Σημειολογώντας το βιντεοκλίπ της επετείου των 200 χρόνων μετά την Επανάσταση.
Να ξεκινήσουμε από μια βασική παραδοχή. Επέτειοι όπως αυτή που καλούμαστε να βιώσουμε, καθορίζονται με βάση τα ερωτήματα που θέτουμε στο παρόν. Γενικά, οι επέτειοι αποτελούν μια πρώτης τάξης αφορμή για τα έθνη – κράτη να θέσουν τα κατεξοχήν υπαρξιακά τους ερωτήματα. Να αναστοχαστούν πάνω στην πρόοδο που έχει συντελεστεί, να συγκροτήσουν όμως και τις προβολές τους για το μέλλον. Πώς φτάσαμε εδώ; Ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε; Κάπου εδώ όμως σταματάει η χρήση του α΄ πληθυντικού.
Είναι γεγονός, ότι θεσμικές προσπάθειες που αφορούν επετείους μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως αυτές της Επιτροπής για το 1821, εκκινούν από την προειλημμένη αποτυχία τους να παράξουν μεγάλα αφηγήματα, τα οποία να είναι αφενός πολιτικά αποδεκτά από όλους και αφετέρου να μπορούν να ισορροπήσουν μεταξύ του ακαδημαϊκού και του δημόσιου λόγου. Στην πραγματικότητα, η ίδια η σύνθεση της επιτροπής είχε ήδη υπονομευθεί από την επιλογή των προσώπων που την στελέχωσαν. Με έναν τρόπο και το ίδιο το αποτέλεσμα.
Το κράτος, ως ο κατεξοχήν φορέας παραγωγής ιδεολογίας, μέσα από το βίντεο, συστήνεται και αναδεικνύει την εικόνα του, αλλά και τους ιδεατούς υπηκόους του. Με λίγα λόγια, περιφρουρεί το μονοπώλιο της θεσμικής μνήμης. Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή. Η Ελλάδα του βίντεο είναι η Ελλάδα της λευκής, ορθόδοξης, αρτιμελούς ετεροκανονικότητας. Φιγούρες βγαλμένες από μια Καζαντζακική δυστοπία χορεύουν και τραγουδούν την μουσική εκδοχή του τρισχιλιετούς «μας» πολιτισμού, αναβλύζουν ελληνική λεβεντιά, ηρωισμό και φιλότιμο. Σχεδόν κυνηγούν να συμπληρώσουν τα στερεοτυπικά κουτάκια των προϋποθέσεων της ελληνικότητας της γενιάς του ’30.
Η παράσταση διαδραματίζεται στο Καλλιμάρμαρο, υπό την σκέπη της φωτιζόμενης με LED Ακρόπολης. Το Παναθηναϊκό στάδιο γίνεται ένας «τόπος μνήμης», ο οποίος ενώνει μέσω των επαναλαμβανόμενων τελετουργιών την κλασική αρχαιότητα με τον 21ο αιώνα, με ενδιάμεσες στάσεις τον 19ο και τον 20ο. Ο συμβολισμός είναι προφανής. Οι φιέστες, όπως είναι και οι επερχόμενες για το 2021, κυρίως όμως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, επιτελούν την ανανέωση της υπόσχεσης στους αγωνιστές του 1821. Δεν πολεμήσατε μάταια· εμείς πλέον συνεχίζουμε τον αγώνα σας στο συμβολικό επίπεδο. Η παρουσία μάλιστα των παιδιών που τρέχουν και ψάλλουν τον Σαββοπούλειο ύμνο αποτελεί έναν τέτοιο συμβολικό καθησυχασμό. Δεν είμαστε μόνο «εμείς», είναι και η επόμενη γενιά που θα μεγαλώσει στο ηρωικό πλαίσιο που μας παραδώσατε. Όλα έχουν συνέχεια. Tην εθνική συνέχεια.
Είναι πια γνωστό ότι το ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε πάνω στις προσδοκίες των Ευρωπαίων του πρώιμου 19ου αιώνα για το «Πρότυπο Βασίλειο», τον αντάξιο κληρονόμο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Αυτή η έννοια προβλήθηκε και κυριάρχησε σε μεγάλο βαθμό και στις τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ήταν φυσικά και τότε παρωχημένη, όμως με έναν διαφορετικό τρόπο. Για την δική μου γενιά, οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004 αποτέλεσαν -ακόμα και διαμεσολαβημένα- ένα σύνολο πολιτικών και πολιτιστικών προταγμάτων, όπου η αντίθεση σε αυτά, η ετερότητα, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την μετέπειτα συγκρότησή της ταυτότητάς μας. Αντίστοιχα όμως, στιγμάτισε και το ίδιο το κράτος. Προβάλλοντας το 2004 στο 2020, αγνοώντας το πόσες φορές έχει αλλάξει ολόκληρος ο κόσμος γύρω μας, αυτό που απομένει είναι ένα εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας τουριστικό προϊόν, ντυμένο μάλιστα με την χυδαιότητα του νεοσυντηρητισμού.
Πρακτικά, οι εορτασμoί για τα 200 χρόνια, ίσως και το ίδιο το βίντεο, αποκτούν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα αν ιδωθούν υπό το πρίσμα της «επανεκκίνησης του ελληνισμού» που αποτελεί και τον διακηρυγμένο στόχο της επιτροπής. Ο εορτασμός για τα 200 χρόνια συνέπιπτε με το αφήγημα της εξόδου (;) από την υπερδεκαετή οικονομική κρίση, παρότι αυτό εν πολλοίς ανατράπηκε από την εμπεδωμένη πια πραγματικότητα της πανδημίας. Το βίντεο πιάνει το νήμα της αφήγησης από το 2004· των εθνικών επιτυχιών, των Ολυμπιακών Αγώνων, του απογείου τoυ εκσυγχρονισμού. Δεν συνιστά τόσο μια υπέρβαση της κρίσης, αποπειράται περισσότερο την λήθη της. Όλοι χορεύουν· λευκοί, ετεροκανονικοί, χωρίς έγνοιες, διχόνοιες, κοινωνικές αναφορές. Κυρίως όμως, χωρίς όλα τα υποκείμενα που ανέδειξε η κρίση και οι μετασχηματισμοί της. Εάν η κρίση τερμάτισε βίαια τον σημιτικό εκσυγχρονισμό και τους κεντρικούς εμπνευστές της, τότε η επανεκκίνηση είναι η δικαίωση της επιστροφής τους, υπό τον μανδύα του επιτελικού κράτους. Η κρατική εξουσία ορίζει την επιλεκτικότητα της μνήμης αλλά και τους όρους της.
Δεν είμαι σίγουρος αν όλο αυτό είναι τελικά η αισθητική σύμβαση της ελληνικής δεξιάς και των παρελκόμενών της ή πρόκειται για κάτι βαθύτερο. Δεν είμαι καν σίγουρος για το ποιους ακριβώς αφορά η όλη φιέστα, ιδιαίτερα μέσα στο καθεστώς της ματαίωσης της πανδημίας. Εάν πάντως το ζητούμενο της επετείου είναι η «επανεκκίνηση του ελληνισμού» και τα θεμέλια είναι αυτά που μόλις είδαμε, τότε το μέλλον αναμένεται συναρπαστικό.
Social Links: