Δεν είναι ψέμα πως αυτή η πόλη μ’ έχει τρελάνει ένα μεγάλο άντε γαμήσου από τη Θέρμη ώς το Ποτάμι. Θεέ μου, τι λέω, μάνα ο γιος σου τα χάνει…

ΛΕΞ, ο Ρεμπέτης με τις Ρίμες

Δεν είναι ψέμα πως αυτή η πόλη μ’ έχει τρελάνει
ένα μεγάλο άντε γαμήσου από τη Θέρμη ώς το Ποτάμι.
Θεέ μου, τι λέω, μάνα ο γιος σου τα χάνει
όλα οδηγούν Σταυρούπολη σαν το 27άρι.

 

Η Σταυρούπολη θεωρείται από τις «καλές» περιοχές της δυτικής Θεσσαλονίκης. Όχι γιατί εκεί εδράζεται η Μονή Λαζαριστών, γνωστό πολιτιστικό κέντρο της πόλης, ούτε και για τα τμήματα της Σχολής Καλών Τεχνών. Αν ρωτήσεις γιατί η Σταυρούπολη είναι πιο ανεκτή περιοχή, είναι πιθανό να λάβεις την απάντηση: «ε, είναι ήσυχα εδώ· δεν έχει πάρα πολλούς ξένους, οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Σταυρουπολίτες».

Φαίνεται, μάλλον, πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν πολλές φαντασιακές διαδικασίες για να οριοθετήσουν συμβολικά και θεσμικά τον χώρο τους. Επί της οδού Λαγκαδά βρίσκεται το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, κοντά στο παλιό στρατόπεδο του Παύλου Μελά όπου εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται το ετήσιο φεστιβάλ της ΚΝΕ. Το λεωφορείο 27, το δεύτερο «magic bus» μετά το θρυλικό 78Ν, ξεκινάει τη διαδρομή από το πανεπιστήμιο του ΑΠΘ και καταλήγει στη Σταυρούπολη, εμπεριέχοντας μια ενδιαφέρουσα ειρωνεία που αποτελεί κλασικό αστείο για τους φοιτητές. Στα 18 ξεκινάς με ακαδημαϊκά όνειρα και μετά από κάποια χρόνια κατεβαίνεις κάπου ανάμεσα στο «Δημαρχείο» και στο «Κέντρο Πολιτισμού» – και ίσως μείνεις για καιρό.

Δεν άκουγα ποτέ φανατικά χιπ-χοπ και ραπ. Προτιμούσα τις ροκιές και τις εντεχνίλες με κάποιες εξαιρέσεις, μέχρι που μια μέρα άκουσα τυχαία κάποια κομμάτια του ΛΕΞ καθώς περπατούσα την Όλγας για κέντρο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι για πρώτη φορά άκουγα έναν τύπο να φτύνει σε ρίμες όλα όσα βίωνα καθημερινά στην πόλη όπου γεννήθηκα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τα ένιωθα και μου χάραζαν τη σάρκα.

Με τον ΛΕΞ δεν συμπορευτήκαμε ποτέ, αλλά είχαμε περπατήσει ακριβώς στα ίδια μέρη, ζώντας κατά προσέγγιση παρόμοιες εμπειρίες, στα ίδια μαγαζιά και με τους ίδιους ανθρώπους. Βουλιάζοντας μέσα στα ίδια αδιέξοδα που γεννάει η ίδια η πόλη μας. Ζήσαμε την οικονομική και ηθική κατρακύλα της Θεσσαλονίκης, που ακόμα κυνηγάει εθνικές αφηγήσεις σε μια ατέρμονη προσπάθεια να αποκτήσει μια δική της ταυτότητα στα Βαλκάνια. Μια ταυτότητα ακροδεξιά, μισανθρωπική, ρατσιστική και μίζερη, την οποία προβάλλουν και προωθούν με πάθος οι διάφοροι «Μακεδονομάχοι». Οι ίδιοι που τα Σαββατοκύριακα θα τα σκάσουν στο καζίνο της Γευγελής σε ένα καλό κόλπο και σε αφορολόγητα τσιγάρα.

Το στοιχείο που ξεχωρίζει τον ΛΕΞ από εμάς τους υπόλοιπους είναι ότι κατανοεί ακόμα και αυτούς τους ανθρώπους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι τους «συγχωρεί» κιόλας. Κατά βάθος δεν γράφει μόνο «για αυτούς με τα Northface και όσους δεν έχουν να τα πάρουνε», αλλά για την εργατική τάξη που πάντοτε φλερτάρει με το λούμπεν στοιχείο και πολύ εύκολα μπορεί να ακροβατήσει από το πρώτο σημείο στο δεύτερο μέσα από μια στραβή κίνηση.

 

«Θέλω να κλέψω 2 βίλλες στο Πανόραμα

 Και να την κάνω πριν να βρουν τα αποτυπώματα

Όχι να βρίζω ενώ κλωτσάω τα παπλώματα

Λίγο πριν φύγω για δουλειά τα ξημερώματα»

 

 

Ο ΛΕΞ γράφει για το μεγάλο ψέμα της Θεσσαλονίκης – και ταυτόχρονα όλων των μεγαλουπόλεων. Η πόλη που το πρωί ασφυκτιά από τον καθωσπρεπισμό και το μάταιο κυνήγι καριέρας σε επιχειρήσεις που κλείνουν η μία μετά την άλλη, το βράδυ ανάβει άλλα φώτα και εμφανίζει αλλιώτικους ανθρώπους. Κάτω από τα μεγάλα δικηγορικά και τεχνικά γραφεία στον Βαρδάρη και μπροστά από τα δικαστήρια στην Πλατεία Δημοκρατίας βγαίνουν για πιάτσα οι τρανς και οι αλλοδαπές ιερόδουλες, ενώ οι μαστροποί τους σπρώχνουν ναρκωτικά στα παρακείμενα στενά.

Για πολλούς η βραδιά ξεκινάει από εκείνα τα στενά του Βαρδαρίου πριν καταλήξει δύο δρόμους πιο κάτω σε κάποιο γνωστό κλαμπ των Λαδάδικων. Στην πλατεία Ναυαρίνου και στη Γούναρη, και πιο ψηλά «στα αρχαία της Μελενίκου», μπροστά από τα φωτοτυπάδικα και απέναντι από την Φιλοσοφική του ΑΠΘ, μαζεύονται διαφόρων ειδών παρέες για να «γίνουν το βράδυ» ο καθένας με τον τρόπο του. Μεταλάδες του «πες τον δίσκο ή βγάλε την μπλούζα γενιά» που τρέφονται με φτηνή περιπτερίσια μπύρα, πανκάδες γεμάτοι με τατουάζ και αρουραίους για κατοικίδια, χρήστες ναρκωτικών ουσιών και βαποράκια που περιμένουν μέχρι ποια ώρα θα τους αφήσει η σκούπα της αστυνομίας στο γεφυράκι, φοιτητές που ψάχνουν καρέκλα στα μαγαζιά περιμετρικά της Ροτόντας.

Στα μέσα της βραδιάς, πιθανόν όλοι αυτοί να βρεθούν σε κάποιο live στο Βιολογικό ή στο πάρτι του Πολυτεχνείου. Εκείνη την ώρα σχεδόν όλα έχουν κλείσει, εκτός από τα δεκάδες 24ωρα μαγαζιά που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια στην κρίση. Εκεί συνήθως αράζουν ναυάγια της ζωής, ασφαλίτες και αστυνομία που κοιτάει αλλού όταν μπαίνουν να ληστέψουν τα ξεφτέρια. Πάνω τους στέκονται σαν τσιμεντένια φαντάσματα οι φριχτές πολυκατοικίες του κέντρου, αποκυήματα της χούντας που άνοιξε τις άδειες για αετονύχηδες εργολάβους. Οι περισσότερες πλέον έχουν γίνει Airbnb, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη θεώρηση ότι η πόλη δεν είναι κατασκευασμένη για τους κατοίκους της, αλλά για όσους ζουν στα προάστια και τους τουρίστες.

 

«Με φτιάχνει να μυρίζω Θερμαϊκό περπατώντας

Γι’ αυτό νιώθω πιο καλά όταν πλησιάζω στην Όλγας

Με ρωτάνε τι συμβαίνει κι η Σαλούγκα ασχημαίνει

Δε γνωρίζω, αυτή η πόλη μοιάζει βομβαρδισμένη»

 

Ο ΛΕΞ γράφει λαϊκή μουσική, εκείνου του είδους τη μουσική που ξεκινάει από τη φτώχεια και την παρακμή της Θεσσαλονίκης και των υπόλοιπων αστικών κέντρων, και καταλήγει σε ξεχωριστές, προσωπικές ιστορίες ανθρώπων της πιάτσας. Έτσι κι αλλιώς, η λαϊκή μουσική δεν χρειάζεται να εμπεριέχει μέσα μπουζούκι και μπαγλαμά για να απευθύνεται στον λαό, αλλά να στρέφεται σε αυτόν κατά πρόσωπο, να φύεται από μέσα του.

Οι εποχές αλλάζουν, οι μουσικές αλλάζουν αλλά οι καλλιτέχνες που αγαπάνε τον λαό και τραγουδάνε για τη σκληρή καθημερινότητά του, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μέσα στο αστικό κράτος και για τη συστηματική ηθική και ιδεολογική πτώση του, εμφανίζονται σε όλους τους μουσικούς χώρους. Ένα στοιχείο που ξεχωρίζει αυτούς τους καλλιτέχνες, μεταξύ άλλων, είναι η βαθιά τρυφερότητα για τους «ταπεινούς και πεινασμένους» και το γεγονός ότι αφήνουν πάντοτε ένα παράθυρο ανοιχτό προς τον δρόμο του αγώνα και της πάλης. Για την ακρίβεια, από ένα σημείο και μετά η πάλη γίνεται η μόνη λύση.

 

 

Όπως ο Άκης Πάνου αγαπούσε τους φτωχούς, τους τρελούς, τους μετανάστες, τους φυλακισμένους και όλης της γης τους κολασμένους, με την ίδια κατανόηση και αγάπη αγκάλιασε ο ΛΕΞ ακριβώς τους ίδιους ανθρώπους. Και όπως ο Άκης Πάνου τραγουδιέται μέχρι και σήμερα από τις οικοδομές και τις φάμπρικες μέχρι τις μεγάλες πίστες, έτσι και ο ΛΕΞ τραγουδιέται από τις εργατικές κατοικίες του Κορδελιού, του Φοίνικα και της Αγίας Βαρβάρας μέχρι τις upper middle class μονοκατοικίες του Πανοράματος και της Γλυφάδας.

Αυτό συμβαίνει με τη μουσική που γεννάται στα μύχια της εργατικής τάξης και συνεχίζει να απευθύνεται σε αυτή χωρίς να αναπαύεται στην επιτυχία της αποτυχίας που φέρνουν οι εύκολοι στίχοι, η αναγνώριση, οι βίζιτες και οι κόκες σε φτιαγμένα αυτοκίνητα. Στα τραγούδια του ΛΕΞ, αν προσέξεις καλά, θα βρεις απόηχους από το βαρύ ρεμπέτικο έτσι όπως παιζόταν στον Πειραιά και στο Καραμπουρνάκι, από τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Άκη Πάνου μέχρι τον Μάνο Λοΐζο. Μόνο που οι στίχοι παίζονται σε άλλους ρυθμούς και τραγουδιούνται με beats και flows. Αλλά αυτό τι σημασία έχει;

Δεν υπάρχει κάποιο ζήτημα σύγκρισης ή αντιπαραβολής σε τέτοιου είδους καλλιτέχνες· δεν μπορεί και να υπάρξει άλλωστε. Ακόμα και αν ο ίδιος ο ΛΕΞ δεν έχει ακούσει ποτέ ή δεν επηρεάστηκε ποτέ από αυτές τις μουσικές, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει, για παράδειγμα, για τις ναρκωτικές ουσίες και τα νταραβέρια στα τραγούδια του είναι βγαλμένος από τα χασικλίδικα ρεμπέτικα και όχι από τη φαντασιακή επίστεψη των ναρκωτικών ως ένα αναγκαίο μέσο μόνο για εύκολο πλούτο. Το συγκεκριμένο μοτίβο βρίθει στη ραπ, στη χιπ-χοπ και στα παρακλάδια τους.

Ο ΛΕΞ, από την άλλη, κυμαίνεται μεταξύ των βασικών αρχών μιας ρεαλιστικής, σκληρής ποιητικότητας που υπερβαίνει τα μουσικά είδη και τα προσωπικά γούστα. Δεν είναι τυχαίο που του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «ποιητής του περιθωρίου», αφού έχει αναλάβει επάξια τον ρόλο εκείνου που κινείται μέσα στο περιθώριο χωρίς να το αποδέχεται πλήρως ως έχει· τον ενοχλεί, τον τριγκάρει, γι’ αυτό και το μάχεται με τα μέσα που ο ίδιος θεώρησε άξιο οπλοστάσιο. Ο ΛΕΞ απλά επέλεξε να εκφραστεί μέσα από τη ραπ, αποδεικνύοντας ότι το πραγματικά λαϊκό και πολιτικό τραγούδι δεν το χαρακτηρίζει μόνο ο εσκεμμένος πολιτικός στίχος, αλλά η βαθιά ειλικρίνεια ως βασικό χαρακτηριστικό αντίληψης του εξωτερικού κόσμου.

 

 

Με την ίδια ειλικρινή συνείδηση γράφει τους στίχους «ο πόνος των φτωχών γίνεται η τέχνη των αστών», μη αναφερόμενος μόνο στη δική του μουσική, αλλά στην τέχνη συνολικά. Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τα ρεμπέτικα έφυγαν από τους τεκέδες, τους κουτσαβάκηδες και τους χρήστες για να παιχτούν στο Μέγαρο Μουσικής από τον Μάνο Χατζιδάκι, λαμβάνοντας το εισιτήριο για μεγάλα σαλόνια που δεν θέλησαν ποτέ. Είναι γνωστό ότι τμήματα της αστικής και μεσοαστικής τάξης γοητεύονται συστηματικά από οποιαδήποτε έκφραση μπορεί να λάβει το εξεγερτικό breaking bad, είτε επρόκειτο για τα πρεζοτράγουδα του Περπινιάδη, για τις παράνομες κασσέτες του Νικόλα Άσιμου ή για πόστερ από τον Μάη του ’68.

Το περιθώριο και η παρανομία που βρίσκει διέξοδο έκφρασης μέσω της τέχνης αποπνέει οριακά σεξουαλική έλξη σε εκείνους που ποτέ δεν είχαν καμία σχέση με αυτό, συνεχίζοντας έναν διάλογο που δεν θα κλείσει ποτέ. Οι ατάκες από τις ταινίες του Οικονομίδη που βρίσκουμε σε τοίχους δεν είναι γραμμένες από εκείνους που ζουν στα πραγματικά σπιρτόκουτα, αλλά από τσογλανο-φοιτητές που «δακρύζουν μόνο όταν κοιτάνε πίσω», μη ξέροντας πως να διαχειριστούν ούτε τη ζωή τους και τις σχέσεις τους ούτε και πως να χτίσουν κάποιο μέλλον. Έχουν επιλέξει να ζουν και αυτοί μέρα με τη μέρα.

Έτσι ο ΛΕΞ μπούκαρε στην καθημερινότητά μας με την ποίησή του, σχηματοποιώντας το αφηρημένο ιστορικό πλαίσιο της γενιάς μας. Θα μπορούσε εξίσου εύκολα να βγαίνει από τον τεκέ με τσιγάρο στο στόμα, στραβό καπέλο και σακάκι, όπως τώρα που ραπάρει οργώνοντας τις σκηνές με t-shirt και φουτεράκι. Έτσι πάει όταν είσαι ενάντια στη νόρμα τους, γίνεσαι πανανθρώπινος και διαχρονικός χωρίς καν να το καταλαβαίνεις.