Οι τρεις από τις τέσσερις πιο γνωστές ταινίες του Γκασπάρ Νοέ, ενός από τους πιο πολυσυζητημένους σκηνοθέτες των τελευταίων δεκαετιών, έχουν υπάρξει εξαιρετικά διχαστικές. Για κάποιους, τα I Stand Alone (1998), Irreversible (2002), Love (2015) συνθέτουν μια φιλμογραφία της οποίας το οπτικοακουστικό αποτύπωμα αποτελεί μια εξαιρετικά σπάνια –πλέον– περίπτωση μορφολογικής τομής για τον σύγχρονο δυτικό κινηματογράφο. Πέραν τούτου και όσον αφορά το περιεχόμενο, ο Νοέ εξαίρεται συχνά για την αιχμηρότητα και την κυνική ειλικρίνεια με την οποία προσεγγίζει την θεματολογία του: το έγκλημα, τα ναρκωτικά, και με καμβά αυτά τις κοινωνικές και σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στο παχύ έντερο των δυτικών μητροπόλεων – μια κυνικότητα που συχνά στρέφεται και προς τον εαυτό του (Love).
Για άλλους, οι παραπάνω ταινίες δεν ξεπερνούν το όριο που βρίσκει ένας σκηνοθέτης εμμονικός με τον εαυτό του και με τις βεβιασμένες, αυνανιστικές αναφορές στο ιδιωτικό του σύμπαν πολιτιστικών σημασιών. Ο Νοέ έχει κατηγορηθεί πολλάκις ότι σαμποτάρει τις ίδιες του τις ταινίες επιβάλλοντας πάνω τους μια αναλυτική ματιά όχι βαθύτερη απ’ αυτήν ενός θυμωμένου έφηβου· ότι οι χαρακτήρες του είναι κρύοι και αντιπαθητικοί σε σημείο που δεν μπορεί κανείς να ενδιαφερθεί για αυτούς· ότι για κάθε μία καλή σκηνοθετική ιδέα ο θεατής παραλαμβάνει και τρεις κακούς αυτοσχεδιασμούς τυλιγμένους με μια ντεμέκ αβάν – γκαρντ κορδέλα αυταρέσκειας και υπεροψίας – εκτός από το να παίζει ο Νοέ κάνει, εξάλλου, περίπου τα πάντα στις ταινίες του.
Τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά όσον αφορά την τέταρτη από τις γνωστότερες ταινίες του Νοέ, το φουτουριστικό fantasy drama Enter the Void (2009), το οποίο θεωρήθηκε ευρέως αριστουργηματικό. Η ταινία μας δείχνει την ψυχή ενός εμπόρου ναρκωτικών, προδομένο από τον καλύτερό του φίλο και δολοφονημένο, να υπερίπταται πάνω από μια πόλη που θυμίζει το Τόκιο αν αυτό γινόταν όσο πιο Τόκιο μπορεί να γίνει. Ο Νόε εξερευνά την αισθητική και τον βιορυθμό μιας εποχής που ακόμα έρχεται: πόλεις με εναλλάξιμα νέον και χρώμιο παντού, ασύλληπτα γρήγορους ρυθμούς, αποπροσωποποίηση ενταγμένη τόσο οργανικά στη ζωή που απαιτεί, εκτός από τους άλλους, και το να ξεχνάς και εσύ ο ίδιος ποιος είσαι τρεις φορές τη μέρα. Αν το σλόγκαν του Heat (1995) ήταν «ποτέ μην δένεσαι με κάτι που δεν μπορείς να εγκαταλείψεις σε τριάντα δευτερόλεπτα», το σλόγκαν του Enter the Void θα ήταν «ποτέ μην είσαι αυτός που ήσουν μόλις πριν».
Φυσικά, σπέρματα αυτών των στοιχείων υπάρχουν στις μητροπόλεις της Δύσης από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά η post- κορύφωσή τους ολοένα και μετατίθεται στο μέλλον. Τριάντα χρόνια μετά, η εποχή της μετα-αλήθειας, του μετα-Ίντερνετ των τρολλς του 4Chan που ανεβάζουν την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ και του αστικού μηδενισμού μιλάει από μόνη της. Δεν είναι τυχαίο που, με αφορμή το κίνημα Vaporwave και λίγους μήνες πριν την προβολή της ταινίας, τον Αύγουστο του 2009, ο δημοσιογράφος του Wire David Keenan εισήγαγε τον όρο «υπναγωγική ποπ» για να περιγράψει ένα σύνολο underground αισθητικών παραδειγμάτων που διαδέχονται το ένα το άλλο αστραπιαία για να αναδέψουν και να σαρκάσουν τις μνήμες της παιδικής ηλικίας όσων ήταν παιδιά στα 80s.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω έχουν μια αρνητική χροιά, ή ίσως μας λείπουν ακόμα τα εργαλεία για να περιγράψουμε τις ίδιες τις εξελίξεις ή τις ριζοσπαστικές δυναμικές τις οποίες αυτές διανοίγουν με έναν πιο πλούσιο τρόπο. Και ακριβώς εκεί για ‘μενα αρχίζει ο ρόλος του cyberpunk, τον οποίο πραγματώνει άψογα το Enter the Void. Δεν ξέρω αν η ταινία έγινε δημοφιλής για αυτόν τον λόγο (υποψιάζομαι ότι εκεί σημασία είχε αμιγώς η αισθητική της), αλλά πιστεύω πως το στοίχημα που κέρδισε ο Νοέ εδώ ήταν το ότι κατάφερε να προσεγγίσει αυτήν την τωρινή και μελλούμενη εποχή ψηλαφώντας την κοινωνικά και αισθητικά. Δεν αναλώθηκε στις βεβαιότητες και στα κλισέ που (ίσως δίκαια) παράγει η πολιτική ανάλυση, της δικής μου παραπάνω συμπεριλαμβανομένης. Δεν είναι τυχαίο πού σημαντικά μέρη της ταινίας ήταν γυρισμένα στο πρώτο πρόσωπο: ο Νοέ, στη δική μου ανάγνωση, προσπαθεί στο Enter the Void να καταλάβει τι σημαίνει να υποκειμενοποιείσαι και να ζεις στο μέλλον όπως το φανταζόμαστε, πώς συνθέτεις το νόημα και πώς πλοηγείσαι ανάμεσα στην πραγματικότητα εκεί. Κάνει αυτό που η πολιτική εναντίωση δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει· προσπαθεί να συλλάβει τα υπερ-κειμενικά στοιχεία αυτού του μυστηριώδους γίγνεσθαι και να τα συλλαβίσει σε μια οπτικοακουστική γλώσσα που να του ταιριάζει. Αυτού του είδους η χαρτογράφηση αποτελεί και ένα δίκαιο αίτημα που μπορεί να παράξει αναπάντεχα ριζοσπαστικές τάσεις κάθε είδους με επαυξημένες δυνατότητες να φανταστούν και να οραματιστούν το καινούριο, αλλά και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αισθητικό εγχείρημα.
Η τελευταία ταινία του Νοέ που είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας και βγαίνει σύντομα στους κινηματογράφους έκανε, πάλι, το ακριβώς αντίθετο. Το κεντρικό θέμα του Climax είναι το πάρτι μιας χορευτικής ομάδας μετά από μια απόπειρα γυρίσματος ενός βιντεοκλίπ. Οι χαρακτήρες της ομάδας είναι όλοι πανέμορφοι, ικανότατοι και κατά πλειοψηφία αντιπαθέστατοι όπως μας δείχνουν οι κατά μονάδες και δυάδες συνεντεύξεις τους: επηρμένες κοκέτες, ατσούμπαλες αρρενωπότητες κανιβαλικού σεξισμού που υπάγεται στην κουλτούρα του βιασμού, κοκαρισμένοι καριερίστες γιάπηδες του επαγγελματικού χορού, άνθρωποι που καταναλώνουν αβλεπεί άλλους ανθρώπους μέσα στη βιομηχανία του θεάματος. Όλους αυτούς τους συνδέουν θρυμματισμένες σχέσεις ζήλειας, ανταγωνισμού, πισώπλατων μαχαιρωμάτων, χολής και μηδενικής κατ’ ουσίαν σύνδεσης. Τελικά, το εκρηκτικό αυτό μείγμα φτάνει στο απόγειό του όταν κάποιος ρίχνει στο μοναδικό ποτό του πάρτι μια μεγάλη ποσότητα LSD. Το άσιντ φέρνει όλον τον ψυχικό βούρκο στην επιφάνεια και η ταινία μετατρέπεται από μια άσκηση αισθητικής σε ένα σκηνικό καταστροφής. Οι χαρακτήρες ζουν την ψυχική κόλαση στη χειρότερη δυνατή εκδοχή της. Άλλοι πεθαίνουν μόνοι από τον παγετό, άλλες βιάζονται και καίγονται, άλλες αυτοκτονούν και άλλοι οδύρονται στις πέντε γωνίες ενός βιομηχανικού, αποκλεισμένου στο χιόνι κτίσματος στη μέση του πουθενά της Γαλλίας, όλοι συγκρούονται βάναυσα, ανελέητα με όλους και οι πιο τυχεροί πεθαίνουν.
Το Climax είναι όμορφο, ίσως πανέμορφο. Τα αριστοτεχνικά και υπερβολικά δύσκολα μονόπλανα φοβερής πολυπλοκότητας· οι ανάποδες κάμερες στα σκοτάδια· η σκηνή όπου επί μακρόν βλέπουμε από πάνω/κάθετα (λήψη drone) έναν-έναν τους χορευτές να επιδεικνύουν το ταλέντο τους μετατρέποντας σιγά-σιγά το πάτωμα σε τοίχο και δίνοντας βαθμιαία την αίσθηση ότι χορεύουν μέσα σε ένα διαστημόπλοιο ή σε κάποια συσκευή αντιβαρύτητας· όλα αυτά είναι ο παλιός καλός μάστορας Νοέ. Σημαντικά, εκτός από την φανταστική αυτή κάθετη σκηνή, τίποτα άλλο πραγματικά πρωτότυπο δεν υπάρχει εδώ. Αλλά αυτό δεν είναι το πρόβλημα του Climax. Το πρόβλημα του Climax είναι πώς παίρνει ό,τι έκανε αριστοτεχνικά το Enter the Void και το αναιρεί, το μετατρέπει στο σκοτεινό του προσωπείο. Αντί για την διστακτική αναψηλάφηση και την ανακατασκευή της εμπειρίας μιας ανοιχτής εποχής, εδώ έχουμε τον εγκλεισμό της εποχής αυτής στα χειρότερα στερεότυπά της. Το Climax είναι μια ωδή στον μηδενισμό: αυτοί είστε οι άνθρωποι των καιρών μας και των μελλοντικών καιρών, ακούμε τον Νοέ να λέει τρίβοντας τα χέρια του στα πλατώ, πίσω από τις κάμερες. Σκοτώνετε τα παιδιά σας, καίτε ο ένας τον άλλον, σκίζετε τις σάρκες σας με τα ίδια σας τα νύχια γιατί κανείς άλλος δεν θα σας δώσει λίγη σωματική θαλπωρή. Και ίσως και να έχει δίκιο, αλλά αυτό για ‘μενα δεν έχει καμία σημασία, διότι μια τέτοια αντίληψη αφενός στερείται ενδιαφέροντος λόγω του κλισέ της, και αφετέρου στερεί οποιοσδήποτε ριζοσπαστικές δυνατότητες συνύπαρξης μπορεί να υπάρχουν στον κόσμο μας, οι οποίες δεν ξέρουμε αν υπάρχουν αλλά οφείλουμε να κάνουμε σαν να υπάρχουν. Δεν χρειαζόμαστε άλλες ταινίες σαν το Climax να μας καταδικάζουν στο σκοτάδι, άλλες σφήνες από τα γνωστά γιγάντια μηνύματα-τσόντες του Νοέ να μας υπενθυμίζουν, ανάμεσα σε ειρωνικές αλλά καθόλα εθνικιστικές κορώνες, ότι η ζωή είναι υποφέρειν και ο θάνατος γλυκιά λύτρωση από τους άλλους. Χρειαζόμαστε περισσότερες ταινίες για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε πως θα γκρεμίσουμε τα τείχη που χωρίζουν εμάς από τους άλλους. Ή, κατ’ ελάχιστο, πιο ενδιαφέρουσες ταινίες.
Εν είδει υστερόγραφου: ένα ευρύ πολιτιστικό φαινόμενο της εποχής μας είναι τα πάρτι ηλεκτρονικής μουσικής με ναρκωτικά, τα οποία συχνά καταλήγουν, μετά το πέρας των ναρκωτικών, σε μια έντονη υπαρξιακή αγωνία. Γυρίζεις ζαλισμένος στο dance floor, οι σεροτονίνες σε έχουν ημι-εγκαταλείψει, ίσως δεν έχεις παρέα και αγάπη, παραπατάς, το να φύγεις σου φαίνεται χειρότερο από το να μείνεις ή ίσως το αντίστροφο. Όσοι συχνάζετε σε τέτοια μέρη γνωρίζετε σίγουρα τι εννοώ, και οφείλω να παραδεχτώ ότι το πάρτι του Νοέ απέδιδε τόσο πειστικά αυτού του είδους τη μοναξιά που ένιωσα να μυρίζω το περιβάλλον του. Εδώ, μπράβο του.
Εν είδει δεύτερου υστερόγραφου: μπορεί το Climax να χαρακτηρίζεται από έναν διάχυτο μισανθρωπισμό, αλλά αυτές που υποφέρουν με τον χειρότερο τρόπο είναι οι γυναίκες, και μάλιστα εντελώς ηδονοβλεπτικά. Αυτή δεν είναι πρωτοπορία, είναι συντηρητισμός του χείριστου είδους. Εδώ, αίσχος.
Social Links: