Εάν οι Monty Python ήταν οι πρώτοι που τόλμησαν να προφέρουν τις λέξεις ‘’shit’’ και ‘’fuck’’ στην τηλεόραση, και αντίστοιχα, σε ένα μνημόσυνο, ο σκηνοθέτης Ralph Bakshi ήταν ο πρώτος…

Ralph Bakshi: Ο Βασιλιάς Του Cult Animation (1ο μέρος)

Εάν οι Monty Python ήταν οι πρώτοι που τόλμησαν να προφέρουν τις λέξεις ‘’shit’’ και ‘’fuck’’ στην τηλεόραση, και αντίστοιχα, σε ένα μνημόσυνο, ο σκηνοθέτης Ralph Bakshi ήταν ο πρώτος που τόλμησε να τις προφέρει σε μεγάλου μήκους ταινίες κινουμένων σχεδίων. Και όχι μόνο αυτό, καθώς ο Bakshi ήταν ο πρώτος που πρόβαλλε σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου, χρήση ναρκωτικών ουσιών, δολοφονίες, αυτοκτονίες, χίπηδες, Αφροαμερικανούς τζαζίστες, μαφιόζους, ιερόδουλες και αντικαπιταλιστικές, εξεγερτικές πολιτικές τοποθετήσεις σε κινούμενα σχέδια. Ο πρώτος που τα έβαλε με την παντοδυναμία του Walt Disney και βγήκε νικητής, διαμορφώνοντας και σχηματοποιώντας με ολοκληρωτικό και σαρωτικό τρόπο τη σύγχρονη ποπ-κουλτούρα σε όλα τα επίπεδα, πολύ πιο ουσιαστικά από ότι το σύμπαν της Disney θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί.

Η κληρονομιά που άφησε παρακαταθήκη ο Bakshi εντοπίζεται σε όλους τους τομείς της σύγχρονης τέχνης, από τα adult κινούμενα σχέδια, τα comics και τον κινηματογράφο, τις τεχνικές που σχεδιάζονται και απεικονίζονται έργα epic/high και urban fantasy, μέχρι τη σύγχρονη λογοτεχνία (Neil Gaiman, China Mievielle, Clive Barker, Tom Robbins κλπ) αλλά και τη μουσική (εδώ η λίστα είναι ατελείωτη).  Ο Bakshi ανήκε στην άλλη όψη του νομίσματος της γενιάς των Boomers, δηλαδή στα πολύ ταλαντούχα κωλόπαιδα που μοίραζαν τη ζωή τους ανάμεσα στην τέχνη τους και σε μικρό-κομπίνες και μικρό-κλοπές, δοσοληψίες ναρκωτικών, ηδονοβλεψίες, βανδαλισμούς και υπόγεια ζωή, αιωρούμενοι πάνω από βιωματικές μεταφράσεις του Φύλακα στη Σίκαλη και του Last Exit to Brooklyn στην πραγματικότητα της ψυχροπολεμικής Αμερικής.

Στη σημερινή εποχή, όπου η ασφυκτική μετριότητα της βιομηχανίας κινουμένων σχεδίων (και γενικά της καλλιτεχνικής ‘’βιομηχανίας’’) αφομοιώνει και την παραμικρή ρανίδα δημιουργικότητας και φαντασίας, στραγγαλίζοντας πολλούς ταλαντούχους concept artists, ας ιχνηλατήσουμε την πορεία και την ευρηματικότητα ενός σκηνοθέτη που λειτούργησε ως ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες της σύγχρονης underground σκηνής, και με συσχετιστικό τρόπο, ολόκληρης της μεταμοντέρνας κουλτούρας.

 

Το τραγούδι ‘’Yesterdays’’ της Billie Holiday είναι από τα βασικά themes της πρώτης ταινίας του Bakshi, με άμεση αναφορά το Harlem.

 

Ο Ralph Bakshi γεννήθηκε στις 29 Οκτώβρη του 1938 στην Παλαιστίνη, σε εδάφη που τώρα κατέχει το Ισραήλ. Το 1939 αυτός και η οικογένειά του μεταναστεύουν στην Αμερική όπου και εγκαθίστανται στο Brownsville, την Εβραϊκή συνοικία στο Brooklyn της Νέας Υόρκης. Μεγαλώνοντας μέσα στην καρδιά του Brooklyn, τα γκέτο του Foggy Bottom και τα φτηνά στέκια του Harlem, θα γνωρίσει όλο το φάσμα των ανθρώπων της εποχής, από τους μετανάστες, τους Αφροαμερικανούς τζαζίστες, τα βαποράκια και τους μαφιόζους μέχρι τους αποτυχημένους ποιητές και τους άνεργους αριστερούς καλλιτέχνες της Μαύρης Λίστας. Αυτές οι εικόνες, οι ήχοι και οι προσωπικότητες θα αποτελέσουν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο θα υφανθεί ο μετέπειτα κινηματογραφικός του κόσμος.

 

Συνοικία στο Brooklyn των ‘40s-‘50s όπως την αποτύπωσε ο κομίστας Will Eisner στο έργο ‘’The Big City’’

 

Σταδιακά αναπτύσσει μια βαθιά αγάπη για τα comics, το μέσο διασκέδασης των φτωχών, ψάχνοντας για πεταμένα τεύχη σε κάδους απορριμμάτων της περιοχής. Όταν ήταν 15 χρονών θα πέσει στα χέρια του ένα αντίτυπο του Gene Byrne, The Complete Guide to Cartooning, το οποίο και θα κλέψει από τη δημόσια βιβλιοθήκη της γειτονιάς του για να το μελετήσει cover to cover, μαθαίνοντας το απέξω. Αφού πρώτα αποφοιτήσει ως δημιουργός καρτούν από μια τοπική επαγγελματική σχολή, στην ηλικία των 20 χρόνων θα προσληφθεί από το studio ‘’Terrytoons’’, μαθητεύοντας κοντά σε σπουδαίους για την εποχή animators. Εκεί θα γνωρίσει και τον παραγωγό και μετέπειτα συνεργάτη του Steve Krantz, με τον οποίο θα δουλέψουν μαζί το 1968 για τη τηλεοπτική μεταφορά του Spider-Man σε σειρά κινουμένων σχεδίων.

 

 

Το όραμα, όμως, του Ralph Bakshi και των συνεργατών του δεν ήταν να δημιουργήσουν ακόμα μια σειρά καλοσχεδιασμένων τυποποιημένων κινουμένων σχεδίων (όπως ο Walt Disney και η Warner Bros) ώστε να κατασκευάσουν και αυτοί μια κινηματογραφική αυτοκρατορία που θα γίνει παγκοσμίως γνωστή και αναγνωρίσιμη. Ακριβώς το αντίθετο, μάλιστα, καθώς ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το μέσο των κινουμένων σχεδίων για να ανατρέψουν όλα τα παραπάνω. Να σπάσουν, δηλαδή, τον κυρίαρχο τεχνικό φορμαλισμό και τις κινηματογραφικές αφηγηματικές νόρμες που ίσχυαν μέχρι στιγμής, να εκφράσουν τον αέρα της εποχής τους και κυρίως των ανθρώπων που ύφαιναν αυτή την εποχή. Ήθελαν να πειραματιστούν μέχρι τέλους με όσες περισσότερες τεχνικές είχαν διαθέσιμες ώστε να εντοπίσουν τα όρια της τέχνης τους.

 

 

Ο ίδιος ο Bakshi είχε δηλώσει σε συνέντευξη του ότι ήθελε να φτιάξει ταινίες που θα ξέφευγαν έστω και για λίγο από την χαζοχαρούμενη επαναληψιμότητα των commercial κινουμένων σχεδίων. Οραματιζόταν να φτιάξει έργα τέχνης που θα συναρπάσουν ανθρώπους όλων των ηλικιών, τόσο με την διαφορετικότητα του σχεδίου και των μοτίβων τους όσο και με τη ποικίλα θεματολογία και την πολυπλοκότητα της αφήγησης.  Για αυτούς τους λόγους ιδρύουν το 1969 μαζί με τον Krantz την εταιρεία ‘’Bakshi Productions’’ στο Manhattan. Αρκετά σύντομα το studio μεταφέρθηκε στο Los Angeles λόγω διαφωνιών με το σωματείο των σχεδιαστών, κάτι που ο Bakshi θα το αναφέρει συχνά ως σπόντα στις μετέπειτα ταινίες του.

 

Το πρώτο logo των Bakshi Productions το 1968.

 

The New York Cycle (1969-1975)

Στην προσπάθεια να βρει ένα δημοφιλές θέμα πάνω στο οποίο θα ήταν δυνατό να βασιστεί το σενάριο της πρώτης του κινηματογραφικής ταινίας, ο Bakshi έπεσε πάνω σε ένα βιβλιαράκι comics, το Fritz the Cat. Το συγκεκριμένο κομιξάκι το δημιούργησε ο Robert Crumb, που μαζί με τον Gilbert Shelton (ο δημιουργός των εμβληματικών Freak Brothers) αποτελούσαν τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες του ρεύματος Underground Comix στην Αμερική. Τα περισσότερα από αυτά τα comics ήταν ή αυτοεκδόσεις ή περιορισμένα αντίτυπα μικρών εναλλακτικών εκδοτικών οίκων, και χαρακτηρίζονταν από το edgy σατιρικό περιεχόμενο τους και τις συχνές αναφορές στο σεξ, τα ναρκωτικά και τα πολιτικά κινήματα της εποχής.

Μετά από κάποιες διαπραγματεύσεις, ο Bakshi κατάφερε να πάρει τα πνευματικά δικαιώματα για τη κινηματογραφική μεταφορά του Fritz the Cat. Στο comic όλοι οι χαρακτήρες είναι ανθρωπομορφικές προσωποποιήσεις ζώων, κάτι που ο Bakshi το εκμεταλλεύτηκε για να παρουσιάσει έναν ρεαλιστικό (στα όρια του νατουραλισμού) κόσμο σε αντίθεση με τον παραμυθένιο του Disney.

Το comic του Robert Crumb πάνω στο οποίο βασίστηκε ο πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Bakshi.

 

Ο Bakshi ήθελε να αποτυπώσει τη Νέα Υόρκη ακριβώς όπως ήταν τη δεκαετία του 1960, δηλαδή όπως μεταφραζόταν στο δομημένο περιβάλλον και στις καθημερινές συμπεριφορικές πρακτικές εκείνου του αμαλγάματος ανθρώπινων προσωπικοτήτων που δρούσαν σε αυτό το ατμοσφαιρικό αστικό πλαίσιο. Ήθελε να φτιάξει μια ταινία ‘’βρόμικη’’, με layouts που αποτύπωναν ρεαλιστικά τη ζοφερή πραγματικότητα μιας μεγαλούπολης, όπου μέσα στα σπλάχνα της υφαίνονταν ιστορίες καθημερινής τρέλας από επικαλυπτόμενες κουλτούρες και γεωγραφίες. Ακόμα και οι όποιες υπερβολές των χαρακτήρων λειτουργούσαν ως εργαλείο απεικόνισης της παρανοϊκής αμερικάνικης πραγματικότητας και όχι ως αφηρημένες σουρεαλιστικές αφηγήσεις. Ταυτόχρονα, οι χαρακτήρες είχαν περιρρέουσα σεξουαλικότητα, έκαναν συστηματική χρήση ναρκωτικών, προσπαθούσαν διακαώς να ξεφύγουν από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον και από τη μιζέρια μιας αυτοποιημένης ζωής.

Το Fritz the Cat, η πρώτη ταινία που έφτιαξε ο Bakshi για τον ‘’κύκλο της Νέας Υόρκης’’, μετά από πολλές προσπάθειες εύρεσης διανομέα και πολλές απορρίψεις, χρηματοδοτήθηκε από ένα μικρό studio παραγωγής με ένα μικρό, για την εποχή, χρηματικό ποσό. Η ευρηματικότητα του Bakshi λειτουργεί αμέσως, οπότε εισάγει καινούριες και λιγότερο δαπανηρές τεχνικές ώστε να αποδοθεί με ακρίβεια το αστικό τοπίο. Χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, κανονικές φωτογραφίες από τους δρόμους και τις συνοικίες της Νέας Υόρκης, οι οποίες αντιγράφονται με μολύβι και υδατογραφία από τους σχεδιαστές για να αποτελέσουν το background των σεκάνς. Αυτή η πρωτοπόρα τεχνική, εκτός ότι γλυτώνει αρκετά χρήματα, προσέφερε noir και ρεαλιστική ατμόσφαιρα στην ταινία, κάτι πρωτόγνωρο για την τέχνη των κινουμένων σχεδίων.

 

Η Times Square όπως αποτυπώθηκε στο animation με βάση τη πραγματική φωτογραφία.

 

Επιπρόσθετα, ο Bakshi κυκλοφορούσε στην πόλη και μαγνητοφωνούσε συζητήσεις και ήχους, τους οποίους και συμπεριέλαβε στις περισσότερες σκηνές για να προσδώσει ακόμα περισσότερη ρεαλιστικότητα. Η Νέα Υόρκη του ψιθύριζε και αυτός την άκουγε προσεκτικά, μέσα από διενέξεις σε μικτές pubs και σε σκόρπιες κουβέντες πάνω από υπαίθριους πάγκους. Ενώ οι εταιρείες διανομής απειλούσαν ότι θα βάλουν X rating στην ταινία, εκείνος χρησιμοποίησε αυτή την απειλή ως εργαλείο μάρκετινγκ για να προσκαλέσει τους θεατές να παρακολουθήσουν το πρώτο πορνογραφικό κινούμενο σχέδιο.

Όταν η ταινία, εν τέλει, διανεμήθηκε σε κάποιες αίθουσες έγινε απευθείας sold out. Όλοι ήθελαν να λάβουν μέρος στο hype και να παρακολουθήσουν έναν οργισμένο έφηβο γάτο αλα Holden Caulfield, να καπνίζει μαριχουάνα και να λαμβάνει μέρος σε σεξουαλικά όργια σε απόκοσμες γειτονιές του Harlem. Να πιάνει φιλίες με κοράκια (που αποτύπωναν τους Αφρό-Αμερικάνους), να καλεί σε εξεγέρσεις που πνίγονται στο αίμα και να κυκλοφορεί χωρίς αιτία και σκοπό για να απομυζήσει ό,τι μπορεί από τη ζωή. Η συγκεκριμένη ταινία έγινε το must-seen στα ‘70s και αποτέλεσε την πιο κερδοφόρα παραγωγή ανεξάρτητου animation όλων των εποχών.

 

Η περιβόητη σκηνή της εξέγερσης από την ταινία ‘’Fritz the Cat’’

 

Η δεύτερη ταινία του ήταν μια ιδέα που είχε από τα μέσα των ‘60s, όταν περνούσε αρκετό χρόνο σε μαγαζιά με φλιπεράκια παρέα με τον γιό του. Ο Bakshi ήθελε να αποτυπώσει τις δυσκολίες της ζωής των underground σχεδιαστών comics της Νέας Υόρκης, ενός επαγγέλματος που για εκείνη την εποχή ήταν υπερβολικά υποτιμημένο. Εδώ ο Bakshi συνδυάζει για πρώτη φορά live-action σκηνές με κινούμενα σχέδια, κάτι που, αναπάντεχα, προσδίδει στην ταινία περισσότερο ενδιαφέρον και ατμοσφαιρικότητα. Κεντρικός χαρακτήρας o Michael Corleone, ένας εσωστρεφής 22χρονος σχεδιαστής comics που λόγω της κοινωνικής του αδεξιότητας παραμένει παρθένος σε αυτή την ηλικία. Ζει μαζί με τους γονείς του σε μια φτωχική γειτονιά του Brooklyn, η μητέρα του είναι Εβραία και ο πατέρας του Ιταλός μαφιόζος.

 

Το poster από τη δεύτερη ταινία του R.B ‘’Heavy Traffic’’ το 1973.

 

Η ζωή του Michael περιστρέφεται γύρω από μια τοξική οικογενειακή κατάσταση, από κακόφημα τζαζ μπαράκια όπου ανταλλάσσει σκίτσα για αλκοόλ και από μαγαζιά με φλιπεράκια και ηλεκτρονικά. Οι συχνές σκηνές με τα φλιπεράκια έρχονται να λειτουργήσουν ως μεταφορά για τις φτωχικές low-life γειτονιές της Νέας Υόρκης. Ακριβώς αυτό ήθελε και ο Bakshi, να αποτυπώσει τις γειτονιές του Brooklyn που μεγάλωσε, την οικογένειά του που ήρθαν μετανάστες στην Αμερική και τις φοβίες της post-war era εποχής προς οτιδήποτε δομικά ανατρεπτικό.  Για να προσδώσει ακόμα περισσότερη φυσικότητα στην ταινία, πρότεινε στους ηθοποιούς να κάνουν αυτοσχεδιασμούς κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων και γενικά τους έδωσε απόλυτη ελευθερία.

Το αποτέλεσμα ήταν ακόμα πιο δυναμικό από ό,τι του Fritz the Cat. Οι αιφνίδιες μετατροπές του κινουμένου σχεδίου σε live action και οι εγκιβωτισμένες σουρεαλιστικές ιστορίες αποτέλεσαν ένα από τα θεμέλια πάνω στην οποία θα χτιστεί αφηγηματικά ο σύγχρονος κινηματογράφος. Το Heavy Traffic συνήθως προβαλλόταν μαζί με την ταινία του Martin Scorsese Mean Streets, καθώς συμπλέκονταν τόσο στη θεματολογία όσο και στο σκοτεινό setting. Ο Quentin Tarantino θα αναφέρει αργότερα ότι οι συγκεκριμένες ταινίες λειτουργούν ως companion η μια στην άλλη, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά.

Όπως και στο Fritz the Cat, όπου το μουσικό theme της ταινίας αποτελούσε το ‘’Yesterdays’’ της Billie Holiday, σε συνδυασμό με ήχους rock’ n’ roll και blues, στο ίδιο μοτίβο θα κινηθεί και το soundtrack του Heavy Traffic. Το μουσικό theme της ταινίας, το ‘’Scarborough Fair’’ που ερμηνεύουν οι Simon & Garfunkel γίνεται επιτυχία και το καθιερώνει στα αγαπημένα κομμάτια της εποχής.

 

Εδώ σε διασκευή από τους Queensrÿche:

 

Το Coonskin (1975), η τρίτη ταινία που ολοκληρώνει τον κύκλο της Νέας Υόρκης, αποτελεί και την πιο αμφιλεγόμενη του Bakshi, και εμπεριέχει και αυτή μια ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία συμπλέκεται άμεσα με την ιστορία των Αφρό-Αμερικάνων της Νότιας Αμερικής. Το 1881 ο (λευκός) Αμερικάνος συγγραφέας Joel Chandler Harris θα εκδώσει μια συλλογή από παραμύθια που άκουσε μέσω αφηγήσεων Αφρό-Αμερικανών του νότου. Δημιουργεί έναν φανταστικό χαρακτήρα, τον Uncle Remus, έναν Αφροαμερικανό ηλικιωμένο πρώην εργάτη φυτειών που πλέον αφηγείται παραμύθια σε παιδιά λευκών και Αφρό-Αμερικάνων. Οι κύριοι ήρωες είναι ο πολυμήχανος λαγός Br’er Rabbit, η πανούργα αλεπού Br’er Fox και ο χαζούλης αρκούδος Br’er Bear, και όλη η αφήγηση χαρακτηρίζεται από τη χρήση της αργκό γλώσσας των Αφρό-Αμερικάνων. Αν και η συγκεκριμένη συλλογή παραμυθιών έγινε ευρέως γνωστή και συντρόφευσε τις παιδικές ηλικίες των λευκών Αμερικανών, αποτέλεσε πεδίο διαμάχης στην αφροαμερικανική κοινότητα αφού κατηγόρησε τον συγγραφέα για cultural appropriation. Η περσόνα του Uncle Remus χρησιμοποιήθηκε στην αργκό για να χαρακτηρίσει τον Αφροαμερικανό που συνεχίζει να υποτάσσεται και να υπηρετεί τους λευκούς.

 

Το τραγούδι του Frank Zappa ‘’ Uncle Remus’’ για το κίνημα των Αφροαμερικανών.

 

Το 1946 ο Walt Disney θα μεταφέρει την ιστορία του Uncle Remus σε ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο Song of the South. Η ταινία προκάλεσε άμεσες αντιδράσεις και χαρακτηρίστηκε ως ρατσιστική, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η κυκλοφορία της στην Αμερική εκτός από τα κομμάτια των κινουμένων σχεδίων. Ο Ralph Bakshi, εξίσου εξοικειωμένος με αυτά τα παραμύθια, ήθελε να φτιάξει μια ταινία σχετικά με αυτά ήδη από τη δεκαετία του 1950, ως απάντηση στην απόδοση του Disney. Καθώς ήταν τέκνο της εποχής του, όμως, οι χαρακτήρες του δεν θα ήταν βγαλμένοι από παιδικά παραμύθια, αλλά κατευθείαν από τις σελίδες του Νταβατζή (The pimp) του Iceberg Slim.

 

 

Οι χαρακτήρες των παραμυθιών του Harris μεταφέρονται στο Harlem του 1960, όπου και οι συγκυρίες της ζωής και της πολιτικής κατάστασης τους οδηγούν στη συνεργασία με τη μαφία. Θα γίνουν έμποροι ναρκωτικών, μαστροποί, εκτελεστές και βαρόνοι του υπόκοσμου του Harlem, μέσα σε μια ταινία όπου οι συνεχείς ανατρεπτικές σκηνές εναλλάσσονται μεταξύ live-action και κινουμένων σχεδίων.

Παραγωγός της ταινίας, μεταξύ άλλων, υπήρξε ο Albert S. Ruddy, ο παραγωγός του Νονού του Francis Ford Coppola και οι επιρροές είναι εμφανείς. Το αξιοσημείωτο και για αυτή την ταινία είναι ότι κρίθηκε από τους λευκούς κριτικούς ως ρατσιστική, ενώ για την κουλτούρα των Αφρό-Αμερικανών έγινε σήμα κατατεθέν, έγινε η φωνή του κινήματος της ανεξαρτησίας, μια φωνή που λίγοι ήταν διατεθειμένοι να δώσουν εκείνη την εποχή. Στην πάροδο των χρόνων όλοι θα καταλήξουν ότι πρόκειται για την καλύτερη ταινία του Bakshi. Κατάφερε να μεταμορφώσει τα κλασικά παραμύθια σε μια σκληρή απεικόνιση της ιστορικής συγκυρίας της εποχής, ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.

Το κομμάτι που ακούγεται στην αρχή θα ερμηνεύσει ο μουσικός και ηθοποιός Scatman Crothers. Οι στίχοι του αναφέρονται στους καθημερινούς αγώνες επιβίωσης των Αφροαμερικανών.

 

‘’I’m a natural blackface, part of my race

  And up my sleeve I’m holdin’ an ace

  That I won’t die in disgrace

   If I stop dancin’

   And don’t let you blow me anymore in the wind

   Because I refuse to come…’’