποχείριο, τώρα να σε αποτινάξει, να σε αποσύρει από το βάθρο από όπου το παρέσυρες αφήνοντάς σε να αναλωθείς από τη λήθη του περιθωρίου.
Σε καιρούς, κατ’ ελάχιστον σχετικής σταθερότητας, κατά το μείζον γενικής ευημερίας, η ιστορική μνήμη σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης γίνεται συχνά ταμπού. Σε επίπεδο μυθοπλασίας, το ζήτημα είναι καίριο για τον Γιου Νέσμπε στον Κοκκινολαίμη, όπου τοποθετεί σε κρίσιμο σημείο της αφήγησης το γεγονός ότι οι Νορβηγοί δεν είχαν ιδιαίτερες αντιρρήσεις (στη χειρότερη) με την ιδέα ενός κυρίαρχου Τρίτου Ράιχ σε αντιδιαστολή με το γεγονός ότι κατά το αφηγηματικό παρόν κανείς δεν αναφέρεται σε αυτό και ούτε το αντιμετωπίζει με υγιή τρόπο, δίνοντας περιθώριο στην άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού (το 2000 παρακαλώ). Στην Ελλάδα, αν το τεντώσουμε λίγο, πολύς κόσμος δεν έχει εικόνα για την Σρεμπρένιτσα και τη συμμετοχή Ελλήνων ένοπλων εθελοντών, κατάσταση και εμπειρία που μετέπειτα λειτούργησε ως πρόπλασμα και συγκοινωνούν δοχείο των ενόπλων ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής. Κάποιοι θα θυμούνται ίσως τις θριαμβολογικές αναφορές των ελληνικών Μέσων τις εποχής για τους ανιδιοτελείς Έλληνες που μάχονται στο πλευρό των Ημέτερων Σέρβων Ορθοδόξων αδελφών. Είναι πολύ δύσκολο, αλλά αναγκαίο να γίνεται αυτό.
Η DuVernay δεν ρέπει στον διδακτισμό σε καμία απολύτως περίπτωση και αυτό καθιστά το έργο εξαιρετικό στην πολιτική του στάση, η οποία είναι σαφής και ξεκάθαρα κατά του συστημικού ρατσισμού των θεσμών της ποινικής καταστολής κατά των μειονοτήτων στις ΗΠΑ. Η ιστορία που αφηγείται έχει στο επίκεντρό της τους Πέντε και τους κοντινούς τους ανθρώπους, συγγενείς και φίλους, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Είναι μια καθαρά ανθρώπινη ιστορία, δεν αποκλίνει από τις ιδέες της, για να πουλήσει δικαιωματισμό και «αριστερίλα». Σε 3-4 σημεία, ωστόσο, αναφέρει τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ ως τον σελέμπριτι -διώκτη των παιδιών – και αυτό χωρίς να τον εμφανίζει στο γυαλί. Απλώς αναφέρεται ένα όνομα, με πικρία συνήθως και οργή, αλλά κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν στέκεται σε αυτό –διότι δεν είναι κάτι παραπάνω στο πλαίσιο της αφηγηματικής-ιστορικής πραγματικότητας–, ο θεατής του 2019 όμως αντιλαμβάνεται διαφορετικά τις αναφορές. Τον αντιμετωπίζει όπως θα τον αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή. Στις σκηνές της λύτρωσης κανείς δεν ασχολείται με τον μετέπειτα πρόεδρο. Το σενάριο δεν ανήκει αμιγώς σε κανένα είδος, είναι μια βιογραφία των αδικημένων. Στοιχεία δικαστικού δράματος υπάρχουν, αστυνομικού procedural επίσης, όλα με ένα προσγειωμένο βλέμμα, ανθρώπινο. Η δημιουργός αξιοποιεί εμφανώς την εμπειρία της από το υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ 13th σχετικά με τη διατήρηση του θεσμού της δουλείας μέσω της αναγκαστικής εργασίας των φυλακισμένων.
Πάνω από όλα όμως, το When They See Us είναι μια σειρά η οποία προσεγγίζει στοχαστικά την απώλεια της ελευθερίας, τη δοκιμασία των ανθρώπινων σχέσεων, δεν πραγματεύεται –μόλις που καταγράφει– σε πρώτη ανάγνωση τους κοινωνικούς συσχετισμούς, αλλά μέσα από αυτή την ιστορία θέλει να τους αλλάξει στη σύγχρονη πραγματικότητα, υπενθυμίζοντας μια πραγματική ιστορία, πιο επίκαιρη από ποτέ.
Social Links: