Στις 7 Ιουνίου ο ποταμός Avon που διατρέχει την αγγλική πόλη Bristol υποδέχθηκε στο βυθό του τον ανδριάντα του Edward Colston, το μπρούτζινο γλυπτό που δέσποζε μέχρι πρότινος σε κεντρική…

Πώς να γράψεις ιστορία γράφοντας ιστορία: Ο Edward Colston στον πάτο του ποταμού

Στις 7 Ιουνίου ο ποταμός Avon που διατρέχει την αγγλική πόλη Bristol υποδέχθηκε στο βυθό του τον ανδριάντα του Edward Colston, το μπρούτζινο γλυπτό που δέσποζε μέχρι πρότινος σε κεντρική πλατεία της πόλης. Στο πλαίσιο των διαδηλώσεων στήριξης του κινήματος Black Lives Matter με αφορμή την δολοφονία του George Floyd στη Μινεάπολη, μια εντυπωσιακά μεγάλη μάζα διαδηλωτών, έδεσε με σχοινιά και αποκαθήλωσε από το βάθρο του το άγαλμα που στην συνέχεια μετέφερε δίκην επιταφίου στην όχθη του ποταμού όπου και το έριξε εν μέσω πανηγυρισμών.

Ο λόγος για την πράξη αυτή δεν ήταν άλλος από το αμαρτωλό παρελθόν του ευεργέτη της πόλης του Bristol, οι πράξεις του οποίου ήταν συνδεδεμένες με την πλέον σκοτεινή έκφανση της Βρετανικής αποικιοκρατίας. O Colston που έζησε μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα συγκέντρωσε μια τεράστια περιουσία κυρίως μέσα από το δουλεμπόριο Αφρικανών προς τον Νέο Κόσμο. Συγκεκριμένα το 1689 ανελίχθηκε στο ανώτερο αξίωμα της Royal African Company η οποία κατείχε το μονοπώλιο στην αγοραπωλησία ανθρώπων από την Αφρική. Τα πλούτη που του απέφεραν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες του έδωσαν την δυνατότητα να αποτελέσει μαικήνα της πόλης του Bristol χρηματοδοτώντας μεγάλο αριθμό κτιρίων, ιδρυμάτων και δημοσίων έργων. Έτσι μέχρι και τις μέρες μας, πολλά καλλιτεχνικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης φέρουν το όνομα του.

Δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση πως μέσα από μια τάση αποθέωσης του ρόλου της βρετανικής αυτοκρατορίας ως κοσμοκράτειρας δύναμης, οι μέθοδοι απόκτησης πλούτου που σχετίζονταν με την αποικιοκρατία  δεν αποτελούσαν πεδίο ηθικού προβληματισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα πως 175 χρόνια μετά τον θάνατό του Colston και ενώ η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας έχει ξεκινήσει μια καινούργια πολιτική σφαγών και εκμετάλλευσης των αφρικανικών αποικιών, η μνημόνευση της δράσης του αποκτά πολιτικό χαρακτήρα. Τότε ήταν που και η γενέτειρά του δρομολόγησε την ανέγερση ενός ανδριάντα προς τιμήν του σε κεντρικό σημείο της πόλης, μετατρέποντάς τον σε κομμάτι ενός αισθητικού λεξιλογίου διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου που βλέπουμε να χαρακτηρίζει τα αστικά περιβάλλοντα του δυτικού κόσμου κατά τον 19ο αιώνα.

 

Ένα μνημείο όμως, όπως υποδηλώνει άλλωστε και η ίδια η λέξη, δεν τοποθετείται στον δημόσιο χώρο αποσκοπώντας αποκλειστικά στον καλλωπισμό και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με αφέλεια ως αγνό έργο τέχνης. Τα έργα αυτά αποτελούν ορόσημα του αστικού τοπίου αποσκοπώντας στην διαμόρφωση δημόσιας μνήμης, ενώ παράλληλα αποτελεί μια πράξη αποθέωσης του προσώπου από μια κοινότητα που θέλει να εκπροσωπείται από αυτόν, και μέσω αυτού διδάσκει τις επόμενες γενιές. Η παρουσία του στον χώρο, η συντήρησή του από τις δημόσιες υπηρεσίες καθώς και η ανάδειξή του ως αξιοθέατο, αποτελεί πολιτική έκφραση που υποδηλώνει ένα αξιακό μοντέλο το οποίο με την σειρά του φέρεται να χαρακτηρίζει την κοινότητα της πόλης που το φιλοξενεί.

Η καταστροφική δράση των διαδηλωτών του Bristol έρχεται να προστεθεί σε ένα πλήθος συζητήσεων και δράσεων που εδώ και μερικά χρόνια λαμβάνουν χώρα κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και αφορούν το μέλλον ορισμένων μνημείων που αποτελούν αναφορές σε θλιβερά κεφάλαια της αμερικανικής ιστορίας. Ιδιαίτερα στις πολιτείες του Νότου, βρίσκει κανείς μέχρι τις μέρες μας πλήθος μνημείων που αναφέρονται στους ηττημένους του Εμφυλίου Πολέμου. Ο λόγος που τα συγκεκριμένα γλυπτά θεωρούνται αμφιλεγόμενα είναι ότι το διακύβευμα της μάχης από την πλευρά των Νοτίων ήταν η απόσχιση από την Ένωση και η προσδοκώμενη διατήρηση της νομοθεσίας που επέτρεπε την αγοραπωλησία και την ιδιοκτησία των σκλάβων αφρικανικής καταγωγής που δούλευαν σε φυτείες και είχαν με την εργασία τους παράξει τον τρομακτικό πλούτο του Νότου.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των μνημείων αυτών είναι ότι δεν φτιάχτηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου αλλά δεκαετίες αργότερα, όταν ο μεν θεσμός της δουλείας είχε καταργηθεί, αλλά δομές καταπίεσης και βίας παρέμεναν ισχυρές και με την εισαγωγή της επονομαζόμενης νομοθεσίας Jim Crow είχαν επαναδιατυπώσει τις θεσμικές μεθόδους υποτίμησης της ανθρώπινης φύσης των Αφροαμερικάνων. Μέσα στο ιστορικό τους συγκείμενο λοιπόν, τα αγάλματα αυτά αποτελούν σχηματοποίηση σε δημόσιο χώρο της φαντασιακής φυλετικής υπεροχής των λευκών σε μια περίοδο ανανεωμένων πολιτικών βίας και καταπίεσης. Ως εκ τούτου, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται μονάχα ως σύμβολα του ρατσισμού που χαρακτήριζε την εποχή της δουλείας αλλά και ως φορείς της ρατσιστικής επιβολής της μετέπειτα περιόδου.

Τα πάθη γύρω από αυτό το ζήτημα, αναζωπυρωμένα μέσα από την πόλωση της εποχής Trump έχουν αποτελέσει τελευταία πεδίο βίαιης διαμάχης. Το 2017 για παράδειγμα, η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου στο Charlottesville της Virginia για την αποκαθήλωση του έφιππου ανδριάντα του Robert E. Lee, αρχιστράτηγου των Νοτίων κατά των Αμερικάνικο εμφύλιο, αποτέλεσε αφορμή για ένα τρομακτικό event με τίτλο Unite the Right. Εκεί, ένα συνονθύλευμα αντιδραστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της ΚΚΚ και ομάδων Νεοναζί, διαδήλωσε κρατώντας αναμμένα δαδιά και φωνάζοντας φρικαλέα συνθήματα με χαρακτηριστικότερο το “Jews will not replace us”. Όπως ήταν φυσικό, η στάση αυτή προκάλεσε την συγκέντρωση ομάδας αντιδιαδηλωτών, μεταξύ των οποίων βρέθηκε και η άτυχη Heather Heyer η οποία δολοφονήθηκε όταν ένας νεοναζί επιτέθηκε κατά του πλήθους με το αυτοκίνητό του τραυματίζοντας άλλα 19 άτομα.

 

 

Ένα μέρος της κριτικής απέναντι στην απομάκρυνση ή τον βανδαλισμό των αγαλμάτων αυτών  έρχεται προφανώς από διάφορα ακραία στοιχεία τα οποία φαίνεται να αρέσκονται σε φαντασιώσεις περί αρίας φυλής. Πέραν αυτών όμως, δεν είναι λίγες οι μετριοπαθείς φωνές που διαφωνούν με την βίαιη αλλαγή του δημόσιου χώρου υπερασπιζόμενες την ιστορική αξία των εν λόγω αγαλμάτων. Δεν είναι σπάνια μάλιστα η θέση που λέει ότι τα αγάλματα αυτά αποτελούν απόδειξη του ντροπιαστικού παρελθόντος και για αυτόν ακριβώς το λόγο θα πρέπει να παραμείνουν στην θέση τους. Σαν αντίλογος εδώ έρχεται συχνά το επιχείρημα πως η αρμόζουσα θέση των γλυπτών αυτών είναι μέσα σε ένα μουσείο, όπου θα μπορέσει διαφυλαχθεί η ανάμνηση αυτών των εποχών ενταγμένη σε ένα πλαίσιο όπου οι επόμενες γενιές θα μπορούν να διδαχθούν την ιστορία της χώρας.

Μέσα από αυτό το φάσμα επιχειρηματολογίας, θεωρώ πως αποκτά ενδιαφέρον το όλο ζήτημα. Γιατί μας βάζει σε θέση να σκεφτούμε τις μεθόδους μέσα από τις οποίες έχει παραχθεί η ιστορία στην οποία αναφέρονται οι υπερασπιστές της παραμονής των αγαλμάτων, αλλά και πώς η ιστορία αυτή αποκτά έρεισμα στην διαμόρφωση των σύγχρονων κοινωνιών. Θεωρώ ότι είναι ουσιώδες να λάβουμε υπόψιν μας πως η Ιστορία δεν είναι το παρελθόν στο σύνολό του. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι από πραγματολογικής άποψης. Ιστορία είναι μια επιμελημένη εκδοχή παρελθοντικών γεγονότων τα οποία έχουν κριθεί ως αξιοσημείωτα βάση ενός αξιακού μοντέλου που διέπει την εμπρόθετη στάση του υποκειμένου που κάνει την καταγραφή και ενδεχομένως τις κοινωνικές τάσεις της εποχής οπότε και παράγεται ο ιστορικός λόγος.

Τη στιγμή που ένα γεγονός ή ένα υποκείμενο καταγράφεται σε ένα βιβλίο ιστορίας, ιστορικοποιείται -εντάσσεται δηλαδή στο φάσμα του ιστορικού χρόνου. Ο λόγος που οτιδήποτε καταγράφεται δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με το ότι συνέβη, αλλά περισσότερο με το ότι ο άνθρωπος που γράφει την ιστορία το θεωρεί για κάποιο λόγo σημαντικό για να πετύχει τον αφηγηματικό του στόχο. Σε αντιστοιχία, τα μνημεία που βρίσκονται στον δημόσιο χώρο είναι το αποτέλεσμα της επιμέλειας που οι δομές εξουσίας αποφασίζουν ότι εκπροσωπεί την κοινότητα, αναδεικνύοντας παράλληλα τις αξίες της κάθε εποχής. Από αυτήν λοιπόν την άποψη, η δράση των διαδηλωτών στο Bristol δεν έχει μόνο ιστορικό χαρακτήρα αλλά και ιστοριογραφικό. Γιατί από την στιγμή που η δράση κατά του αγάλματος καταγράφεται, μετατρέπεται defacto σε ιστορικό γεγονός, ενώ παράλληλα αποτελεί μια εμπρόθετη δράση γύρω από την αποτύπωση -ή μη- παρελθοντικών γεγονότων και υποκειμένων. Όπως οι ηθικές αξίες του 19ου αιώνα εναπόθεσαν τον Colston σε ένα μαρμάρινο βάθρο, έτσι και οι σημερινές τον έστειλαν στο βυθό του Avon.

 

 

Το ρίξιμο του γλυπτού στο ποτάμι είναι αυτή καθεαυτή μια κίνηση επιμέλειας και ως εκ τούτου ανάδειξης του αξιακού μοντέλου μιας κοινωνίας η οποία αρνείται να εκθειάζει και να εκπροσωπείται από ένα άτομο που πλούτισε από την αφαίρεση της ανθρώπινη ιδιότητας των κατοίκων της υποσαχάριας Αφρικής. Για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι μια συμπυκνωμένη στιγμή ιστορικής δράσης. Μέσα σε αυτή την πράξη εμπεριέχεται όλο το δράμα της ανθρώπινης βαρβαρότητας καθώς και η άρνηση αυτού του αξιακού μοντέλου από το προοδευτικό σκέλος του σύγχρονου κόσμου. Η Ιστορία λειτουργεί ως μέθοδος διαφύλαξης των γεγονότων τα οποία ως κοινωνίες θεωρούμε σημαντικά.

Το δράμα των Αφρικανών σκλάβων είναι πράγματι κάτι το αξιομνημόνευτο όπως είναι φυσικά και το ότι δεκαετίες μετά την κατάργηση της δουλείας, η πλειονότητα του “Δυτικού Κόσμου” φαντασιωνόταν την φυλετική της υπεροχή. Αυτή η αρρωστημένη φαντασίωση, που αποτελεί την πλέον βάρβαρη έκφραση της ανθρωπότητας είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχαστεί, πόσο μάλλον σήμερα που αντίστοιχες θεωρήσεις επανέρχονται στον δημόσιο λόγο. Σίγουρα όμως θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως μια κληρονομιά ντροπής, και όχι να μνημονεύεται μέσα από μοτίβα αποθέωσης. Ακριβώς αυτό είναι που επιτυγχάνει και η δράση των ακτιβιστών του Bristol.